Την Κυριακή 23 Μαϊου (Κυριακή του Παραλύτου) στο Πανελλήνιο Ιερό Προσκύνημα της Παναγίας Σουμελά τιμήθηκε η μνήμη των θυμάτων της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου με τη συμμετοχή των Πολιτικών και Στρατιωτικών Αρχών της Ημαθίας και εκπροσώπων πολλών Ποντιακών Σωματείων.
Ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Βεροίας, Ναούσης και Καμπανίας κ. Παντελεήμων λειτούργησε και κήρυξε το θείο Λόγο. Στη συνέχεια τέλεσε μνημόσυνο για τα θύματα της Γενοκτονίας και εκφώνησε επίκαιρη ομιλία. Οι εκδηλώσεις ολοκληρώθηκαν με τρισάγιο και καταθέσεις στεφάνων στο μνημείο του Υψηλάντη που βρίσκεται πλησίον του Iερού Ναού.
Στο κήρυγμά του ο Σεβασμιώτατος τόνισε: «Ἴδε ὑγιής γέγονας, μηκέτι ἁμάρτανε, ἵνα μή χεῖρόν σοί τι γένηται».Τέσσερις εἰκόνες μᾶς παρουσίασε τό σημερινό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα. Ἡ πρώτη εἰκόνα εἶναι ἑνός δυστυχισμένου ἀνθρώπου, ἑνός παραλύτου, ὁ ὁποῖος ἀνάμεσα σέ ἄλλους ἀσθενεῖς ἀνθρώπους, τυφλούς, κωφούς καί ἀναπήρους, περιμένει ἐπί τριάντα ὀκτώ χρόνια τή θεραπεία του, περιμένει μήπως προφθάσει νά μπεῖ μέσα στήν Προβατική κολυμβήθρα, ὅταν θά κατέλθει ὁ ἄγγελος γιά νά ταράξει τό νερό, ὥστε νά θεραπευθεῖ.
Ἡ δεύτερη εἰκόνα εἶναι ἡ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ πού μέ στοργή τόν πλησιάζει καί τόν θεραπεύει. Ἡ τρίτη, εἶναι ἡ θλιβερή εἰκόνα τῶν Ἰουδαίων, οἱ ὁποῖοι βλέπουν ἕναν συνάνθρωπό τους, ὁ ὁποῖος μετά ἀπό τριάντα ὀκτώ χρόνια στέκεται καί πάλι στά πόδια του καί σηκώνει τό κρεβάτι του γιά νά ἀπομακρυνθεῖ ἀπό ἐκεῖ πού περίμενε τόσα χρόνια, καί τό μόνο πού ἔχουν νά τοῦ ποῦν εἶναι ὅτι ἦταν Σάββατο καί δέν ἐπιτρεπόταν νά σηκώσει τό κρεβάτι του, νά ἐργασθεῖ δηλαδή.
Ἡ τέταρτη τέλος εἰκόνα εἶναι αὐτή τοῦ Ἰησοῦ, πού συναντᾶ καί πάλι τόν πρώην παράλυτο, γιά νά τοῦ ὑπομνήσει μέ ἀγάπη ὅτι εἶναι ἤδη ὑγιής καί θά πρέπει νά ἀποφεύγει τήν ἁμαρτία γιά νά μήν πάθει κάτι χειρότερο.
«Ἴδε ὑγιής γέγονας, μηκέτι ἁμάρτανε, ἵνα μή χεῖρόν σοί τι γένηται».
Ἄς σταθοῦμε γιά λίγο σέ αὐτήν τήν τελευταία εἰκόνα.
Ὁ Χριστός δέν ἐννοεῖ μέ τήν προτροπή του πρός τόν παράλυτο ὅτι ἡ ἀναπηρία ἀπό τήν ὁποία ὑπέφερε ὀφειλόταν σέ κάποια ἁμαρτία, ὅπως πίστευαν πολλές φορές οἱ Ἰουδαῖοι. Εἶναι, ἄλλωστε, πιθανόν, νά εἶχε γεννηθεῖ ὁ ἄνθρωπος παράλυτος, γι᾽ αὐτό καί βρισκόταν στή θέση αὐτή ἐπί τριάντα ὀκτώ χρόνια καί περίμενε.
Αὐτό πού ἐννοεῖ ὁ Χριστός εἶναι ἡ ἀνάγκη νά προσέχει στό ἑξῆς νά μήν πέσει στήν ἁμαρτία, διότι αὐτό πού μπορεῖ νά πάθει ὁ ἄνθρωπος ἐξαιτίας τῆς ἁμαρτίας εἶναι πολύ σοβαρότερο ἀπό αὐτό τό ὁποῖο μπορεῖ νά τοῦ δημιουργήσει μία σωματική ἀσθένεια, γιατί ἡ ἁμαρτία δημιουργεῖ ψυχικές ἀσθένειες καί βλάβες, οἱ ὁποῖες εἶναι πολλές φορές ἀθεράπευτες καί ἀμετάκλητες καί μποροῦν νά ὁδηγήσουν τόν ἄνθρωπο ἀκόμη καί στόν πνευματικό θάνατο.
