Δυο πόντιοι φίλοι συναντήθηκαν μετά από πολύ καιρό:
- Ρε! Γιωρίκα εσύ είσαι;
- Κωστίκα τι κάνεις ρε φίλε; Όλα καλά;
- Πόσα χρόνια πέρασαν ρε Γιωρίκα. Θυμάσαι τη Μαρία από το δημοτικό; Ε λοιπόν παντρευτήκαμε και είμαστε μια χαρά. Εσύ;
- Εγώ πήρα γυναίκα από χωριό. Πολύ καλή σου λέω. Νοικοκυρά, πάει κάθε Κυριακή στην εκκλησία, με προσέχει πολύ. Άρχοντας είμαι.
- Και από έρωτα πως πάτε; Πόσες φορές το κάνετε τη βδομάδα;
- Μπα τίποτα. Αφού δεν ξέρουμε πώς γίνεται. Φοβόμαστε.
- Καλά ρε μιλάς σοβαρά. Δεν ξέρεις να κάνεις σεξ; Θα σε βοηθήσω όπως τον παλιό καλό καιρό. Λοιπόν άκου τι σκέφτηκα να κάνουμε. Θα πάω τώρα εγώ να το κάνω με τη γυναίκα μου. Εσύ θα έρθεις μαζί μου για να παρακολουθήσεις έξω από το παράθυρο και ελπίζω να μάθεις μερικά πράγματα για το σεξ. Εντάξει;
Με τα πολλά, έφτασαν στο σπίτι του Κωστίκα, κι ο Γιωρίκας πήρε θέση έξω από το παράθυρο της κουζίνας. Εκείνη την ώρα η γυναίκα του Κωστίκα έφτιαχνε ψωμί. Μπαίνει λοιπόν ο Κωστίκας μέσα και όπως ήταν η γυναίκα του σκυμμένη στον πάγκο της κουζίνας ανεβάζει τη φούστα της και αρχίζει να της κάνει τη ‘ζημιά’. Ο Γιωρίκας αφού πήρε μια γεύση για το πώς γίνεται, φεύγει τρέχοντας και γεμάτος ευχαρίστηση για το σπίτι του. Μετά από 2 μήνες ξανασυναντήθηκαν οι δύο φίλοι, κι ο Κωστίκας ρωτούσε να μάθει πώς τα πήγε. Τότε ο Γιωρίκας του απαντά:
- Σε ευχαριστώ πολύ φίλε μου που μου έμαθες να κάνω έρωτα, αλλά έχω μια απορία. Εσείς τόσο ψωμί τι το κάνετε;