Υπήρχε ένα μικρό εκκλησάκι εκεί πέρα
κι` ένα μοναστήρι εγκόσμιας πίκρας.
Σε σκάλες ανεβασμένοι καλόγεροι
κήρυτταν σιωπή, ανεμίζοντας δάφνες.
Υπήρχαν και βάρκες όμως.
Ποιος ξέρει γιατί!
Αιμορραγούσε η μνήμη,
περιφερόμενη σε εύθραυστα βράδια,
ζητώντας ελεημοσύνη απ` το ΠΑΡΟΝ με γονυκλισίες
που τις επόπτευαν
ημιμαθείς άνθρωποι με τιράντες
και βαρύ φορτίο αθωότητας.
Μετρούσα όσα άστρα μπορούσα τότε…
Να προλάβω την επέτειο της βελτίωσης του καιρού,
γιατί μεγάλωσα αυτοδίδακτος,
καθισμένος στην τραπεζαρία των θαυμάτων
τότε,
που φύλαγαν τα ψευδώνυμα οι επίσημοι,
οι ξυλοκόποι τα αιωνόβια δένδρα
κι εγω που είχα το Νου μου στις βροχές
και στον Χρόνο
που πέρναγαν έξω απ` τα παράθυρα.
Έτσι,
καιρό ξεχάστηκα στην έπαρση,
κοιτάζοντας το πλοίο που ταξίδευε την ΤΥΧΗ
στην «θάλασσα των ερωτηματικών».
Πόσες λέξεις κρυώνουν έλεγα;
Πόσες αποφεύγουν τα ΟΠΟΙΟΔΗΠΟΤΕ;
Ποιες κλειδώνονται στην μοναξιά;
Ποιες νοσταλγούν την αλφαβήτα των ελπίδων;
Ποιες γκρινιάζουν στις εφημερίδες;
Πριν να φύγω από τα καθήκοντα επιστασίας του καιρού
ρωτούσα…
Ο ουρανός τίνος είναι;
Το Υποθηκοφυλακείο τίνος;
Ποιες ώρες γλιστράνε;
Πως δεν φοβούνται τα μοναστήρια στα Μετέωρα το ύψος;
Πότε- πότε θυμάμαι που γυρόφερνα σε ετοιμόρροπους τοίχους
και έπειτα τις κόκκινες τελείες της νύχτας που ζούσαν παράνομα
σε πολυσέλιδα μαυρόασπρα όνειρα.
Γιάννης Ναζλίδης
30 Οκτωβρίου 2021