Ο Γιάννης Τροχόπουλος, υπεύθυνος προγραμμάτων HERITΛGE και Σύμβουλος Βιβλιοθηκών, ήταν ένας εκ των ομιλητών στις δύο εκδηλώσεις – παρουσιάσεις που έγιναν στη Νάουσα και την Βέροια για τον Γιάννη Μπουτάρη και το βιβλίο του «εξήντα χρόνια τρύγος…»
Η δημοσίευση της ομιλίας του, που ακολουθεί, έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, ως αποτέλεσμα της κρίσης και της ματιάς ενός ανθρώπου των βιβλίων και των βιβλιοθηκών:
«Θα μιλήσω σαν ένας άνθρωπος των βιβλιοθηκών που έχουν περάσει από τα χέρια του πολλά βιβλία, έχει φυλλομετρήσει μερικές δεκάδες και έχει διαβάσει αρκετά, όχι ότι τον έχουν κάνει σοφότερο, μάλλον το αντίθετο θα έλεγα.
Λοιπόν μπορώ να σας πω με βεβαιότητα ότι το βιβλίο «εξήντα χρόνια τρύγος…» διαβάζεται μονορούφι, ευχάριστα, παρόλο που περιλαμβάνει όχι μόνο τη μέρα αλλά και τη νύχτα, και τις χαρές και τις λύπες, τις επιτυχίες αλλά και τις αποτυχίες του κυρ-Γιάννη. Είναι πράγματι ένας «ορμητικός λεκτικός χείμαρρος» που διηγήθηκε στη συγγραφέα Μαρία Μαυρικάκη και η οποία με τη σειρά της μεταμόρφωσε αυτό το χείμαρρο σε «πεζογράφημα, χωρίς να χυθεί σταγόνα» Τα εύσημα λοιπόν και στην κ. Μαυρικάκη.
Το βιβλίο ξετυλίγει το βίο και την πολιτεία του κυρ-Γιάννη μέσα από 27 κεφάλαια -όλα με πνευματώδεις τίτλους- σχεδόν αυτοτελή που σου δίνουν τη δυνατότητα να αρχίσεις από όποιο θέλεις. Υπάρχουν ιστορίες από τις επιχειρήσεις, (θα τόνιζα πολύ διδακτικές), την πολιτική, τον αθλητισμό, αλλά στο επίκεντρο αυτής της αφήγησης είναι το αμπέλι, το κρασί και η Νάουσα. Και όταν μιλάει για κρασί ο κυρ-Γιάννης, η αγωνία του, η έγνοια του είναι να γίνει καλό κρασί. Σε αυτό είναι απόλυτος, σαν να παραθέτει τον Ιωάννη του Ευαγγελίου [Εάν μη τις μείνη εν εμοί, εβληθή έξω ως το κλήμα και εξηράνθη, και συνάγουσιν αυτά και εις το πύρ βάλλουσι, και καίεται] «όποιο δένδρο δεν βγάζει καλούς καρπούς πρέπει να ξεριζώνεται και να καίγεται» (Κατά Ιωάννη, 15,6)
Μπορεί άραγε άμα κάνεις καλύτερο κρασί να γίνεις και καλύτερος άνθρωπος ; ‘Έχω την εντύπωση ότι όλη αυτή η διαδρομή του, όπως ο ίδιος την περιγράφει, «ανάμεσα σε αμπελώνες και καλάμια, σε δάση και άγρια ζώα με σκύλους και αρκούδες, σε μπαρ, ντίσκο και μπουζούκια, σε ταβέρνες και ρεστοράν για να πουλήσει κρασιά, σε ομάδες Ανωνύμων Αλκοολικών, σε ατέλειωτα ταξίδια μάς κάνει αν όχι καλύτερους ανθρώπους σίγουρα πιο σοφούς. Καθώς είναι και κοσμοπολίτης θα του έλεγα ότι η ματιά του για τους ανθρώπους και για το πώς μιλάει για αυτούς σε όλη τη διαδρομή του ταιριάζει με την γνώμη του συγγραφέα Ε.