Του ιερέως: Παναγιώτου Σ. Χαλκιά
Η πολιτική, φίλοι αναγνώστες, και η διαχείριση των κοινών, εθεωρούντο, από αρχαιοτάτων χρόνων, τα υψηλότερα λειτουργήματα. Γι’ αυτό και η ιδιωτική ζωή των δημοσίων ανδρών όφειλε να είναι άκρως διαφανής και καθ’ όλα άψογη.
Τις τελευταίες δεκαετίες πολλά λέγονται, ακούγονται και γράφονται για τους πολιτικούς. Ο γράφων, φίλε αναγνώστη, δεν θα ασχοληθεί με την Πολιτεία των σύγχρονων πολιτικών. Δεν θα ήταν, ως της θέσεώς μου, σωστό.
Θ ασχοληθεί, όμως (ο γράφων), με την πολιτεία των πολιτικών ανδρών της αρχαιότητας, αναφέροντας φωτεινά παραδείγματα ανυπέρβλητου πολιτικού ήθους, αφήνοντάς σε, αναγνώστη, να συγκρίνεις με τα όσα από πολλών χρόνων συμβαίνουν στο χώρο της πολιτικής στην πατρίδα μας και να βγάλεις τα συμπεράσματά σου.
Ο Περικλής, όταν ο Αρχίδαμος (βασιλιάς της Σπάρτης) με τον οποίον συνδέονταν με πατροπαράδοτη φιλία, εξεστράτευσε εναντίον των Αθηνών, επειδή φοβήθηκε μήπως οι Λακεδαιμόνιοι δεν καταστρέψουν την περιουσίαν του κατά την εισβολή τους στην Αττική, εδήλωσε στην Εκκλησία του Δήμου ότι δωρίζει όλα τα σπίτια και τα χτήματά του στο Δημόσιο, αν οι εχθροί δεν καταστρέψουν την περιουσίαν του, όπως και των άλλων Αθηναίων. Αυτός ο οποίος συνέδεσε το όνομά του με τον χρυσό αιώνα, ήταν «χρημάτων διαφανώς αδωροδόκητος» και «ήγε μάλλον το πλήθος και ουκ ήγετο υπ’ αυτού».
Ο Σόλων, όταν θέσπισε τη «σεισάχθεια» (διαγραφή των χρεών), όντας «χρημάτων κρείσσων», έχασε όλη του την περιουσίαν που ανερχόταν σε πέντε τάλαντα τα οποία είχε δανείσει σε τρίτους, ενώ θα μπορούσε να κερδίσει πολλά δανειζόμενος.
Ο Επαμεινώνδας, σπουδαίος Θηβαίος πολιτικός και στρατηγός, σ’ όλη του τη ζωή ήταν πάμπτωχος, εξαιτίας της αφιλοκερδείας του. Είχε μόνο ένα επανωφόρι και όταν το έστελνε για καθάρισμα, παρέμενε στο σπίτι του. Όταν ο Πέρσης βασιλιάς του έστειλε χρυσό δεν το δέχτηκε γιατί πίστευε πως «μεγαλοφρονέστερος ην του δίδοντος ο μη λαβών». Και όταν ο υπασπιστής του έλαβε χρήματα από έναν αιχμάλωτο, του είπε: «Απόδος μοι την ασπίδα και απέλθε».
Η εντιμότητα και η αφιλοχρηματία του διάσημου Αθηναίου πολιτικού Φωκίωνα (402-317 π.Χ.) ήταν τέτοια που όταν ο Μ. Αλέξανδρος του έστειλε εκατό τάλαντα και του διέθεσε μια ολόκληρη πόλη, για να καρπούται τα έσοδα, ο Φωκίων αρνήθηκε την προσφορά, ενώ επαίνετο. Ερώτησε δε τους απεσταλμένους: «Δια τίνα αιτίαν ταύτα Αλέξανδρος παρέσχει μοι;». Γιατί μόνον εσένα θεωρεί «καλόν καγαθόν», του απήντησαν. Τότε, ας με αφήσει να είμαι όπως είμαι, αφού με νομίζει ενάρετον. Δε είναι ανάγκη να με διαφθείρει δια του χρυσού.
Ως προς το «Ποθεν έσχες» -ΤΟ ΓΝΗΣΙΟ- στη Σπάρτη, μια από τις πρώτες υποχρεώσεις των εφόρων ήταν ο έλεγχος του «πόθεν έσχες» όλων, ακόμη και των βασιλιάδων. Οι παραβάτες εθεωρούντο εχθροί της πατρίδος και εξορίζονταν δια βίου. Όταν διεφθάρησαν τα δωρικά ήθη και δολοφόνησαν τον Άγη και φυλάκισαν τον Κλεομένη, οι οποίοι επιδίωκαν την ηθική κάθαρση, τότε καταργήθηκε και το «πόθεν έσχες» και μαζί του εξέπνευσε και η Σπάρτη.
Ο Σόλων εφάρμοζε το νόμο του Αιγύπτιου Φαραώ Άμαση, σύμφωνα με τον οποίο καταδικάζονταν σε θάνατο, όποιος δεν αποδείκνυε την προέλευση των εισοδημάτων του και δεν δικαιολογούσε τον τρόπο της ζωής του.
Ο Πλάτων πρότεινε οι άρχοντες να κατοικούν σε γυάλινα σπίτια. Και τέλος ο Ρωμαίος πολιτικός Δρούσος ήταν τόσο πολύ κόσμιος και σώφρων, ώστε όταν κάποιος τεχνίτης του πρότεινε, έναντι αμοιβής πέντε ταλάντων, να του διαρρυθμίσει την πρόσοψη του σπιτιού του, που είχε πολλά ανοιχτά παράθυρα, για να μην τον βλέπουν απ’ έξω, ο Δρούσος του απάντησε: «Δέκα λαβών, όλη μου ποίησον καταφανή την οικίαν, ίνα πάντες, ορώσιν οι πολίται πως διατώμαι». Δηλαδή σου δίνω δέκα τάλαντα να μου ανοίξεις απ’ όλες τις πλευρές το σπίτι, για να βλέπουν όλοι οι πολίτες πως ζω.
Οι σελίδες της ελληνικής πολιτικής ιστορίας, φίλοι αναγνώστες, είναι γεμάτες από ονόματα πολιτικών ανδρών, το χαρακτήρα των οποίων κοσμούσαν ηθικές αρχές, όπως της εντιμότητας, της αφιλοχρηματίας, της αφιλοκέρδειας και της διαφάνειας στη δημόσια και ιδιωτική ζωή τους. Όσο και αν τα ήθη έχουν αλλάξει από τότε, οι αξίες αυτές δεν θα χάσουν ποτέ την αίγλη τους και θα αποτελούν το ζητούμενο από πολίτες και πολιτικούς, όσες χιλιετίες κι αν περάσουν ακόμη.