Εἶναι ἀλήθεια ὅτι οἱ ἄνθρωποι ἐνδιαφερόμεθα συνήθως γιά τίς σωματικές μας ἀσθένειες. Ἐπισκεπτόμεθα ἰατρούς, κάνουμε ἐξετάσεις, παίρνουμε φάρμακα καί φροντίζουμε νά θεραπευθοῦμε ἀπό ὅ,τι μᾶς ταλαιπωρεῖ καί μᾶς κάνει νά ὑποφέρουμε σωματικά. Κάνουμε ὅμως τό ἴδιο καί γιά τίς ἀσθένειες τῆς ψυχῆς μας; Ἐνδιαφερόμεθα γιά τήν ὑγεία της; Φροντίζουμε νά ἐξετάζουμε τήν ψυχή μας καί νά ἐλέγχουμε ἄν ἀσθενεῖ ἤ ἄν ἔχει τραύματα καί πληγές πού δημιουργοῦν ἡ ἁμαρτία, τά πάθη καί οἱ ἀδυναμίες μας, οἱ ἁμαρτωλοί λογισμοί καί οἱ πονηρές ἐπιθυμίες; Ἐπισκεπτόμεθα τούς πνευματικούς ἰατρούς, οἱ ὁποῖοι μποροῦν νά διαπιστώσουν τίς ἀσθένειες καί τά τραύματα τῆς ψυχῆς μας, νά διαγνώσουν τίς αἰτίες πού τά προκάλεσαν καί νά τά ἐπιδέσουν, ἐπιχέοντας, ὅπως ὁ καλός Σαμαρείτης τῆς παραβολῆς, «ἔλαιον καί οἶνον», τή χάρη δηλαδή καί τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ, καί ἀκόμη νά μᾶς δώσουν τά κατάλληλα φάρμακα, τά ὁποῖα θά μᾶς θεραπεύσουν, καί πάνω ἀπό ὅλα τό φάρμακο τῆς ἀθανασίας, τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ, τό ὁποῖο παρέχει ἡ Ἐκκλησία μας μέ τό θεοσύστατο μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας;
Ἐάν δέν ἔχουμε ἐνδιαφερθεῖ μέχρι τώρα γιά τήν ὑγεία τῆς ψυχῆς μας, ἐάν δέν ἔχουμε φροντίσει νά τήν ἐξετάσουμε, νά τήν ἐλέγξουμε καί νά τήν θεραπεύσουμε, ἐφόσον χρειάζεται, τότε εἶναι ἀνάγκη νά τό κάνουμε. Εἶναι ἀνάγκη νά σπεύσουμε στόν κατάλληλο ἰατρό πού μπορεῖ νά μᾶς βοηθήσει, ἀλλά καί νά φροντίσουμε καί ἐμεῖς οἱ ἴδιοι νά τήν προστατεύουμε ἀπό τήν ἁμαρτία καί τίς πτώσεις σέ αὐτήν, νά τήν προστατεύουμε ἀπό κάθε τι πού τήν λερώνει καί τήν μολύνει, ἀπό κάθε τι πού τῆς δημιουργεῖ πληγές καί ἀποστήματα, ὥστε νά μήν νοσήσει βαρειά, ἤ, ἐάν νόσησε ἤδη, νά θεραπευθεῖ.
Καί ἀκόμη ἄς φροντίζουμε νά τήν τροφοδοτοῦμε μέ τή μελέτη τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, μέ τήν προσευχή, μέ τόν ἀγώνα μας ἐναντίον τῶν πειρασμῶν, μέ τήν προστασία πού τῆς παρέχει ἡ ταπεινοφροσύνη καί ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ, ὥστε νά μήν τήν τρυποῦν «τά πεπυρωμένα βέλη τοῦ πονηροῦ» καί νά μήν τήν τραυματίζουν καί τήν μολύνουν. Ἄς προσπαθοῦμε ἀκόμη νά τήν καθαρίζουμε διά τοῦ μυστηρίου τῆς ἱερᾶς Ἐξομολογήσεως καί τῆς θείας Εὐχαριστίας, ὥστε νά παραμένει ὑγιής καί νά μήν κινδυνεύει νά παραλύσει καί πολύ περισσότερο νά μήν νεκρωθεῖ καί πεθάνει πνευματικά.