Φ Φίλιπ Ντίκ για το τι είναι τελικά ο άνθρωπος : “ Δεν έχει σημασία η εμφάνισή σου ούτε το πλανήτης που γεννήθηκες, Σημασία έχει το πόσο ευγενής είσαι. Η ευγένεια είναι που μας κάνει να ξεχωρίζουμε από τα ξύλα, τις πέτρες και τα μέταλλα κι έτσι θα είναι πάντα, οποιαδήποτε μορφή κι αν πάρουμε, οπουδήποτε κι αν βρεθούμε , οτιδήποτε κι αν γίνουμε». (σε. 17 «Όχι από το εξώφυλλο» Φίλιπ Ντίκ, Εκδ. Απόπειρα)
Στάση πρώτη, Ιούλιος του 1986, πρώτο ταξίδι μου σαν ενήλικας στην Ευρώπη με λατρευτό, αδικοχαμένο πλέον συγγενή μου, οδικώς. Με το φορτηγό του μεταφέρουμε κρασιά Τσάνταλη στη Γερμανία, παραδίνουμε σε διανομέα ονόματι Τσουκαλάς αν δεν κάνω λάθος. Εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν περιφερειακοί δρόμοι όποτε είχα τη χαρά και την τύχη να διασχίσουμε την Πράγα και να δω τη Γέφυρα του Κάρολου χαράματα με το πρώτο φως του ήλιου. Θυμήθηκα το πρώτο μου αυτό ταξίδι καθώς διάβαζα για τις τρείς συμφωνίες που έκανε με τον Τσάνταλη και περιγράφει με περισσή μαεστρία στο βιβλίο του. Τα ταξίδια όμως τον μάγευαν από μικρό με προτίμηση στην κατάκτηση του Βόρειου Πόλου και τους εμπορικούς τυχοδιώκτες! (σελ. 56) Μετρώ περισσότερες από 15 αναφορές σε ταξίδια ανά τον κόσμο, σίγουρα είναι πολλοί περισσότεροι οι τόποι που επισκέφθηκε, η περιέργεια που έχει τον κάνει να παρατηρεί, καταγράφει, να μεταφέρει εμπειρίες και να απολαμβάνει.
Στο ταξίδι στη Νέα Υόρκη, όπου παρατηρεί τον τρόπο που λανσάρουν οι Γάλλοι το Μποζολέ Νουβό στην Αμερική. Με την ορμή της νιότης ξεκινά ταξίδια στο Μπορντό και στο Μονπελιέ, όπου παρακολουθεί ολιγοήμερα σεμινάρια και επισκέπτεται εκθέσεις και οινοποιεία. Τη δεκαετία του 70 στα οινοποιεία της περιοχής του Ρήνου κάνει τις πρώτες επαφές με την οργάνωση «δρόμοι των κρασιών της Αυστρίας. Αναφέρω λίγες από τις περιπλανήσεις και συγκρατώ για το τέλος το γύρο της Ελλάδας που έκανε οδικώς σε πολύ μικρή ηλικία με τους γονείς του. Ο κυρ-Γιάννης βλέπει, παρατηρεί, αναπνέει μέσα, αλλά οι σπουδές του, η έγνοια του για το καλύτερο τον ωθούν να βλέπει και έξω. Η ενασχόλησή του με το αμπέλι, τη γη, τον τόπο του δεν τον εμποδίζουν, ίσα ίσα τον ενθαρρύνουν να στρέψει το βλέμμα του στις προηγμένες χώρες και προτρέπει, στηρίζει και άλλους να κάνουν το ίδιο.
