Πατέρα μου πως ήθελα στη νύχτα
τη στιγμή σου νάμουν στο προσκεφάλι σου
να πάρω την ευχή σου.
Εγώ το μόνο σου παιδί να σούκλεινα τα μάτια
μα είμαι πολύ μακριά με την καρδιά
κομμάτια.
Τόσο μακριά που αδύνατον τα κύματα
να σχίσω και στο άψυχό σου το κορμί εμπρός
να γονατίσω.
Κορμί που όταν ήσουν νιος στιγμή δεν
περπατούσες στα πέλαγα ταξίδευες καράβια
κυβερνούσες.
Παιδιά και εγγόνια όλοι μαζί πιασμένοι
χέρι-χέρι σου στέλνουμε το έχε γεια στις
ξενιτιάς τα μέρη.
Μόνος μεσ’ τα ξένα, ξένος δίχως φίλους και
συγγενείς, έρημος στο ξένο χώμα δεν σε
ξέρει εκεί κανείς.
Δίχως το στερνό αντίο χωρίς σιτάρι
και λιβάνι κι ο καιρός που όλα τα σβήνει
και το μνήμα σου τα χάνει.
Ποιος θάρθει να τα βοτανίσει το
χορταριασμένο μνήμα. Αιωνία σου η μνήμη
μόνος έφυγες τι κρίμα;
Πάντα ανάλαφρο να είναι της γης το
χώμα, που εσκέπασες για πάντα το νεκρό σου
πλέον σώμα.
Εκεί στον Παράδεισο η μάνα περιμένει μια
θέση έχει πλάϊ της να σε δεχτεί προσμένει.
Εμείς που σε λατρεύαμε κόρη-γαμπρός
και εγγόνια, δίνουμε όρκο στο Θεό.
Να σε θυμόμαστε Αιώνια.
Κόρη Ελένη Λεκατσά
Γαμπρός Θεοφάνης Καλαϊτζίδης
Εγγόνια Σπύρος και Κωνσταντίνα