Ἄς ἀκούσουμε, γι᾽ αὐτό καί ἐμεῖς σήμερα τήν προτροπή τοῦ Κυρίου μας πρός τόν παράλυτο τῆς Προβατικῆς κολυμβήθρας: «Ἴδε ὑγιής γέγονας, μηκέτι ἁμάρτανε, ἵνα μή χεῖρόν σοί τι γένηται», καί ἄς τήν ἀκολουθήσουμε.
Βλέπετε τήν περίοδο αὐτή πόσο ἀκολουθοῦμε τίς ὁδηγίες τῶν ἰατρῶν καί προσέχουμε νά μήν ἀσθενήσουμε καί παρακολουθοῦμε καθημερινά πόσοι πεθαίνουν, σάν νά ἔχουμε πόλεμο. Καλά κάνουμε καί προσέχουμε, καί πρέπει νά τό κάνουμε καί μέσα ἀκόμη στόν ἱερό ναό νά προφυλασσόμεθα. Ἀλλά «ἑνός ἐστί χρεία», καί αὐτό τό ἕνα εἶναι ἡ ψυχή μας. Ἄν ἀφήσουμε τήν ψυχή μας καί φροντίσουμε μόνο τό σῶμα, θά ἀκούσουμε αὐτό πού εἶπε ὁ Κύριος. Θά πρέπει νά φροντίζουμε τήν ψυχή μας, γιά νά μήν πεθάνουμε αἰώνια. Νά ζήσουμε σέ αὐτή τή ζωή, ὅλα αὐτά τά χρόνια πού μᾶς δίδει ὁ Θεός, καί νά τά ζήσουμε φροντίζοντας τήν ὑγεία μας, ἀλλά πάνω ἀπό ὅλα εἶναι ἡ ψυχική ὑγεία. Γι᾽ αὐτό ἄς ἀκολουθήσουμε τήν προτροπή τοῦ Κυρίου μας.
ΟΜΙΛΙΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΒΕΡΟΙΑΣ κ. ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΟΣ ΓΙΑ ΤΗ ΓΕΝΟΚΤΟΝΙΑ ΤΟΥ ΠΟΝΤΙΑΚΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
Ἑκατόν δύο χρόνια συμπληρώθηκαν φέτος ἀπό τήν ἡμέρα ἐκείνη, ἡ ὁποία συνδέθηκε μέ ἕνα ἀπό τά φοβερότερα ἐγκλήματα τοῦ 20ου αἰῶνος, τή Γενοκτονία τοῦ Ποντιακοῦ Ἑλληνισμοῦ, ἀπό τή 19η Μαΐου τοῦ 1919, κατά τήν ὁποία ὁ Μουσταφᾶ Κεμάλ Ἀτατούρκ ἀποβιβάσθηκε στό λιμάνι τῆς Σαμψούντας.
Δέν ἄρχισε οὔτε τελείωσε τότε τό ἀποτρόπαιο αὐτό ἔγκλημα. Εἶχε ἀρχίσει ἤδη τά προηγούμενα χρόνια μία εὐρύτερη προσπάθεια ἐξοντώσεως τῶν λαῶν πού ζοῦσαν στά ἐδάφη τῆς Ὀθωμανικῆς αὐτοκρατορίας, μέ πρώτους τούς Ἀρμενίους πού κατεσφάγησαν τό 1915.
Οἱ Νεότουρκοι ἔβαλαν τώρα στό στόχαστρο τούς Ποντίους. Προσπάθησαν νά τούς ἐξοντώσουν μέ ἐκτοπισμούς, ἐκεῖνοι ὅμως ἀντιστάθηκαν καί ὀργάνωσαν ἀντάρτικο. Ἀπό τό φθινόπωρο τοῦ 1916 ἄρχισαν συστηματικές σφαγές, διωγμούς, ἐκτοπισμούς πού διήρκεσαν μέχρι τό καλοκαίρι τοῦ 1917. Ὀργάνωσαν πορεῖες θανάτου γιά χιλιάδες χριστιανούς, ἀνάμεσά τους ἡλικιωμένους καί γυναικόπαιδα, πού στάλθηκαν στήν ἐξορία, ἀφοῦ ἀναγκάσθηκαν νά βαδίζουν ἐπί πολλές ἡμέρες στήν ἐνδοχώρα τῆς Ἀνατολίας μέσα στό κρύο καί τήν πείνα, μέ σκοπό νά ἐξοντωθοῦν ἀπό τίς ἀφόρητες ταλαιπωρίες.
Τούς ἄνδρες καί τούς νέους εἴτε τούς ἐκτελοῦσαν ὁμαδικά στά χωριά τους, εἴτε τούς στρατολογοῦσαν στά τάγματα καταναγκαστικῆς ἐργασίας, τά περιβόητα «Ἀμελέ Ταμπουρού», ὅπου ἐξαντλοῦντο καί πέθαιναν.
