Ο Σεπτέμβρης, από την καθιέρωση επισκέψεων των πολιτικών αρχηγών στη ΔΕΘ (το 1928), φέρνει απαρέγκλιτα στο προσκήνιο την πολύπαθη έννοια της «πολιτικής».
Λέγοντας πολύπαθη, αναφέρομαι στους διαμετρικά αντίθετους ορισμούς που κατά το δοκούν (κατά πώς βολεύει για να δικαιολογηθούν τα αδικαιολόγητα, δηλαδή) της έχουν αποδοθεί κατά καιρούς. Εκτείνεται λοιπόν σημασιολογικά από την «ηθική δραστηρι¬ότητα η οποία με σεβασμό στην ελευθερία των πολιτών στοχεύει στην προσωπική τους ευδαιμονία* ( * νοείται ως τελείωση του ήθους και του πνεύματος του ανθρώπου διά ευγενών έργων)» του Αριστοτέλη, ως την κυνική διατύπωση του Ουίνστον Τσώρτσιλ: «Πολιτική είναι η ικανότητα να παρουσιάζεις σήμερα τι θα γίνει αύριο και να εξηγείς αύριο γιατί δεν έγινε».
Ειδικότερα στη χώρα μας, η πολιτική σκηνή κατά τα νεανικά της βήματα ήταν τόσο “τοξική”, ώστε ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης το 1892 από την εφημερίδα “Ακρόπολις” στο ιστορικό-ηθογραφικό διήγημά του “Οι χαλασοχώρηδες” να διαχωρίζει την πολιτική από κάθε ηθική αρχή κι αξία και να την προσδιορίζει απλά και μόνο ως «αδυσώπητη διαμάχη κατάκτησης της εξουσίας αρχικά και παραμονής στο κέντρο λήψης των αποφάσεων στη συνέχεια».
Για να έρθουμε “στα του οίκου μας”, μια αναδρομή στον τοπικό τύπο των αρχών του 20 αι. καταδεικνύει στην επαρχία (τότε) Ημαθίας με πρωτεύουσα τη Βέροια μια καθόλου κολακευτική “ανθολογία” από: αχαλίνωτες φιλοδοξίες κι εντονότατες αντιζηλίες, ακατάσχετη θεσιθηρία και υποσχεσεολογία, καιροσκοπικές αποσκιρτήσεις, συκοφαντίες, τραμπουκισμούς, εξαγορές ψήφων, διαπλοκή, απολύσεις εργαζομένων ως εκδίκηση και παραδειγματικό εκφοβισμό… και… και… (ατέλειωτος ο θλιβερός κατάλογος, αγαπητοί φίλοι).
Από το δραματοποιημένο διήγημα του Αλ. Παπαδιαμάντη «Οι Χαλασοχώρηδες»
σε σκηνοθεσία Κ. Παπακωνσταντίνου
Στα λιγοστά ευχάριστα του θέματος, οι ευρηματικές πολιτικές φράσεις που μας κληροδότησε ο συμπαθέστατος μπαρμπα-Μήτσος Μάλιος, ο θυμόσοφος, τελευταίος δημόσιος κήρυκας της Βέροιας!!!
Οκτώβρης του 1926 (λίγες ημέρες δηλαδή πριν τις βουλευτικές εκλογές), ημέρα Τρίτη (διαχρονικά ημέρα της λαϊκής αγοράς στην πόλη μας) στο γνωστό τότε καφενείο του Μπαζάκα (περιφερειακά της πλατείας του Ι.Ν. Αγίου Αντωνίου), όπου όπως κάθε μέρα ο μπάρμπα-Μήτσος υποδεχόταν τους ενδιαφερόμενους να διαφημιστούν, οι οποίοι του έφερναν τα μηνύματά τους γραμμένα ιδιόχειρα σε χαρτί, τηρώντας με ευλαβική σιγή τη σειρά ο ένας πίσω από τον άλλο. Στο διπλανό τραπέζι μια παρέα από τοπικούς μεγαλοκηπουρούς κι έναν Θεσσαλονικιό χονδρέμπορο (όνομα και πράμα), απολάμβαναν τον καφέ τους με χορταστικές ρουφηξιές καταστρώνοντας παράλληλα συμφωνίες αγοροπωλησίας λαχανικών. Στο επίκεντρο της συζήτησής τους, εύλογα, οι τρέχουσες τιμές των λαχανικών...
«Μ’ αυτά και μ’ εκείνα τα δικά σας, εμείς καταντήσαμε στις πρασσονουρές**», σχολίασε φανερά ενοχλημένος κάποιος από τη σειρά αναμονής, σπάζοντας το καθιερωμένο μυσταγωγικό πρωτόκολλο. «Ποιος δεν πήγε να ιδεί στους μπαξέδες πώς σαπίζουν στις ρίζες τους τα ζαρζαβάτια; Γιατί δεν τα φέρνετε στην αγορά να τα πουλήσετε λίγο φθηνότερα να χορτάσει κι ο φτωχόκοσμος; Δεν χορταίνει το μάτι σας παράδες…».