Στάση δεύτερη, Ιούνιος 1991, ταξίδι στην Καβάλα με τον Νίκο Γαβριήλ Πεντζίκη, σωφέρης ή Σεφέρης του, όπως περιπαικτικά έλεγε, η αφεντιά μου, πηγαίνουμε να συναντήσουμε εκλεκτούς του φίλους. Σε ταβέρνα παραλιακή παραγγέλλει να πιούμε «το Μπούτι του Άρη» γελώντας και μετά βλέπω στο τραπέζι μας και πίνω για πρώτη φορά στη ζωή μου Νάουσα Μπουτάρη. Το ξαναθυμήθηκα διαβάζοντας το βιβλίο. Οι Μπουτάρηδες που είναι στα κρασιά και στα ποτά από τον 19ο αιώνα. Από το αρχείο του ο κυρ-Γιάννης ανασύρει και μας δείχνει την ετικέτα του πρώτου κόκκινου κρασιού που κυκλοφόρησε στη χώρα μας γραμμένη στα ελληνικά, γαλλικά, τα εβραϊκά και τα Οθωμανικά «Νάουσα Μπουτάρη». Παρεμπιπτόντως ο Πεντζίκης θα χαιρόταν πολύ και θα μιλούσε ατελείωτα για το αρχίνημα του βιβλίου: «Στην Αγία Σοφία, στα αριστερά της Ωραίας Πύλης στέκει, όπως σε κάθε τέμπλο, η Παναγία με τον μικρό Χριστό στην αγκαλιά της. Στο κάτω μέρος της εικόνας υπάρχει η εξής γραφή : Αφιέρωμα Ιωάννη Μ. Μπουτάρη εκ Νεβέσκης, 1915»
Στάση Τρίτη και τελευταία, Φεβρουάριος του 1996, στις 16 και 17 η Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη της Βέροιας διοργανώνει ένα διήμερο συμπόσιο, το οποίο περιλαμβάνει ομιλίες για τα αρχαία και νέα εδέσματα. Το γεύμα δίνεται στις εγκαταστάσεις της Μπουτάρη στο Στενήμαχο. Στο τραπέζι παρόν ο κυρ-Γιάννης. Αναρωτήθηκα τότε πώς προλαβαίνει να είναι παντού.
Ο κυρ-Γιάννης είναι αεικίνητος, παραβρίσκεται παντού, τιμάει τον τόπο του και τους ανθρώπους, μαθαίνει περισσότερα από αυτούς σίγουρα από ό,τι μαθαίνουμε εμείς από αυτόν. Νομίζεις ότι δε βάζει γλώσσα μέσα. Και σε αυτό αρωγός είναι η οικογένειά του, όπως λέει «επειδή μέχρι τα δώδεκα ήμουν πολύ μοναχικός, οι γονείς μου αποφάσισαν να πάω εσώκλειστος στο οικοτροφείο για να κοινωνικοποιηθώ και να γνωρίσω τη συλλογική ζωή, την οποία εν τέλει παραγνώρισα», (σελ. 58). Σας το είπα, η ζωή του είναι σα μυθιστόρημα. Μπορείτε να παρακολουθήσετε πάλι από περιέργεια τις αμπελουργικές τους παρεμβάσεις απ’ άκρου σε άκρου σε όλη τη χώρα. Πώς προσπάθησε και τα κατάφερε να αναδείξει τη Γουμένισσα με το κρασί της ώστε να την ξεχωρίζουν οι ξένοι από την Ηγουμενίτσα. ‘Έγινε ένα με τον τόπο, «τα έθιμα του τόπου τους γίναν και δικά μου». Στο κουρμπάνι δήλωνε παρών σε κάθε φάση της τελετής, στη λειτουργία, στη θυσία του μοσχαριού.