Ἡ κατάσταση στήν περιοχή ἦταν ἔκρυθμη ἐξαιτίας τῆς δράσεως ποικίλων ἡμιστρατιωτικῶν ὁμάδων. Ἀπό τόν Ἀπρίλιο τοῦ 1916 μέχρι τόν Φεβρουάριο τοῦ 1918 ἡ περιοχή τῆς Τραπεζοῦντος καί ὁ ἀνατολικός Πόντος βρισκόταν ὑπό τήν κατοχή τοῦ ρωσικοῦ στρατοῦ.
Ὁ Κεμάλ Ἀτατούρκ ἔφθασε ἐκεῖ μέ σκοπό νά περιορίσει τή δράση διαφόρων ἐνόπλων συμμοριῶν. Σύντομα ὅμως συναντήθηκε μέ τόν ἀρχηγό τῶν συμμοριῶν, πού λυμαίνονταν τούς χριστιανικούς πληθυσμούς στήν περιοχή τῆς Τραπεζοῦντος, τόν Τοπάλ Ὀσμάν, καί συγχρόνως ἐνίσχυσε καί τούς Τούρκους στρατιῶτες, πού εἶχαν παραμείνει στήν Ἀνατολία, ἐναντίον τῶν χριστιανῶν κατοίκων τῆς περιοχῆς. Ἔφθασαν μάλιστα μέχρι τοῦ σημείου νά κάψουν ζωντανούς τούς κατοίκους δύο χωριῶν τῆς Κερασοῦντος μέσα στόν ναό τοῦ ἁγίου Γεωργίου.
Πολλοί ἦταν ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι στήν προσπάθειά τους νά γλιτώσουν ἀπό τούς διωγμούς καί τίς σφαγές τῶν Τούρκων περνοῦσαν τά σύνορα καί κατέφευγαν στά παράλια τῆς Γεωργίας ἤ στόν Καύκασο ὡς πρόσφυγες.
«Ἴσως μόνον ὁ Πόντος, ἀνάμεσα σ᾽ ὅλα τά μέρη τοῦ μικρασιατικοῦ ἑλληνισμοῦ, νά προσέφερε τίς περισσότερες θυσίες. Τά βουνά, τά δύσβατα καί χιονοσκέπαστα βουνά τοῦ ἐσωτερικοῦ τῆς Ἀνατολῆς, πρός τήν Σεβάστεια, τήν Τοκάτη καί τό Τσορούμ, ὑπῆρξαν ὁ Γολγοθᾶς τοῦ ἐκτοπισμένου ἑλληνισμοῦ», ἔγραφε στίς 17 Ἰανουαρίου τοῦ 1919 ὁ μητροπολίτης Νικοπόλεως καί Κολωνείας Γερβάσιος Σουμελίδης.
Τά δεινά τοῦ Ποντιακοῦ Ἑλληνισμοῦ δέν σταμάτησαν τό 1919. Τότε ἄρχισαν τά χειρότερα. Ἡ ἀλλαγή τῆς πολιτικῆς καταστάσεως στήν Τουρκία καί ἡ ὁλοκληρωτική ἐπικράτηση τοῦ Μουσταφᾶ Κεμάλ τόν ἑπόμενο χρόνο ἀνέκοψε τίς ἐλπίδες τῶν Ποντίων πού ἐπεδίωκαν τήν ἀνεξαρτησία τους. Ἡ ἀναγνώριση ἀπό τίς μεγάλες Δυνάμεις πού ἀκολούθησε ἐξανέμισε σχεδόν ὁλοκληρωτικά τίς προσδοκίες τους Ἑλλήνων γιά εὐνοϊκή λύση τοῦ προβλήματός τους.
Ἄρχισαν παρ᾽ ὅλα αὐτά διαπραγματεύσεις μέ τούς Τούρκους γιά ἕναν Πόντο αὐτόνομο πού θά ἐξασφάλιζε τήν ἰσοπολιτεία σέ Ἕλληνες καί Τούρκους. Γιά τόν σκοπό αὐτό συναντήθηκε ὁ μητροπολίτης Τραπεζοῦντος Χρύσανθος στήν Κωνσταντινούπολη μέ ἀντιπροσώπους τοῦ Κεμάλ, ὅμως καμία συμφωνία δέν ἐπετεύχθη, καθώς οἱ Τοῦρκοι εἶχαν ἄλλα σχέδια καί εἶχαν ἤδη κατά νοῦ τή δημιουργία ἑνός τουρκικοῦ κράτους, στό ὁποῖο δέν θά ὑπῆρχαν οὔτε διαφορετικές ἐθνότητες οὔτε διαφορετικές θρησκεῖες.
