Τα σώματα των πολιορκημένων οπλαρχηγών αποδύθηκαν σε αγωνιώδη προσπάθεια να διαφύγουν. Ο Ζαφειράκης και ο Γιαννάκις Καρατάσιος αποχωρίσθηκαν από τους υπόλοιπους, με εξήντα οπαδούς και αφού αγωνίστηκαν γενναία απέναντι στους στρατιώτες που τους περικύκλωσαν, μπόρεσαν να σωθούν με δώδεκα μόνο άνδρες. Αφού περιπλανήθηκαν πολύ στα βουνά, κατέβηκαν στην πεδιάδα δια μέσου Δοβράς και Διαβορνίτσας και μπήκαν στο μεταξύ Σταυρού και Επισκοπής (Βεροίας) δάσος, που ονομαζόταν Σουφουλιό. Εκεί έμειναν για λίγο για να αναπαυθούν και να αναζητήσουν τροφή. Κάποιος οπλίτης γνωστός στους χωρικούς της Επισκοπής υποσχέθηκε να τους προμηθεύσει τρόφιμα. Όταν συνάντησε κάποιον γνώριμό του, του μίλησε εμπιστευτικά για τους Ζαφειράκη και Καρατάσιο. Ο χωρικός εκείνος κράτησε τον οπλίτη κοντά του και υποσχέθηκε να φέρει αυτός μόνος του τροφή στους επαναστάτες, όπως και έκανε. Αλλά είτε αυτός, είτε κάποιος άλλος έδωσε την πληροφορία σε κάποιο από τα τουρκικά αποσπάσματα, που κυνηγούσαν φυγάδες. Ένα απόσπασμα από Αλβανούς άτακτους με αρχηγό τον Σουλεϊμάν Κόντο αμέσως τους περικύκλωσε. Οι Ναουσαίοι αντιστάθηκαν σθεναρά, σκότωσαν πολλούς στρατιώτες, αλλά έπεσαν και οι ίδιοι από τις εχθρικές σφαίρες. Οι στρατιώτες αφού έκοψαν τα κεφάλια τους, τα μετέφεραν ως τρόπαιο στον στρατάρχη Εμπού Λουμπούτ.
Η διάβαση του ποταμού Αλιάκμονα γινόταν με ένα μικρό πορθμείο (σάλι), γι’ αυτό και η θέση του περάσματος λεγόταν «Καράβι» [Kουλούρας ; ή Κοκοβίτικο ;]. Εκεί δόθηκε μάχη κατά την οποία τραυματίσθηκε ο καπετάνιος Γιώργης Συρόπουλος. «Ο Συρόπουλος πληγωθείς (κατά) τον πόδα εις τινα μάχην πλησίον της Βερροίας και κακώς έχων, δεν ηδυνήθη ουδέ την ιδίαν αυτού οικογένειαν να σώσει […] Μετά του πολέμου την διάλυσιν, από το βαρύ του ποδός του κακοχούμενος, απεσύρθη εις τα ίδια, πάσχων δεινώς εκ τε της πληγής και της πενίας και υπό το βάρος πολυαρίθμου οικογενείας καταπιεζόμενος […]».
Στην (από 23.6.1865) έκθεση του Ψαροδήμου για εκείνα τα γεγονότα, του 1822, μπορούμε να διαβάσουμε: «[…] Eιδοποιήθημεν δια την στενήν πολιορκίαν της Νιαούστης, […] και, χωρίς να χάσομεν καιρόν, […] ευθάσαμεν εγκαίρος, όπου και αμέσως άρχισαν αι αδιάκοπαι μάχαι, εις Κολινδρό, εις Κύτρος, εις Καστανιά, εις Φούντα, εις μακριά Ράχη εις Στόχοβα και εις το Καράβη (όπου εκεί επληγόθη ο οπλαρχηγός Γεώργιος Συρόπουλος), εις δε την τελευταίαν, εις Μυλιά ενικήθημεν παρά πολυαρίθμου τουρκικού στρατού. την αυτήν δε ημέραν, Απριλίου 4 του 1822 εχαλάσθησαν και οι οπλαρχιγή Γέρο Καρατάσιο, και Αγγελής Γάτζου (ο δε Λογοθέτης Ζαφειράκης και ο υιός του Γέρο Καρατάσου εφονεύθησαν). Μετά ταύτα, οι σοθέντες ούτη οπλαρχηγοί, διευθύνθησαν, δια ξηράς, εις Ασπροπόταμον […]».
Όσοι από τους Μακεδόνες οπλαρχηγούς με τις οικογένειές τους κατόρθωσαν να φθάσουν στα Πιέρια και τον Όλυμπο, συνέχισαν την πορεία τους κρυπτόμενοι μέσω ορεινών διαδρομών προκειμένου να ολοκληρώσουν την κάθοδό τους στη νότια Ελλάδα και τον Ασπροπόταμο (Αχελώο), όπου συνέχισαν τη δράση τους για την απελευθέρωση της Ελλάδας. Την ίδια πορεία ακολούθησε και ο Ζήσης Γηδιώτης.
Στην New York Herald της 8.6.1854 και στην New York Morning Express 0073 δημοσιεύθηκε «έκκληση» του Αμερικανού υποπρόξενου στη Σύρο, Χρήστου Ευαγγελίδου, προς τον λαό των Ηνωμένων Πολιτειών, στην οποία ο συγγραφέας κάνει συχνές αναδρομές στα γεγονότα της επαναστάσεως του 1821-1822: «[…] Επισκεφθήτε την Νάουσαν, την Βέροιαν και την Κασσάνδραν εις την Μακεδονίαν και θα ίδητε τους λίθους και τα ερείπια κηλιδωμένα και, εάν ερωτήσητε τον λαόν πως εκηλιδώθησαν, θα λάβητε την απάντησιν, ότι ταύτα εκηλιδώθησαν με το αίμα μυριάδων παίδων, γυναικών και γερόντων, που κατεκρεουργήθησαν υπό του Αμπουλουμπούτ – Πασά της πόλεως Θεσσαλονίκης […]».-
Γιάννης Δ. Μοσχόπουλος, Το Ρουμλούκι [Kαμπανία] κατά την πρώιμη και μέση οθωμανοκρατία [14ος αιώνας -1830], Θεσσαλονίκη, εκδόσεις Εντευκτηρίου 2012, σελ. 227-229.
21.05.2021/ mosio@otenet.gr / 6977336818