Μεγάλωσα αυτοδίδακτος
στην τραπεζαρία της γιαγιάς,
με τα πολύχρωμα λουλουδένια τραπεζομάντηλα,
τα μαχαιροπήρουνα και τις ζαχαριέρε
και δωμάτια γεμάτα αλληλούια…
Μελέταγα τ` άστρα
και τα μικρά θαύματα,
για να προλάβω την επέτειο της βελτίωσης του
καιρού,
τότε που φύλαγαν τα αιωνόβια δένδρα
και το «Απέραντο» οι ξυλοκόποι.
Έκανα επικίνδυνες σκέψεις είν` αλήθεια,
όμοιες με το,
…Στηθήτω μία Παρθένος
κατάστικτη φιλιών η αμώμητος…
Έτσι,
ποιος δωροδοκεί το ΑΓΝΩΣΤΟ έλεγα;
Πότε γίνονται οι δωρεές αισθημάτων;
Μην και γίνω καλοκαίρι σαν μεγαλώσω;
Έψαχνα τις
αιτίες της έκλειψης των σχέσεων,
ακολουθώντας τους Ιερείς
που είχαν πάρει από πίσω τα παραμύθια
και ζούσαν
των ανθρώπων τα ακατανόητα,
παρά το αίσιον τέλος.
Και η Ανθούλα; Που χάθηκε
στον
συνωστισμό και
ζυγιάζονταν ανάμεσα ουρανού και γης
και ζήταγε σωτηρία στους αγάπανθους…
Ήμουν ξυπόλητος
Και γλύτωνα από το παρελθόν
και τις «φθηνές ανάγκες»,
όσο πολιορκούνταν η έρημη Χώρα
και πέταγαν χαρταετοί, από παλιές εφημερίδες.
Τότε,
τον καιρό,
που παίζαν με την Αγάπη οι μικροί ήλιοι,
και το ακροατήριο χειροκροτούσε
τον επίλογο της λογοτεχνίας μου
που έγραφα…
…όταν ΗΜΟΥΝ ΑΝΘΡΩΠΟΣ.
Γιάννης Ναζλίδης
10 Ιουλίου 2021