Στή διετία πού ἀκολούθησε, 1920-1922, ὁ Ποντιακός Ἑλληνισμός πέρασε τήν ὀδυνηρότερη φάση τῆς ἱστορίας του, τή φρικτότερη φάση τῆς Γενοκτονίας πού ὁλοκληρώθηκε μέ τόν ξεριζωμό πού ἐπέβαλε ἡ Συνθήκη τῆς Λωζάνης.
Οἱ Τοῦρκοι, ἔχοντας κλείσει τά ἀνοικτά μέτωπα στή Μικρά Ἀσία, συνέχισαν τήν ἐξόντωση τῶν Ἑλλήνων. Ἐκεῖνοι προσπαθοῦσαν νά ἀντισταθοῦν ὅσο μποροῦσαν, ἀλλά δέν ἦταν εὔκολο, καθώς δέν εἶχαν ἀπό κανένα βοήθεια.
Ὁ Κεμάλ Ἀτατούρκ χρησιμοποίησε ὅλα τά μέσα γιά νά κάμψει τήν ἀντίσταση τοῦ Ποντιακοῦ Ἑλληνισμοῦ. Γνώριζε πώς θά λυγίσει, ἄν μείνει ἀκέφαλος. Καί αὐτό στόχευε. Ἄρχισαν, λοιπόν, νά δικάζουν καί νά ἐκτελοῦν μέ τό αἰτιολογικό τῆς ἐθνικῆς δράσεως κατά τῆς Τουρκίας κληρικούς καί ἐπιστήμονες, ἐμπόρους καί διανουμένους. Κατάλογοι μέ τά ὀνόματά τους ἀναρτῶντο στή Νομαρχία τῆς Τραπεζοῦντος καί καθημερινά οἱ Ἕλληνες ὁδηγοῦντο στό μαρτύριο.
Μεταξύ τῶν πρώτων καί ὁ Νίκος Καπετανίδης. Στίς ἀρχές τοῦ 1921 κλήθηκε νά παρουσιασθεῖ μαζί μέ τόν ἐπίτροπο τοῦ μητροπολίτου Χρυσάνθου, Ματθαῖο Κωφίδη, καί τόν Ἀλέξανδρο Ἀκριτίδη, μέλος τῆς ἐπιτροπῆς προσφύγων Τραπεζοῦντος, στό λεγόμενο δικαστήριο τῆς ἀνεξαρτησίας. Λίγο νωρίτερα εἶχε γράψει στόν φίλο του Φίλωνα Κτενίδη, πού ἀγωνιζόταν μέ τόν ἑλληνικό στρατό στό μικρασιατικό μέτωπο. «Τρέχεις λιγότερους κινδύνους ἀπό μένα. Νά ξέρεις πώς δέν στέκεται γερά τό κεφάλι μου στούς ὤμους μου. Μά αὐτό δέν σημαίνει τίποτε. Κυττάχτε νά κάμετε καλά τή δουλειά σας καί δέν πειράζει ἄν λείψουν καί μερικά κεφάλια ... σάν τό δικό μου. Χαλάλι γιά τήν ἐλεύθερη Πατρίδα». Μετά ἀπό πολύμηνη φυλάκιση στήν Ἀμάσεια κυκλοφόρησε ἡ δυσάρεστη εἴδηση: «Κρέμασαν τόν Κωφίδην, τόν Ἀκριτίδην καί τόν Καπετανίδην».
«Ὑπό τήν ἔνοχον ἀδιαφορίαν τῆς χριστιανικῆς Δύσεως ἐν ἔτει 1453 ἔπεσεν ἡ Κωνσταντινούπολις καί ἐν ἔτει 1461 ἡ Τραπεζοῦς καί κατεστράφη ὁλόκληρος ἀκμαῖος πολιτισμός. Τῇ ἐνόχῳ συνεργίᾳ δύο μεγάλων χριστιανικῶν Δυνάμεων, τῆς Αὐστρίας καί τῆς Γερμανίας, κατά τά ἔτη 1914-1918 ἐσφάγη ὑπό τῶν Νεοτούρκων ὁλόκληρον ἔθνος τό Ἀρμενικόν καί ἑκατοντάδες χιλιάδων Ἑλλήνων βιαίως ἀπεσπάσθησαν ἀπό τῶν ἑστιῶν αὐτῶν καί ἀπέθανον ἐν τῇ ἐξορίᾳ.