Διαβάζω, τον ίδιο καιρό, τις αναμνήσεις του Steven Spurrier «A life in Wine». Βίοι παράλληλοι από πολλές απόψεις θα μπορούσε να πει κανείς. Τον δικό μας τον παρακινούσαν τα παιδιά του να γράψει κάτι και σήμερα «βλέπει με συγκίνηση πώς τον κοιτούν τα εγγόνια του και λέει κάτι να τους αφήσει, να δουν πως είναι η ζωή» Ο Άγγλος έγραφε « από πάντα σκεπτόμουνα να γράψω κάτι σύντομο για να πω στα εγγόνια μου για τη ζωή μου. Βγήκε μεγαλύτερο αλλά περιλαμβάνει όλες τις αναμνήσεις που θα ήθελε να μοιραστεί μαζί τους. «Για τα 21α γενέθλιά του που η γιαγιά του από την πλευρά της μητέρας του του χάρισε μία συνδρομή στο «Wine Society” και μία θήκη για 12 κρασιά.» Υπάρχουν και κινήσεις ίδιες που έγιναν όμως σε διαφορετικές χρονικές περιόδους της ζωής του. Ο δικός μας πολύ νωρίς καταλαβαίνει ότι «αν δεν έχεις καλό αμπέλι, δε μπορείς να κάνεις καλό κρασί. Και ποιο είναι το καλό αμπέλι; Μας λέει, αυτό που ελέγχεις, που ξέρεις τις ρίζες του και που μπορείς να εγγυηθείς την ποιότητά του. Γίνεται όμως από κρασάς και αμπελουργός και για να δώσει το παράδειγμα στους συντοπίτες του ώστε να ξαναρχίσουν και αυτοί να βάζουν αμπέλια. Ο Spurrier από τη μεριά του πάλι αγοράζει στο τέλος της καριέρας του μία έκταση στο Ντόρσετ και κάνει και αυτός το δικό του κρασί. Και οι δύο τους φαίνεται να συνδέουν το κρασί με τρία πράγματα :
Τον Τόπο, εκεί όπου βρίσκονται οι αμπελώνες, τα οινοποιεία που αξίζει πλέον και επισκεπτόμαστε όλο και συχνότερα,
Τους Ανθρώπους, αυτούς που φτιάχνουν το κρασί, που είναι κατά κανόνα καλοί άνθρωποι, αν είναι όμως κακοί τότε φτιάχνουν κακό κρασί και
Το Προϊόν, που είναι το αποτέλεσμα Τόπου και Ανθρώπων.
Δε γνωρίζω ειλικρινά πόσο ενδιαφέρων θα είχε η ζωή, οι αναμνήσεις του κυρ-Γιάννη χωρίς τα αμπέλια, το κρασί, τους ανθρώπους και τη σχέση που ανάπτυξε με τη γη.
Όσο και αν φαίνεται παράξενο ή παράδοξο, είναι η πρώτη φορά και νομίζω ίσως και η τελευταία που συμμετέχω σε μία παρουσίαση βιβλίου. Σπάνια να βάλω σε τάξεις τις σκέψεις μου όταν διαβάζω κάτι και πολύ πιο δύσκολο να τις αποτυπώσω στο χαρτί για να μιλήσω δημόσια. Δικαιούμαι, λοιπόν, να ομολογήσω ότι σε μία κανονική ομιλία θα άρχιζα αλλιώς και θα έλεγα ότι
Στη νέα εποχή που ζούμε, την εποχή της πανδημίας, κάθε μας κίνηση, πρωτοβουλία, δράση έστω και η μικρότερη σε οποιοδήποτε τομέα χρειάζεται πλέον να λαμβάνει υπόψη της το αίτημα της εποχής που δεν είναι άλλο από τη συνεισφορά μας στη διάσωση του περιβάλλοντος, τη διαφύλαξη των ατομικών ελευθεριών και τη στήριξη των ευάλωτων οικονομικά και κοινωνικά ομάδων. Η παντελής έλλειψη ηγετικού παραδείγματος, συνέπειας λόγου και πράξεων, μας βυθίζουν σε ένα κλίμα καχυποψίας και απαισιοδοξίας που πρέπει να μας κινητοποιήσει. Και εδώ ο κυρ-Γιάννης μας δείχνει ένα δρόμο λέγοντας με τόνο εξομολογητικό «Μάλλον δεν ανήκω πουθενά, πράγμα που μου βγήκε σε καλό, γιατί αναγκάστηκα να ψάξω ποιος πραγματικά είμαι και τι θέλω.»
Ίσως με αυτή τη διαδρομή, τον διαλογισμό, την εσωτερική πάλη, τα αμπέλια, τη Νάουσα και τη γη να είναι ώριμος για να ακολουθήσει την επιταγή του φιλόσοφου Καρλ Γιάσπερς, που σήμερα είναι ολοένα και πιο επίκαιρη : Διότι η αληθινή στάση του ανθρώπου μπροστά στα όρια, είναι η στάση που διαπνέεται από μία γαλήνια απόφαση που δεν μπορεί να τον παραπλανήσει, να πράττει πάντα ό,τι μπορεί, όσο ζει. Η μοίρα μας είναι η ταπεινότητα και η αίσθηση του μέτρου. (σελ. 136, Το πρόβλημα της Γερμανικής Ευθύνης, εκδ. Έρασμος)».