Συντάκτης: ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ΒΑΣΙΑΔΗΣ
Οι έκτακτες υγειονομικές καταστάσεις που βίωσε και εξακολουθεί να βιώνει η κοινωνία συνεπεία της επιδημικής κρίσης του κορωνοϊού, ανέδειξαν την αναγκαιότητα του κεντρικού ρόλου που πρέπει να διαδραματίζει ο Οικογενειακός Ιατρός στην παροχή εξατομικευμένης, ολιστικής και συνεχούς φροντίδας υγείας των πολιτών.
Η αναφορά αυτή γίνεται με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Οικογενειακού Γιατρού η οποία τιμάται στις 19 Μαϊου εκάστου έτους, μετά από πρωτοβουλία της Παγκόσμιας Ένωσης Γενικής - Οικογενειακής Ιατρικής.
Η έννοια του «οικογενειακού ιατρού», έχει καθιερωθεί στην γενικότερη κοινωνική αντίληψη, πολύ πριν αποφασίσει η πολιτεία να ασχοληθεί με την θεσμοθέτησή του.
Η παραδοσιακή και ουσιαστική υπόσταση της «οικογενειακής ιατρικής» ορίζεται διαχρονικά από την αρχή της μοναδικής σχέσης Ιατρού – Ασθενούς, η οποία επαναβεβαιώνεται συνεχώς μέσω των αναντικατάστατων δεσμών εμπιστοσύνης, φιλίας, ικανοποίησης και ευγνωμοσύνης, που διαμορφώνονται μεταξύ ιατρού και ασθενούς με την πάροδο ετών και κάτω από δυσχερείς συνθήκες αγωνίας, πόνου, ανασφάλειας και λύτρωσης, όπως αυτές που βίωσαν και βιώνουν οι κοινωνίες κατά την διάρκεια της επιδημικής κρίσης του κορωνοϊού.
Αυτή η σχέση Ιατρού – Ασθενούς αναγνωρίζεται διαχρονικά και επιβεβαιώνεται από την UNESCO, η οποία με απόφαση της την έχει ανακηρύξει άϋλη πολιτιστική κληρονομιά της ανθρωπότητας, ορίζοντας ότι «αποτελεί θεμελιώδη ανθρώπινη συνιστώσα για την υγειονομική περίθαλψη του πολίτη, καθώς παρέχει πολλαπλή στήριξη στην κατάσταση της αβεβαιότητας και ταλαιπωρίας που προκαλεί η ασθένεια και η θεραπευτική αγωγή, ενώ συμβάλλει στη βελτίωση των διαδικασιών διαγνωστικού προσανατολισμού και θεραπείας, που με τον τρόπο αυτόν, μπορεί να φτάσει σε υψηλό επίπεδο εξατομίκευσης και σεβασμού».
Η σχέση Ιατρού – Ασθενούς, δεν μπορεί παρά να αποτελεί το κυρίαρχο χαρακτηριστικό θεσμοθέτησης του Οικογενειακού Ιατρού, ως πρωταρχικού παράγοντα της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας, όπως αυτή έχει προσδιοριστεί από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας το 1978 στη διακήρυξη της Άλμα Άτα, στην οποία αποφασίστηκε ότι «η Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας είναι βασική φροντίδα εδραιωμένη σε επιστημονικά ορθή πράξη και κοινά αποδεκτές μεθόδους και τεχνολογίες που παρέχονται στα άτομα και στις οικογένειές στην κοινότητα, με πόρους που εξασφαλίζει η κοινωνία και η εκάστοτε χώρα».
Ιδιαίτερα επίκαιρο ενδιαφέρον αναδεικνύεται από το σκεπτικό της απόφασης αυτής, σε σχέση με το επισφαλές πλαίσιο περί οργάνωσης της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας και του θεσμού του Οικογενειακού Ιατρού, το οποίο απεδείχθη ανεπαρκές για την αντιμετώπιση της επιδημικής κρίσης του κορωνοϊού .
Αποτελεί γενικότερη διαπίστωση ότι τα νομοθετήματα με τα οποία διαχρονικά επιχειρήθηκε να καθιερωθεί ο «Οικογενειακός Ιατρός» ως θεσμός της πολιτείας, δεν εφαρμόστηκαν ποτέ.
Και αυτό διότι οι συντάκτες των νομοθετημάτων επιχείρησαν να θεσμοθετήσουν την υπόσταση του Οικογενειακού Ιατρού κυρίως με λογιστικά κριτήρια, χωρίς να λάβουν υπόψη τους την αναντικατάσταστη σχέση μεταξύ ιατρού και ασθενούς.
Στην εποχή της επιδημικής κρίσης αναδεικνύεται το χρέος της πολιτείας να θεσμοθετήσει τον Οικογενειακό Ιατρό σύμφωνα με τις πραγματικά απαιτούμενες προδιαγραφές, να παραμερίσει τους λογιστικούς πειραματισμούς στον χώρο της Υγείας και να αποδώσει στους πολίτες αυτό που πραγματικά τους ανήκει και για το οποίο έχουν πληρώσει αδρά και εξακολουθούν να πληρώνουν εκ του υστερήματος τους, δια των ασφαλιστικών τους εισφορών και της φορολογίας.
Οι Φορείς της Ιατρικής Κοινότητας, με αποφάσεις συλλογικών οργάνων, εισηγήσεις και παρεμβάσεις, έχουν δημοσιοποιήσει κατ επανάληψη τις θέσεις τους για το καίριο αυτό ζήτημα, χωρίς όμως αποτέλεσμα.
Οι συνέπειες όμως της επιδημικής κρίσης έχουν δημιουργήσει νέα δεδομένα και έχουν αναδείξει τις επιτακτικές αναγκαιότητες για την εξ αρχής θεσμοθέτηση του Οικογενειακού Ιατρού και την οργάνωση της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας σύμφωνα με τις επίκαιρες απαιτήσεις.