Τῇ ἐνόχῳ συνεργίᾳ τῶν συμμάχων χριστιανικῶν Δυνάμεων τῆς Δύσεως κατά τά ἔτη 1919-1922 τό ἐθνικόν κίνημα τῶν Τούρκων τοῦ Μουσταφᾶ Κεμάλ πασᾶ συνεπλήρωσε τό ἔργον τῶν Νεοτούρκων καί ἀπηγχόνισε κατά χιλιάδας Ἕλληνες κληρικούς καί προκρίτους τοῦ Πόντου ... Καί ἐσβέσθη ἡ Ἐκκλησία τῆς Τραπεζοῦντος καί ἡ κληρονομία ἡμῶν μετεστράφη ἀλλοτρίοις ... Ὁδοί Τραπεζοῦντος πενθοῦσι παρά τό μή εἶναι ἐρχομένους ἐν ἑορτῇ· πᾶσαι αἱ πύλαι αὐτῆς ἠφανισμέναι ... καί αὐτή πικραινομένη ἐν ἑαυτῇ».
Αὐτός πού τά ἔγραφε εἶχε ἀπόλυτη γνώση τῆς καταστάσεως. Ἦταν ὁ μητροπολίτης Τραπεζοῦντος Χρύσανθος. Καί τά λόγια του ἀνταποκρίνονται ἀπολύτως στήν ἀλήθεια.
Στό διάστημα μεταξύ τῶν ἐτῶν 1914 καί 1922 ἐξοντώθηκαν 200.000 περίπου Ἕλληνες τοῦ Πόντου. Ἑλληνικές πόλεις μέ συνεχῆ ζωή καί πολιτισμό γιά περισσότερο ἀπό 2700 χρόνια καταστράφηκαν. Σχολεῖα, ἐκκλησίες, ἱδρύματα ἐρημώθηκαν. Σύμφωνα μέ τούς ὑπολογισμούς τῶν ἱστορικῶν 815 ἑλληνικές κοινότητες, 1.134 ἐκκλησίες καί 960 σχολεῖα καταστράφηκαν. 353.000 Ἕλληνες, κάτοικοι τοῦ Πόντου, σφαγιάσθηκαν, ἐξοντώθηκαν ἤ πέθαναν στίς πορεῖες ἀπό τίς κακουχίες καί τήν πεῖνα συνολικά. Ἀνυπολόγιστο εἶναι καί τό κόστος τῶν περιουσιῶν καί τῶν χρημάτων πού ἄφησαν οἱ Ἕλληνες φεύγοντας ἀπό τίς ἑστίες τους. Ἡ κτηματική τους περιουσία ὑπολογίζεται σέ περισσότερα ἀπό 25 ἑκατομμύρια χρυσές τουρκικές λίρες, ἐνῶ τά κοσμήματα, τά χρήματα καί τά χρεόγραφα ὑπολογίζονται σέ περίπου 90 ἑκατομμύρια, χωρίς νά προσμετρήσει κανείς τά εἰσοδήματα ἀπό τήν ἀκίνητη περιουσία, πού ἦταν ἀκόμη μεγαλύτερα.
Ὁ Ποντιακός Ἑλληνισμός, πού εἶχε ἀντέξει ἀναρίθμητες δυσκολίες γιά αἰῶνες καί εἶχε κατορθώσει νά φθάσει στίς τελευταῖες δεκαετίες καί πάλι σέ ἐντυπωσιακή ἀνάπτυξη καί ἀκμή, ἀξιοποιώντας τά μεταλλεῖα καί τίς δυνατότητες πού προσέφερε τό ἐμπόριο καί οἱ ἀνταλλαγές μέ τίς περιοχές τῆς Κριμαίας, ὁ Ποντιακός Ἑλληνισμός πού χάρη στήν οἰκονομική του ἄνθηση εἶχε κατορθώσει νά εὐημερεῖ καί νά παρουσιάζει καί δημοσιονομική ἄνοδο, ἀναγκάσθηκε νά ἐγκαταλείψει κάτω ἀπό τίς πιό τραγικές συνθῆκες γιά πάντα τόν τόπο του. Νά ἐγκαταλείψει τή γῆ τῶν πατέρων του καί νά πάρει τόν δρόμο τῆς προσφυγιᾶς, ἔχοντας μαζί του ἐλάχιστα ροῦχα μαζί μέ τίς εἰκόνες τῶν Ἁγίων.
Ἄν κάτι τούς κρατοῦσε ὄρθιους καί τούς ἔδινε τή δύναμη νά συνεχίσουν τόν δρόμο τους μέχρι τήν Ἑλλάδα ἦταν οἱ μνῆμες ἀπό τούς προγόνους τους, πού ἤθελαν νά τίς διατηρήσουν ἀναλλοίωτες, ἀγωνιζόμενοι νά στήσουν μία καινούργια ζωή στή νέα πατρίδα.
