Ήρθε η ώρα να γίνει Νόμος του
Κράτους αυτό που τόσο καιρό συζητιέται και αφορά την αναμόρφωση του
Οικογενειακού Δικαίου , τις σχέσεις
γονέων και τέκνων μετά τη διάσταση ή, όπως συνηθίζεται να λέγεται τελευταία, ο
νόμος για την συνεπιμέλεια.
Επιτρέψτε μου να γράψω κάποιες
σκέψεις μου γι’ αυτό το θέμα, χωρίς να
κάνω τον ειδικό, με βάση την πολύ χρήσιμη εμπειρία που είχα ως μέλος της
5μελούς Επιτροπής που μου έκανε τη τιμή
να με ορίσει η Ολομέλεια των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων της χώρας για
την επεξεργασία διατάξεων του νομοσχεδίου.
Και πριν μπω στο θέμα να πω και
αυτό που δυστυχώς ελάχιστοι, ή πολύ λίγοι λένε. Ποίο; Ότι το συγκεκριμένο θέμα
είναι τόσο σοβαρό που έπρεπε τα μέσα ενημέρωσης, - εννοώ τα κεντρικά και μεγάλα
ΜΜΕ -, που, πλην ελάχιστων εξαιρέσεων,
μάλλον για άλλη μια φορά δικαιώνουν αυτούς που τα αποκαλούν ΜΜΑ (Μέσα Μαζικής
Αποχαύνωσης) έπρεπε να το έχουν ως πρώτο
θέμα, για να ενημερωθεί ο κόσμος και ειδικότερα τα μέρη που ενδιαφέρονται πιο
πολύ γι’ αυτό. Οι Άγριες μέλισσες’, ‘η
Φάρμα’ ή τα τηλεπαιχνίδια ‘χρειάζονται’ και αυτά. Όμως και τα σοβαρά θέματα δεν πρέπει να τα
συζητάμε;
Τέλος πάντων. Μπαίνω αμέσως στο
θέμα.
Η
τελευταία φορά που αναμορφώθηκε το οικογενειακό δίκαιο στη χώρα μας ήταν
πριν 38 χρόνια. Το 1983 η Κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ και του Ανδρέα Παπανδρέου, μετά από πολύ μελέτη και με την επιστασία
μεγάλων νομικών προσωπικοτήτων σαν τον Γεώργιο Αλέξανδρο Μαγκάκη, τον Αριστόβουλο Μάνεση και άλλους εξέχοντες νομικούς, αλλά και
ψυχαναλυτές και ψυχολόγους, προχώρησε με
το Νόμο 1329 σε μία γενναία, ρηξικέλευθη και πρωτοποριακή μεταρρύθμιση. Ήταν
τότε η πιο προοδευτική μεταρρύθμιση σε ολόκληρη την Ευρώπη που προέβλεπε ότι η
γονική μέριμνα θα ασκείται πλέον από κοινού και από τους δύο γονείς σε αντίθεση
με το παρελθόν όπου ο πατέρας και ο σύζυγος ήταν οι απόλυτα κυρίαρχοι.
Όμως η κοινωνία εξελίσσεται,
πολλά πράγματα ‘άλλαξαν’ στα χρόνια που πέρασαν και σήμερα είναι σίγουρα
αναγκαίο να γίνουν αλλαγές και να προσαρμοστούν όλοι στη νέα πραγματικότητα.
Και είναι η μεγάλη ευκαιρία για ουσιαστικές
παρεμβάσεις στο ζήτημα των σχέσεων γονέων και τέκνων.
Θεωρώ πως πριν από κάθε συζήτηση
ή αναφορά στο θέμα αυτό πρέπει να ξεκαθαριστεί ένα πράγμα. Ότι στο επίκεντρο όλων των ρυθμίσεων ή
μεταρρυθμίσεων δεν θα πρέπει να είναι τίποτα άλλο πέρα κι έξω από το συμφέρον του παιδιού. Στα
ζητήματα που έχουν να κάνουν με παιδιά δεν κρίνεται αν κάποιος τάσσεται ‘με τις
φεμινίστριες’ ή ‘με τους αδικημένους μπαμπάδες’, αλλά αν παραμένει αταλάντευτα
και χωρίς εκπτώσεις στο συμφέρον του τέκνου.
Διαπιστώνω όμως με στενοχώρια ότι
το σχέδιο νόμου ή ο αυριανός νόμος δυστυχώς δεν υπηρετεί αυτόν το σκοπό. Με τις
νέες ρυθμίσεις και χωρίς να υπάρχει η σωστή τοποθέτηση σε κάποια βασικά σημεία
των σχέσεων γονέων και τέκνων τα πράγματα αντί να ξεμπερδευτούν περιπλέκονται.
Θα έλεγα από την ενασχόλησή μου
πιο αναλυτικά με το θέμα αυτό, όπως
διαπιστώσαμε άλλωστε και ως Ολομέλεια των Προέδρων, οι διαφωνίες
εστιάζονται κυρίως σε τέσσερα (4) σημεία του επίμαχου νομοσχεδίου που είναι :
1. Η διάταξη που προβλέπει τα κριτήρια που
λαμβάνονται υπόψη για τον
προσδιορισμό της έννοιας του συμφέροντος του τέκνου και αυτό γιατί
προτάσσονται αρχές και κριτήρια που αλλοιώνουν, όπως προείπαμε, τον
παιδοκεντρικό χαρακτήρα του οικογενειακού δικαίου και δεν προτάσσεται η
καταλληλότητα των γονέων για την άσκηση της γονικής μέριμνας, η προσωπικότητα
και η εν γένει επάρκειά τους να ανταποκριθούν
στο λειτούργημα αυτό. Γιατί το να
είσαι γονιός μόνον ως λειτούργημα
μπορεί να χαρακτηριστεί.
