Γράφει ο
Αναστάσιος Βασιάδης
Το περιβάλλον που διαμορφώνεται για την δημόσια υγεία, την περίθαλψη των πολιτών και την επαγγελματική υπόσταση των ιατρών, αποτελεί αντικείμενο γενικότερου προβληματισμού, με την προσδοκόμενη κάμψη της επιδημικής κρίσης, με την εξέλιξη της ανοσοποίησης του πληθυσμού δια του γενικού εμβολιασμού και με την αναμονή της επιστροφής στην κανονικότητα.
Η πολιτική ηγεσία που καθορίζει τις πολιτικές Υγείας, παρακάμπτοντας την γενικότερη ανάγκη για ουσιαστική οργάνωση και στελεχειακή αναβάθμιση των νοσοκομείων, επιστρατεύει αυτοαπασχολούμενους εξωνοσοκομειακούς ιατρούς για την αντιμετώπιση της επιδημικής κρίσης, χωρίς να προσδιορίζει τους όρους, την κάλυψη της αστικής ευθύνης, τις προοπτικές και τις αρμοδιότητες όσων πρόσκαιρα καλούνται να ενταχθούν στις κρατικές δομές.
Η επιστράτευση των αυτοαπασχολούμενων ιατρών γίνεται και παρατείνεται, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη τα κενά που δημιουργούνται στην εξωνοσοκομειακή αντιμετώπιση της επιδημίας και στην τρέχουσα ιατρική κάλυψη των πολιτών.
Ολόκληρες νοσοκομειακές μονάδες μετατρέπονται σε μονάδες αποκλειστικής νοσηλείας περιστατικών covid, με αποτέλεσμα να παραμερίζονται οι τρέχουσες νοσηλευτικές ανάγκες των πολιτών που παραμένουν επιτακτικές, ανεξάρτητα από την εξέλιξη της επιδημίας.
Και ενώ το υγειονομικό περιβάλλον διαμορφώνεται με αυτά τα χαρακτηριστικά, προαναγγέλεται διαδικασία διαλόγου με τους Φορείς, εν όψει των κυβερνητικών αποφάσεων.
Αποτελεί ουτοπία να πιστεύει κάποιος ότι διαχρονικά οι εκάστοτε συναρμόδιοι κυβερνητικοί παράγοντες αναμένουν τις απόψεις της Ιατρικής Κοινότητας προκειμένου να διαμορφώσουν το περιεχόμενο των αποφάσεων τους.
Η μέχρι τώρα ακολουθούμενη πρακτική το εντελώς αντίθετο έχει δείξει.
Σε κάθε περίπτωση οι αποφάσεις αποδεικνύεται οτι είναι προειλημμένες, πράγμα το οποίο καθιστά τον διάλογο εντελώς προσχηματικό και μέσο εξυπηρέτησης κυρίως επικοινωνιακών αναγκών.
Σε αυτό το σημείο αναδεικνύεται η μεγάλη ευθύνη της οργανωμένης Ιατρικής Κοινότητας, σε σχέση με την στρατηγική και τις μεθόδους που πρέπει να μετέλθει, προκειμένου να προβάλλει τις τεκμηριωμένες θέσεις της, να διαφυλάξει το δημόσιο αγαθό της Υγείας και της περίθαλψης των πολιτών, ιδιαίτερα εν καιρώ πανδημίας και να προσπίσει την υπόσταση των Ιατρών ως λειτουργών της Υγείας.
Βασικοί άξονες της επιβαλλόμενης στρατηγικής πρέπει να είναι:
α. Η επικαιροποίηση, με βάση τα επιδημιολογικά δεδομένα, του εισηγητικού και διεκδικητικού πλαισίου της Ιατρικής Κοινότητας, για την Υγεία των πολιτών και την προάσπιση της υπόστασης του Ιατρικού Δυναμικού.
β. Η διαμόρφωση και τήρηση κανόνων για ενιαία επικοινωνιακή τακτική.
γ. Η διαρκής εγρήγορση και παρέμβαση των Πρωτοβάθμιων και Δευτεροβάθμιων Ιατρικών Οργανώσεων της Ιατρικής Κοινότητας, για τα πάγια και τα τρέχοντα υγειονομικά ζητήματα..
Μόνο εφόσον συνδυαστούν τα ως άνω στοιχεία, ο διάλογος με τους κυβερνητικούς παράγοντες, μπορεί να λάβει ουσιαστικό περιεχόμενο μέσω της ισχυροποίησης της ιατρικής εκπροσώπησης.
Εν εναντία περιπτώσει ο διάλογος είτε με την συμμετοχή είτε όχι των εκπροσώπων της Ιατρικής Κοινότητας, θα εξακολουθήσει να έχει προσχηματικό χαρακτήρα εξυπηρετώντας απλώς και μόνο επικοινωνιακές σκοπιμότητες.
Σε ένα δημόσιο διάλογο, υπό οποιαδήποτε μορφή, έκαστος των συνομιλητών, αναπτύσσει την ισχύ που διαθέτει προκειμένου να αναδείξει τις θέσεις του.
Στο διάλογο που προαναγγέλει η πολιτεία για τα τρέχοντα και τα γενικότερα θέματα Υγείας, ενεργοποιεί το σύνολο των εξουσιών που άμεσα η έμμεσα ελέγχει, ήτοι την κυβερνητική, την νομοθετική, την διοικητική, την δικαστική και ανάλογα με τις περιστάσεις, την εξουσία των ΜΜΕ.
Η ισχύς που μπορεί να αναπτύξει η Ιατρική Κοινότητα είναι η ενεργοποίηση των Φορέων, η συσπείρωση τους και η αγωνιστική εγρήγορση όλων των Ιατρών.
Αυτό σημαίνει ότι όλες οι Ιατρικές Οργανώσεις, πρέπει να βρίσκονται σε διαρκή κινητικότητα με διαρκή επικοινωνία, αμφίδρομη ενημέρωση, εκδόσεις αποφάσεων εναρμονισμένων στο διεκδικητικό πλαίσιο και διαμόρφωση αγωνιστικού πνεύματος εν όψει της αναμενόμενης επιστροφής στην κανονικότητα.
Μόνο εφ όσον συνειδητοποιήσουν οι κυβερνητικοί παράγοντες ότι η Ιατρική Κοινότητα βρίσκεται σε αγωνιστική εγρήγορση, μπορεί να παραμερίσουν την συνήθη αδιαλαξία που επιδεικνύουν, ώστε να πραγματοποιηθεί ουσιαστικός και παραγωγικός διάλογος.
Οι ώρες αυτές όπου ο υγειονομικός συναγερμός δεν έχει λήξει, μπορούν να αποβούν κρίσιμες όχι μόνο για την επαγγελματική προοπτική του ιατρικού λειτουργήματος αλλά και για την ίδια την υπόσταση των Ιατρικών Οργανώσεων.
Και εδώ έγκειται η ευθύνη τους, ενώπιον των προοπτικών που διανοίγονται στην μετά covid εποχή.