«Ἀπό τίς 30.000 ἐκτοπισθέντες Ἕλληνες, ἐκ τῶν παραλίων τοῦ Πόντου τό 1921 στό Χαρπούτ, ἔφθασαν μόλις 5.000», γράφει ὁ Ἀμερικανός ταγματάρχης Ὄουελ, ἐπικεφαλής τῆς Ἀμερικανικῆς Ἐπιτροπῆς πού περιόδευσε στήν περιοχή. «Οἱ ἄλλοι ἐκτελέσθηκαν ἤ πέθαναν στόν μακρύ δρόμο τῆς ἐξορίας», συνεχίζει. «Μετρήσαμε καθ᾽ ὁδόν 3.000 πτώματα κατά μῆκος τῶν ὁδῶν, βορά τῶν σκύλων, τῶν λύκων καί τῶν γυπαετῶν, διότι ἀπαγορεύουν οἱ Τοῦρκοι στούς συγγενεῖς τους νά τούς θάψουν! Τοῦρκοι ἀξιωματικοί καί στρατιῶτες προβαίνουν σέ ἀπίστευτες ἀγριότητες».
Ἡ διάσημη Ἀμερικανίδα δημοσιογράφος Ἔθελ Τόμσον μετέδωσε: «Καθ᾽ ὁδόν συναντούσαμε ὁμίλους γερόντων, παιδίων, σέ μία ἀτελείωτη πορεία μαρτυρίου, ὅπου ἔπεφταν νεκροί ἀπό τήν ἐξάντλησιν καί ἀπό τά χτυπήματα τῶν συνοδῶν Τούρκων. Οἱ περισσότεροι ἐκλιπαροῦν τόν θάνατον. Στήν πόλη Μεζερέχ, ξαφνικά ἀκούσαμε φωνές περίπου τριακοσίων παιδίων μαζεμένα σέ κύκλο. Εἴκοσι τσανταρμάδες-χωροφύλακες πού κατέβηκαν ἀπό τά ἄλογά τους, χτυποῦσαν σκληρά καί ἀνελέητα τά παιδιά μέ τά μαστίγια καί τά τρυποῦσαν μέ τά ξίφη τους γιά νά μήν κλαῖνε. Τό θέαμα ἦτο πρωτοφανές, φρικῶδες! … Ἡ Ἀμερικανική Ὑπηρεσία», καταλήγει ἡ δημοσιογράφος, «ὑπολογίζει τούς Ἕλληνες πού ἐξολόθρευσαν οἱ Τοῦρκοι στή Σεβάστεια σέ τριάντα χιλιάδες».
Πόσοι ἦταν συνολικά οἱ Ἕλληνες τοῦ Πόντου πού ἐκτοπίσθηκαν καί πόσοι αὐτοί πού ἔπεσαν θύματα μιᾶς φοβερῆς καί ἀπάνθρωπης γενοκτονίας εἶναι ἄγνωστο. Τά ποντιακά σωματεῖα ὑπολογίζουν ὅτι οἱ Πόντιοι πού ἐγκαταστάθηκαν στήν Ἑλλάδα ἦταν περίπου 400.000.
Στά 102 χρόνια πού πέρασαν οἱ Ἕλληνες τοῦ Πόντου ἀλλά καί ὁλόκληρος ὁ Ἑλληνισμός δέν ξέχασαν τί συνέβη. Ὁ Ποντιακός Ἑλληνισμός δέν ξέχασε ποτέ οὔτε τίς παραδόσεις οὔτε τά ἤθη οὔτε τά ἔθιμα οὔτε τούς χορούς οὔτε τά τραγούδια τοῦ Πόντου, πού ἐκφράζουν τόν πόνο ἀλλά καί τή λαχτάρα τῆς ψυχῆς τους γιά τίς πατρογονικές τους ἑστίες, καί ἀγωνίζονται γιά τήν ἀναγνώριση τῆς θηριωδίας πού ὑπέστησαν καί τῆς Γενοκτονίας ἀπό ὅλον τόν κόσμο.
Ὁ ἀγώνας ὅμως γιά τήν ἀναγνώριση τῆς Γενοκτονίας πού ὑπέστη ὁ Ποντιακός Ἑλληνισμός δέν εἶναι χρέος μόνο τῶν Ποντίων ἀλλά καί ὁλόκληρου τοῦ Ἑλληνισμοῦ καί ὅλου τοῦ πολιτισμένου καί δημοκρατικοῦ κόσμου.
Εἶναι χρέος μας, ἰδιαιτέρως φέτος πού τιμοῦμε τά 200 χρόνια ἀπό τήν ἐθνική παλιγγενεσία, γιά τήν ὁποία ἀγωνίσθηκε καί ὁ Ποντιακός Ἑλληνισμός, νά ἀγωνισθοῦμε ὅλοι μαζί, ἑνωμένοι, καί ἰδίως οἱ Πόντιοι, μέ μία ψυχή καί μέ μία φωνή, χωρίς διαιρέσεις καί διασπάσεις, γιά νά δικαιωθοῦν τά θύματα μιᾶς ἀπάνθρωπης καί ἀποτρόπαιης ἐξοντώσεως καί νά καταδικαστοῦν ἀπερίφραστα τά φοβερά ἐγκλήματα ἐναντίον τους καί κατά τῆς ἀνθρωπότητος.