2. Η διάταξη που προβλέπει ότι η επιμέλεια θα εξακολουθήσει να ασκείται όχι μόνον από κοινού αλλά και εξ ίσου από τους δύο
γονείς. Αυτό όμως είναι μέγα λάθος διότι με τον τρόπο αυτόν εισάγεται επί της
ουσίας η υποχρεωτική εναλλασσόμενη
κατοικία για το τέκνο, αλλά και σύμφωνα με την γνώμη και τις εκτιμήσεις
όλων σχεδόν των παιδοψυχιατρικών ενώσεων και τις απόψεις των παιδοψυχολόγων δεν
είναι συμβατή με την ανάγκη του παιδιού για τη διατήρηση ενός σταθερού
περιβάλλοντος ως αναγκαίας συνθήκης για την ομαλή ψυχική και συναισθηματική
ανάπτυξη του.
3. Η καθιέρωση του
τεκμηρίου του 1/3 του συνολικού χρόνου του τέκνου ως ελάχιστου χρόνου
επικοινωνίας του, με φυσική παρουσία, με τον γονέα με τον οποίο δεν θα
διαμένει το τέκνο. Πρέπει κατ’ αρχήν εδώ
να πούμε ότι δεν είναι σκόπιμη, αλλά και νομοτεχνικά ορθή η εισαγωγή ποσοτικού
κριτηρίου στη ρύθμιση προσωπικών σχέσεων και μάλιστα των σχέσεων του γονέα με
τα παιδιά του. Ο μη προσδιορισμός του χρόνου αναφοράς της διάταξης (πχ. ανά εβδομάδα, μήνα, έτος) είναι σίγουρο
ότι θα προκαλέσει προβλήματα. Στη περίπτωση αυτή ελλοχεύει ο κίνδυνος ,
προκειμένου να συμπληρωθεί ο χρόνος
αυτός, το τέκνο να πρέπει να βρίσκεται με τον γονέα με τον οποίο δεν θα
διαμένει, ολόκληρη την περίοδο των διακοπών και τα Σαββατοκύριακα, με αποτέλεσμα
τη δημιουργία του ‘κακού γονέα’, ο οποίος θα πρέπει να διαχειρίζεται το παιδί ή
τα παιδιά σε όλη τη δύσκολη πλευρά της καθημερινότητάς τους (σχολικές
υποχρεώσεις, διάβασμα, εξωσχολικές δραστηριότητες) και του ‘καλού γονέα’ που θα
βρίσκεται με το παιδί κατά τους χρόνους των διακοπών και της ανάπαυλας.
4. ‘Προβληματικές’ θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε
και τις διατάξεις που αναφέρονται στους λόγους που οδηγούν σε περιορισμό ή
αποκλεισμό της επικοινωνίας του τέκνου με τον γονέα και στους λόγους που οδηγούν
στην αφαίρεση της γονικής μέριμνας. Υπάρχουν σοβαροί λόγοι που θα έπρεπε να οδηγούν τουλάχιστον σε
περιορισμό της επικοινωνίας του γονέα με το τέκνο που παραβλέφθηκαν, όπως η
εξάρτηση του γονέα από ναρκωτικές ουσίες, η οικονομική εκμετάλλευση του παιδιού,
η παραμέληση των ζητημάτων που έχουν να κάνουν με την εκπαίδευση και την υγεία
του. Επίσης παραβλέπονται ή υποτιμούνται εν προκειμένω και πολλά ζητήματα που
αφορούν κακουργηματικές πράξεις από πλευράς του γονέα και σχετίζονται με την
γενετήσια ελευθερία και αξιοπρέπεια του τέκνου.
Κλείνοντας
αυτή τη τοποθέτηση θα γίνω κουραστικός αλλά επαναλαμβάνω ότι στα θέματα του οικογενειακού δικαίου που μας
απασχολούν προέχει το συμφέρον του
τέκνου. Οποιαδήποτε άλλη σκέψη,
θέση ή γνώμη δεν υπηρετεί την αλήθεια και θα οδηγήσει σε στρεβλώσεις και
δυσάρεστα αποτελέσματα τόσο για την σωματική όσο και κυρίως για την ψυχική
υγεία του τέκνου. Γιατί η αλλαγή του οικογενειακού δικαίου και των διατάξεων
που αφορούν την ανατροφή των παιδιών μετά το διαζύγιο έχει να αντιπαλέψει με
αντιλήψεις και βαθιά ριζωμένες νοοτροπίες. Οι γονείς, άντρες και γυναίκες τρομάζουν με τις αλλαγές που έρχονται γιατί άλλοι τις αρνούνται και άλλοι τις
θεωρούν άτολμες.
Ευχαριστώ
πολύ
Με
τιμή
Φώτης
Αντ. Καραβασίλης
Δικηγόρος
Πρόεδρος
Δ.Σ. Βέροιας