Σε μια ιδιαιτέρως σημαντική απόφαση όσον
αφορά το νομικό καθεστώς προστασίας των περιοχών του δικτύου Natura 2000
κατέληξε το Συμβούλιο της Επικρατείας μετά την εκδίκαση υπόθεσης που αφορούσε
την ανέγερση εμπορικής αποθήκης εντός της Προστατευόμενης Περιοχής Δέλτα Αξιού.
Με την απόφασή του 162/2021, το Ε΄ Τμήμα του ΣτΕ κρίνει ότι οι Φορείς
Διαχείρισης Προστατευόμενων Περιοχών έχουν γνωμοδοτική αρμοδιότητα για έργα που
υλοποιούνται σε προστατευόμενες περιοχές του ευρωπαϊκού δικτύου Natura 2000,
ήδη από τη νομοθετική τους ίδρυση, ακόμη και εάν το προστατευτικό καθεστώς της
περιοχής δεν εξειδικεύεται από εν ισχύ κανονιστική πράξη, όπως το Προεδρικό
Διάταγμα του ά. 21 παρ. 1 και 2 ν. 1650/1986.
Το ιστορικό
Τον Αύγουστο του 2009 ιδιωτική εταιρεία
ξεκίνησε οικοδομικές εργασίες, βάσει οικοδομικής άδειας του 2007, προκειμένου
να κατασκευάσει εμπορική αποθήκη 12.000 τ.μ. στην παλιά κοίτη του Αξιού, εντός
της Γ’ Ζώνης Προστασίας, χωρίς την προηγούμενη γνωμοδότηση του αρμόδιου Φορέα
Διαχείρισης της προστατευόμενης περιοχής (τότε Φ.Δ. Δέλτα
Αξιού-Λουδία-Αλιάκμονα που το 2018 μετονομάστηκε σε Φ.Δ. Προστατευόμενων
Περιοχών Θερμαϊκού Κόλπου). Είχε προηγηθεί, τον Μάιο του 2009, η έκδοση της ΚΥΑ
χαρακτηρισμού του Εθνικού Πάρκου Δέλτα Αξιού, βάσει της οποίας δεν επιτρεπόταν
η κατασκευή εμπορικών αποθηκών στην περιοχή. Ωστόσο, η έγκριση περιβαλλοντικών
όρων και η οικοδομική άδεια για το εν λόγω έργο είχαν δοθεί από τις αρμόδιες
υπηρεσίες το 2007.
Ο Φορέας Διαχείρισης ενημέρωσε τις υπηρεσίες
της Περιφέρειας και την Πολεοδομία ότι θα έπρεπε κατά τη διαδικασία
περιβαλλοντικής αδειοδότησης να είχε ζητηθεί η γνωμοδότηση του Φορεά. Κατόπιν
τούτου, η Πολεοδομία εξέδωσε σήμα διακοπής των οικοδομικών εργασιών,
ενημερώνοντας την εταιρεία με σχετικά έγγραφα. Ωστόσο, το σήμα διακοπής
ακυρώθηκε, απόντος του Φορέα, από το Διοικητικό Εφετείο Θεσσαλονίκης με την
απόφαση 2480/2013 και η εταιρεία πήρε το «πράσινο φως» να προχωρήσει τις
εργασίες, καθώς κρίθηκε ότι ο Φορέας Διαχείρισης έχει γνωμοδοτική αρμοδιότητα
μόνον στις περιπτώσεις προστατευόμενων περιοχών για τις οποίες έχει εκδοθεί
Προεδρικό Διάταγμα για την προστασία τους. Τριτανακοπή που άσκησε ο Φορέας
Διαχείρισης κατά της απόφασης αυτής απορρίφθηκε με την υπ’ αριθμ. 721/2016
απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης, την οποία ο Φορέας Διαχείρισης
προσέβαλε με έφεση ενώπιον του Ε΄ Τμήματος ΣτΕ, εκπροσωπούμενος από τον
καθηγητή Νομικής Α.Π.Θ. κ. Κωνσταντίνο Γώγο.
Η πρόσφατη απόφαση του ΣτΕ δικαιώνει το Φορέα
Διαχείρισης, καθώς δέχεται ότι ήδη από
τη νομοθετική ίδρυση του οικείου Φορέα Διαχείρισης καθίσταται ενεργή η
γνωμοδοτική του αρμοδιότητα πριν από την έγκριση περιβαλλοντικών όρων
προκειμένου για έργα και δραστηριότητες που εντάσσονται στην περιοχή ευθύνης
του, αρμοδιότητα η οποία αποτελεί ουσιώδη διαδικαστική εγγύηση προστασίας των
περιβαλλοντικά ευαίσθητων περιοχών και αποφυγής της υποβάθμισής τους, ιδίως
μάλιστα εάν δεν έχει ακόμη εκδοθεί το Π.Δ. που εξειδικεύει τους όρους
προστασίας. Παράλληλα, το Συμβούλιο Επικρατείας υπενθύμισε ότι η
συμπερίληψη μίας περιοχής στον κατάλογο προστατευόμενων οικοτόπων του δικτύου
NATURA, επιβάλλει την τήρηση του άρθρου 6 της Οδηγίας 92/43/ΕΟΚ και του
σχετικού εθνικού δικαίου προσαρμογής. Συνεπώς, για τα έργα τα οποία
σχεδιάζονται στις περιοχές αυτές πρέπει πριν την υλοποίησή τους να γίνεται η
δέουσα εκτίμηση των αναμενόμενων περιβαλλοντικών επιπτώσεων σύμφωνα και με την
Ειδική Περιβαλλοντική Μελέτη της εκάστοτε περιοχής.
Η υπόθεση αυτή ήταν ένα από τα σημαντικά
θέματα για τα οποία είχε αγωνιστεί ο αείμνηστος πρόεδρος του Φορέα Διαχείρισης,
καθηγητής Θεμιστοκλής Κουιμτζής. «Η απόφαση αυτή του ΣτΕ έρχεται σε μια χρονική
στιγμή κατά την οποία η προστασία των περιοχών Natura και της πολύτιμης
βιοποικιλότητας που φιλοξενούν βρίσκονται σε κίνδυνο χωρίς την νομική θωράκιση
που θα έπρεπε εδώ και δεκαετίες να έχει
θεσπίσει η χώρα μας και μας δίνει όπλα στην φαρέτρα μας για τον αγώνα
που δίνουμε για την προστασία τους,, τονίζει η πρόεδρος του Φορέα Διαχείρισης
Προστατευόμενων Περιοχών Θερμαϊκού Κόλπου, Αθηνά Παναγιώτου.