Πνιγόμουν στην πόλη,ήθελα να αποδράσω..Με βοήθησε ευτυχώς και ο καλός καιρός σε αυτή μου την σκέψη.Έτσι πήγα στον Παράδεισο μου.Ίσα που πρόλαβα να τακτοποιήσω τα πράγματα μου όταν άκουσα...
-Μιαου
-Καλώς σε βρήκα ψιψίνα μου,έλα να σε ταισω είπα και πήγα προς την αποθήκη.Γέμισα το πιατάκι της με ξηρά τροφή και την άφησα να το απολαύσει,βάζοντας της νερό σε άλλο πιάτο.Μόλις χόρτασε νιαούρισε και έφυγε.
-Και τώρα ποιόν θα έχω εγώ παρέα; της φώναξα με παράπονο.Στην πραγματικότητα όμως ήθελα ησυχία,μου άρεσει η φύση που ξυπνούσε σιγά-σιγά,το άνθισμα των λουλουδιών,το πέταγμα των πουλιών,και το άδειασμα του μυαλού απο τις σκέψεις.Άν κάποιες από αυτές προσπαθούσαν να ενοχλήσουν τον Νού αυτός έστελνε τους στρατιώτες του και τους έδιωχνε γρήγορα μην ενοχληθεί ο αφέντης.Αυτή ήτανε η εντολή.Μα αυτές οι πονηρές πλησίαζαν την καρδιά μήπως μπορέσουν να τρυπώσουν εκεί! Ένα ψηλό τείχος όμως την προστάτευε από τους εισβολείς.Έτσι οι σκέψεις κρέμονταν μετέωρες στα γυμνά κλαδιά των δέντρων του δάσους.Οι στρατιώτες του Νού ήταν πάντα σε ετοιμότητα για να προφυλάξουν τον αφέντη τους.Πέρασαν 5 μέρες σκληρής παραγωγικής δουλειάς.Σύρθηκα στο γρασίδι,έκοψα τα ξερά κλαδιά,περιποιήθηκα τα παρτέρια βγάζοντας πέτρες και φύλλα.Την ημέρα ξυπνούσα με το όμορφο κελαήδισμα του αηδονιού και το νιαούρισμα της γατούλας μου,που με περίμενε έξω από την πόρτα της κουζίνας ετοιμόγεννη!Και το βράδυ όταν ο ανοιξιάτικος ήλιος με χαιρετούσε για να αποσυρθεί στο παλάτι του εγώ άναβα την μικρή μου ξυλόσομπα και μετά από ένα ζεστό μπάνιο,και ένα ελαφρύ γεύμα,βυθίστηκα στο πάπλωμα μου ,ανοίγοντας τα δωμάτια του Νού και διαβάζοντας αφηνόμουν στην αγκαλιά του Μορφέα.Το πρώτο φως της ημέρας χαίδεύε τα κλειστά βλέφαρα μου,τρυπώνοντας διακριτικά από το μισόκλειστο παντζούρι..Έτσι ξημέρωνε και βράδιαζε για 5 μέρες,μόνη εγώ και το μεγαλείο του Θεού Πατέρα που μου χάρισε έναν τέτοιο παράδεισο για να ζώ ελεύθερη,χωρίς φόβο,περιττές άσκοπες κουβέντες,χωρίς νόημα...Πέρασαν οι 5 όμορφες μέρες.Γέμισε το μυαλό ησυχία,η καρδιά φώς,γαλήνη ,μέχρι που ο καιρός χάλασε και γύρισα στην πολύβοη γκρίζα πόλη μου.Τώρα περιμένω να βελτιωθεί ο καιρός και να ξαναδραπετεύσω....
Όλγα Κουτμηρίδου-Μεταξά