Του ιερέως:
Παναγιώτου
Σ. Χαλκιά
«Μήπως αυτό που
θαρρούμε βασίλεμα
γλυκοχάραμ’
αυγής είναι πέρα,
κι αντί νάρθει μια
ύχτα, αξημέρωτη
ξημερώνει μι’ αβράδιαστη μέρα;»
(Γ. Δροσίνης)
Το μεγαλύτερο και αποφασιστικότερο γεγονός του χριστιανισμού, φίλοι αναγνώστες, είναι η Ανάσταση του Χριστού. «Ει Χριστός ουκ εγήγερται κενόν άρα το κήρυγμα ημών, κενή δε και η πίστις ημών», λέγει ο Απ. Παύλος. Εάν ο Χριστός δεν ανασταινόταν, όλα θα ήταν ψευτιά, πλάνη, απάτη. Και μάλιστα η μεγαλύτερη και πανανθρώπινη πλάνη, τις ιστορίας. Μόνο η Ανάσταση του Χριστού αποτελεί την πηγή της χριστιανικής θρησκείας, το θεμέλιο της πίστης και την δόξα της Εκκλησίας. Όλοι οι αγώνες της Εκκλησίας διεξήχθησαν στο οχυρόν του τάφου του Χριστού. Πολλές επιθέσεις εναντίον του. Ομοβροντίες απίστων, φιλοσόφων, υλιστών, αθεϊστών, ερευνητών… Όλοι είχαν ως στόχον την ανάσταση του Κυρίου.
Εχρησιμοποιήθηκαν όλα τα μέσα του ανθρωπίνου Πνεύματος, όλες οι μέθοδοι της επιστήμης, όλα τα πορίσματα της ερεύνης… Γράφτηκαν τόμοι πολλοί. Έρευνες έγιναν μεγάλες. Επεμβάσεις επιστημονικές. Τα τελευταία χρόνια δε και ηλεκτρονικοί εγκέφαλοι και υπολογισμοί υψίστης τεχνολογίας, για να ερευνήσουν το «κενόν μνημείον, όπου έκειτο το σώμα του Ιησού». Ίσως ποτέ δεν θα σταματήσει ο άνθρωπος να ερευνά το μεγάλο αυτό γεγονός. Και αξίζει, βεβαίως, να το ερευνά. Γιατί είναι το μέγιστο και μοναδικόν μυστήριον όλων των αιώνων. Ο τάφος του Κυρίου είναι η μοναδική πηγή ζωής. Άλλοι σκύβουν για να πιουν και άλλοι για να πνιγούν. Άλλοι για να αντλήσουν ζωή, άλλοι δια να εξαντλήσουν τι δυνάμεις τους και να παραδοθούν. Σε όλους όμως, πιστούς και απίστους, σοφούς και ασόφους, η Εκκλησία θα κηρύττει και θα προσφέρει «Ιησούν Χριστόν εγηγερμένον εκ νεκρών… Ιουδαίοις μεν σκάνδαλον, Έλλησι δε μωρίαν…».
Το Πάσχα του Χριστιανισμού είναι η Ανάσταση του Χριστού. Η Εκκλησία μας είναι αναστάσιμη, γιατί δόγμα της μοναδικό είναι η ανάσταση του Ιδρυτού της και Αρχηγού της. Όλη η Εορτολογική οργάνωση της πίστης μας, όλη η δομή της λατρείας μας, η υμνολογία, η προσευχή, τα μυστήρια, όλα έχουν ως αρχή και τέλος, ως βάση και περιεχόμενο την ανάσταση του Χριστού.
Βεβαίως, και άλλες θρησκείες ομιλούν για κάποια αθανασία και αιωνιότητα του αρχηγού τους με κάποιες μετεμψυχώσεις και μεταμορφώσεις και άλλες πρωτογονικές δοξασίες, αλλά δεν γίνεται κανένας λόγος για την εκ νεκρών ανάστασή του. Άλλο σκιά και σύμβολο και άλλο πραγματικότητα. Των άλλων θρησκειών η διδασκαλία είναι περιπλάνηση και παραπλάνηση του ανθρώπου, μέσα σ’ έναν κόσμο πρωτόγονων δοξασιών, φιλοσοφικών αναζητήσεων και προσωπικών αυτοσχεδιασμών. Είναι αναζήτηση και αγωνία, απόγνωση και αμηχανία. Εμείς όμως οι Χριστιανοί «ευρίκαμεν τον Μεσσίαν».