Τίποτε δέν θά μπορέσουμε νά ἐπιτύχουμε, ἐάν δέν εἴμαστε ἑνωμένοι. Ἄς μήν τό ξεχνοῦμε αὐτό!
Καί ἄς μήν ξεχνοῦμε ἀκόμη ὅλοι οἱ Ποντιακοί Σύλλογοι καί τά Ποντιακά Σωματεῖα ὅτι, ἐμεῖς πού κατοικοῦμε στήν Ἠμαθία ἔχουμε ἕνα προνόμιο μοναδικό, ὄχι μόνο πανελλαδικό ἀλλά καί παγκόσμιο, πού κανείς ἄλλος δέν ἔχει: νά ἔχουμε τόν Πόντο στήν Ἠμαθία, δηλαδή στήν Παναγία Σουμελᾶ. Νά ἔχουμε τό μοναδικό αὐτό κειμήλιο, τή θαυματουργή εἰκόνα τῆς Παναγίας μας, τό Προσκύνημά της, καί νά καταφεύγουμε ἐδῶ, ὅπως κατέφευγαν καί οἱ πατέρες μας καί τῆς ἐμπιστευόταν τά προβλήματά τους καί τῆς ἐξέφραζαν τόν πόνο τους.
Ἄν ἐμεῖς περιφρονοῦμε τήν Παναγία Σουμελᾶ, ἄν ἀγνοοῦμε τό μοναδικό αὐτό προνόμιο καί τήν τιμή πού ἔχουμε, καί προτιμοῦμε νά μένουμε στό γράμμα τῶν ἀποφάσεων, καί νά διχαζόμαστε, τότε ἀπό ποῦ θά ζητήσουμε συμπαράσταση γιά τή δικαίωση τῶν νεκρῶν μας; Καί μή ξεχνοῦμε ὅτι τό γράμμα κτείνει, τό πνεῦμα ζωογονεῖ.
Ἄν δέν ζητήσουμε συμπαράσταση ἀπό τήν Κυρία Θεοτόκο, ἀπό τήν Παναγία Σουμελᾶ, τότε ἀπό ποιόν νά περιμένουμε συμπαράσταση καί βοήθεια; Ἀπό τίς ξένες δυνάμεις, ὅταν ἐμεῖς εἴμαστε διχασμένοι;
Τό γνωρίζουμε ὅλοι: τά παιδιά πρῶτα στή μητέρα τους καταφεύγουν καί ὕστερα στόν πατέρα τους καί σέ ὅλους τούς ἄλλους.
Αὐτό ἄς κάνουμε καί ἐμεῖς. Ἄς ζητήσουμε ὅλοι, ἑνωμένοι, ἀπό τήν Παναγία Σουμελᾶ νά εἶναι συμπαραστάτις μας στόν ἀγώνα γιά τήν ἀναγνώριση τῆς Γενοκτονίας τῶν πατέρων μας. Ἄς μήν δώσουμε μέ τή στάση μας σέ τρίτους τό δικαίωμα νά ἐπαναλάβουν καί γιά μᾶς τούς στίχους τοῦ ἐθνικοῦ μας ποιητῆ:
«Μήν εἰποῦν στόν στοχασμό τους
τά ξένα ἔθνη ἀληθινά:
Ἐάν μισοῦνται ἀνάμεσό τους
δέν τούς πρέπει ἐλευθεριά».
Ἡ πρόσφατη ἀναγνώριση τῆς Γενοκτονίας τῶν Ἀρμενίων ἀπό τίς Ἡνωμένες Πολιτεῖες ἐνθαρρύνει καί τίς δικές μας προσπάθειες γιά νά ἀναγνωρισθεῖ ἐπιτέλους καί ἡ Γενοκτονία τῶν Ποντίων ἀπό ὅλο τόν κόσμο. Εἶναι κάτι τό ὁποῖο πρέπει νά ἐπιδιώξουμε πάσῃ θυσίᾳ καί νά τό ἐπιτύχουμε. Τό ὀφείλουμε στούς προγόνους μας. Τό ὀφείλουμε στούς νεκρούς μας.
Ἄς μήν ἀδιαφορήσουμε. Ἄς μήν ὀλιγωρήσουμε. Εἶναι χρέος μας!
Τελειώνοντας, ἀδελφοί μου, δέν θά πρέπεινά ξεχνοῦμε ὅτι «ἡ Ρωμανία κι ἄν πέρασεν, ἀνθεῖ καί φέρει κι ἄλλο».