Τότε που η Αγάπη ταξίδευε,
ψάχναν
οι άνθρωποι τις λύπες της στους σταθμούς
και
στις άκρες του Σύμπαντος.
Μοιάζανε
μέρες,
που
δόξαζαν τα αινίγματά τους
στις
άκρες των βράχων και στην αλμύρα της μοναξιάς.
Είχε
χαθεί στην Οδύσσεια λέγανε
και
τα ρολόγια γι` αυτό
ήταν
σταματημένα στο ΛΙΓΟ του Κόσμου.
Που
νάτανε κρυμμένη;
Στις
εξομολογήσεις των δεκαετιών,
στα
ψέματα του Απριλίου;
Τα
βράδια φύλαγαν,
την
μελαγχολία και την ερημιά της τα ποιήματα,
εποπτεύοντας
τα αισθήματα
και
τις μεταθέσεις των λέξεων των ανθρώπων
στις
φυτείες του φθινοπώρου.
Μήπως
αυτή, μήπως η άλλη,
μην
και την προδώσουν τ` άστρα,
ή,
η θρυλική μνήμη του έρωτα τ` ομολογήσει.
Λέγανε
τότε,
πως
η φωνή είχε τη γιορτή της.
Μέχρι
πότε όμως; Μέχρι πότε;
Από
καταβολής κόσμου και των επιθυμιών,
περίμενε
τις Κυριακές σαν ανυπότακτη σκιά, υπερούσια,
που
ευδοκιμούσε στις παρακλήσεις
και
στα ροζ θαυμαστικά του ορίζοντα.
Ώσπου,
μέρα
ακηλίδωτη που την έψελνε ο Θεόδωρος Βασιλικός
…ψυχή
μου ψυχή μου…
όλες
οι λύπες του κόσμου ενικού αριθμού,
παραδόθηκαν
στον πληθυντικό των θλίψεων
και
ζήσαμε εμείς καλά και όλοι οι άλλοι καλύτερα.
Όμως,
παρ`
όλ` αυτά,
τα
βράδια, η Αγάπη συνέχιζε να ταξιδεύει!
Γιάννης
Ναζλίδης
3
Ιουλίου 2021