Πιστεύει άραγε, φίλοι αναγνώστες, ο σημερινός άνθρωπος στην Ανάσταση του Χριστού; Και ποια σημασία έχει η πίστη αυτή στη ζωή του; Είναι γεγονός ότι υστερεί πολύ ο άνθρωπος στο θέμα αυτό. Μήπως όμως και ο Θεός αδίκησε τον άνθρωπο και δεν του προσέφερε επαρκή στοιχεία για την πλήρη αποδοχή της αναστάσεως; Αρκεί η Ανάσταση του Χριστού, όπως την παρουσιάζει η Εκκλησία μας, για να πιστέψει ο σύγχρονος άνθρωπος στην αιωνιότητα και την αθανασία της ύπαρξής του;
Δεν ήταν δυνατόν να μας δοθούν χειροπιαστά ντοκουμέντα της ανάστασης για την ασάλευτη θεμελίωση και εδραίωση της πίστης. Πολλοί θέτουν τον ερώτημα: «Δεν θα μπορούσε να βρεθεί το σώμα του Ιησού στον τάφο; Δεν θα μπορούσε να διασωθούν μέχρι σήμερα τα οστά του Ιησού, όπως τόσων άλλων ανδρών της Ιστορίας;». Μία τέτοια, βέβαια, απαίτηση αποτελεί βλασφημία. Η ανακάλυψη των οστών του Ιησού όχι μόνο δεν θα δυνάμωνε την πίστη, αλλά και θα έκανε μεγαλύτερη την ευθύνη και την ενοχή του απίστου. Γιατί, παρόμοιες αποδείξεις και επιχειρήματα θα εκλόνιζαν την πίστη.
Η πίστη δεν στηρίζεται σε επιχειρήματα και αποδείξεις. Αντίθετα, καταρρέει με αυτά και καταστρέφεται. Το «μακάριοι οι μη ιδόντες και πιστεύσαντες» σημαίνει ότι η πίστη που στηρίζεται στις φυσικές αισθήσεις στην όραση και την ψηλάφιση, είναι πρόχειρη, βραχύβιος και θνησιγενής. Η Ανάσταση του Κυρίου δεν είναι μόνον ένα θαύμα, αλλά και ένα μυστήριον. Αλλοίμονο αν η πίστη εξηρτάτο από την παρουσία ή απουσία ενός σκελετού, από ένα άδειο ή όχι τάφο. Όσοι θα απαιτούν να βάλλουν το δάκτυλόν των εις τον τύπον των ήλων δια να πιστέψουν, θα παίρνουν την απάντηση: «Μακάριοι οι μη ιδόντες και πιστεύσαντες».
Μία βασική θέση της Εκκλησίας μας είναι ότι ο αληθινός Θεός δεν απεκάλυψε όλα στον άνθρωπο, αλλά μόνο όσα ήταν αναγκαία και απαραίτητα για τη σωτηρία του και ήταν δυνατόν να τα καταλάβει. Αλλά και όσα απεκάλυψε, δεν προσφέρονται στον άνθρωπο έτοιμα και ακόπως, αλλ’ απαιτούν εκ μέρους του κάποιαν έρευναν και προσπάθεια για τη πρόσληψη και κάποιαν έρευναν και προσπάθεια για την πρόσληψη και κατανόησή τους. Και κυρίως απαιτούν θέληση και ηθική βούληση. «Θεός, κατά το εφικτόν ημίν, την εαυτού εφανέρωσε γνώσιν και όπερ συνέφερεν ημίν γνώναι απεκάλυψεν, όπερ δε ουκ εδυνάμεθα φέρειν απεσιώπησεν…» (Δαμασκηνός).
Η πίστη στην Ανάσταση του Κυρίου, η αποδοχή του γεγονότος, απαιτεί εκ μέρους τους ανθρώπου θέληση και απόφαση. Όχι αποδείξεις και επιχειρήματα. Γιατί, κατά βάθος πιστεύομε στον Ιησού Χριστό όχι ένεκα των θαυμάτων του, αλλ’ αντιθέτως πιστεύομε στα θαύματα ένεκα της πίστης μας στον Ιησού Χριστό. Δεν πιστεύομε στο Ευαγγέλιο λόγω των θαυμάτων, αλλ’ αντιθέτως, πιστεύομε και αποδεχόμαστε τα θαύματα λόγω της πίστης μας στο Ευαγγέλιο.
Όλα στηρίζονται στο «τίνα με λέγουσιν οι άνθρωποι είναι τον υιόν του ανθρώπου». Η εποχή μας, βέβαια, είναι υλιστική και ευδαιμονιστική και ο άνθρωπος απορρίπτει όχι μόνον την μελέτην παρομοίων θεμάτων, αλλά και την απλή προσέγγιση και συζήτηση. Προτιμά, μπροστά στο γκρεμό, να έχει τα μάτια κλειστά και ας σκοτωθεί παρά να τα έχει ανοιχτά για ν’ αποφύγει την καταστροφή. Το πρώτο, εξασφαλίζει τον υλικό ευδαιμονισμό. Το δεύτερον, τον ηθικόν και πνευματικό προβληματισμό. Και το μεν οδηγεί από τη «ζωή» στο θάνατο, το δε από το «θάνατο» εις την ανάσταση και τη ζωή.