[ ** Αρκετοί Βεροιώτες μεγαλοκηπουροί στα μέσα της δεκαετίας του ‘20 με πολιτικές “παρεμβάσεις” εξασφάλισαν “ειδικές αδειοδοτήσεις” με τις οποίες παρέκαμπταν τις τοπικές αγορανομικές διατάξεις και έκαναν απευθείας πώληση των λαχανικών τους σε μεσάζοντες-χονδρέμπορους των μεγάλων αστικών κέντρων. Αυτό όμως είχε ως αποτέλεσμα να παρουσιάσει σοβαρή έλλειψη η αγορά της Βέροιας και να κάνουν την εμφάνισή τους φαινόμενα αισχροκέρδειας, καθώς οι μανάβηδες πρώτα ζύγιζαν τα λαχανικά και μετά αφαιρούσαν τα μαραμένα κι ακατάλληλα μέρη τους (τις πρασσονουρές), τα οποία μεταπωλούσαν στη συνέχεια για ζωοτροφές.]
Δεν έχασε την ευκαιρία να εκμεταλλευθεί τη συγκυρία συζήτησης και παρουσίας πλήθους ένας παρακαθήμενος παρατρεχάμενος (“κουμπάρος” κατά την ορολογία της εποχής) υποψηφίου Βουλευτή, ο οποίος προφασιζόταν ως τότε πως διάβαζε την εφημερίδα του:
-Γι’ αυτό χρειάζονται νέα κόμματα, νέοι άνδρες και νέαι αρχαί! Ιδού λοιπόν ευκαιρία, αγαπητοί. ο κ. Λ…..… λαμπρός επιστήμων, δεινός ρήτωρ και άνθρωπος ανιδιοτελής. Ακραιφνής Σοσιαλιστής, φίλος του λαού, εχθρός της συναλλαγής…
-Το ’χει η κακή μου μοίρα σήμερααα… από τις μαναβικές στις πολιτικές πρασσονουρές με πηγαίνει, μονολόγησε ο μπαρμπα-Μάλιος πίσω από τους χοντρούς φακούς του χωρίς να σηκώσει το βλέμμα από τα χαρτιά.
-Τι εννοείτε κ. Μάλιο; ρώτησε βαρύτατα θιγμένος και σαν έτοιμος να πετάξει γάντι μονομαχίας ο εκκολαπτόμενος “πολιτικός παράγοντας”.
-Βρε κουμπάρε, αυτός προχθές δεν έκανε μόστρα στο καφενείο των Καζινάρηδων* [*εκλογικό κέντρο του Λαϊκού κόμματος], απάντησε με “δολοφονική ερώτηση” ο μπαρμπα-Μήτσος, που, παρά το μικρό του δέμας, δεν ίδρωνε το αφτί του από λεονταρισμούς μετά από τόσα χρόνια στην πιάτσα.
«Επήλθε ιδεολογική ρήξις, αγαπητέ! Ο κ. Λ…..… θέτει υπεράνω όλων το συμφέρον του λαού!» πήγε να δικαιολογήσει την καιροσκοπική αποσκίρτηση του “ακραιφνούς Σοσιαλιστού” ο “κουμπάρος”, αλλά την φράση του την σκέπασε η αγριοφωνάρα αγανάκτησης ενός από τους μεγαλοκηπουρούς του διπλανού τραπεζιού: «Πέντε δεκάρες η οκά οι πιπεριές σήμερα;;; Τις προάλλες είχε οχτώ!!! Αυτό είναι εξαπάτηση, είναι κλοπή, είναι αισχρή εκμετάλλευση των κόπων μας…»
- Άντε, άντεεε!!! Πάει, πολιτεύθηκε και το ζαρζαβάτι! άρπαξε την κουβέντα στον αέρα ο ετοιμόλογος μπαρμπα-Μήτσος Μάλιος και η συζήτηση έκλεισε, καθώς όλοι οι παρευρισκόμενοι έπιαναν πλέον την κοιλιά τους από τα γέλια…
Επειδή δεν θέλω να παρερμηνευθούν τα γραφόμενά μου ως προτροπή υιοθέτησης του (επίσης παρερμηνευμένου) «Κυάμων απέχεσθαι» (να απέχετε από τα κουκιά) του Αλ. Παπαδιαμάντη και για να κλείσουμε εποικοδομητικά τη σημερινή συνάντησή μας, αγαπητοί φίλοι, θα υπενθυμίσω ότι ο μεγάλος Μακεδόνας φιλόσοφος, ο Αριστοτέλης, εκτός από τον θεωρητικό ορισμό της πολιτικής μας άφησε και την πρακτική δικλείδα ασφαλείας (προστασίας) της:
«Ο άριστος πολίτης οδηγεί την πολιτεία σε μια αναστοχαστική διαλεκτική με τον εαυτό της. Είναι η άρνηση κάθε αρνητικού. Είναι η προβολή μιας θέσης, η οποία δεν έχει εισέτι αφομοιωθεί στην πληρότητά της από τα συλλογικά όργανα».