Κώστας Μίζας
Επιμελητής Ανηλίκων Βέροιας
“... Κι εσύ συνέχιζες γυμνός κι αθώος να κυνηγάς οράματα
Να καταπίνεις τη φωνή σου για να μη σ ακούνε
Να τεμαχίζεις κάθε μέρα τη ζωή σου
Μοιράζοντας τις σάρκες σου μοιράζοντας
Τα δύσκολά σου όνειρα ιδίως εκείνα
Που μυρίζαν ουρανό...”
ΚΛΕΙΤΟΣ ΚΥΡΟΥ
Αυτή τη σκηνή την είχε φανταστεί πολλές φορές πριν.
Αυτή-μια αέρινη φιγούρα- διασχίζει το δρόμο ανυποψίαστη.
Αυτός τη βλέπει,ανοίγει την πόρτα του παλιού Citroen και φωνάζει το όνομά της.
Είναι ένα κρύο απομεσήμερο με πολλά σύνεφα στον ουρανό σε μια πόλη μακρινή.
Περιμένει με λαχτάρα να δει την χαρά της έκπληξης στο πρόσωπό της μετά το αρχικό σάστισμα,να τρέξει προς το μέρος του και να χαθεί στην αγκαλιά του.
Αυτή τον βλέπει,το βλέμμα της σκοτεινιάζει και διστάζει να προχωρήσει προς το μέρος του.
Τί συμβαίνει?
Αυτός νιώθει σαν κάτι να αποσυνδέθηκε απότομα μέσα του.
Προσπαθεί να μιλήσει,όμως δεν βγαίνει ήχος από το στόμα του.
Δεύτερη μέρα
Το λεωφορείο ήταν σχεδόν γεμάτο. Μόνο λίγες θέσεις στο πίσω μέρος είχαν απομείνει αδειανές.
Η θέση του ήταν δίπλα στο παράθυρο. Ετσι μπορούσε να δει καθαρά την πόλη που διακρινόταν στο βάθος καθώς την άφηναν πίσω τους. Ήξερε καλά ότι δεν θα επέστρεφε.Δίπλα του κάθισε μία κοπέλα γύρω στα τριάντα,ίσως και παραπάνω.Πάντα δυσκολευόταν να προσδιορίσει την ηλικία των άλλων.
Σε λίγο κάτι ακαθόριστο τον παρακίνησε να κοιτάξει προς το μέρος της,αλλά δίστασε. Σκέφθηκε ότι στο βλέμμα του θα είχε μείνει κάτι απ την πικρή γεύση της χθεσινής μέρας. Μια ξεκάθαρη ομολογία ενοχής -έτσι το ένιωθε-για μια μοιραία παρανόηση που δεν κατάφερε να διαλευκάνει.
Από πάντα-το βλέπει καθαρά τώρα- όταν δοκίμαζε να ξεστρατίσει από τα μονοπάτια της λογικής προς τα δύσβατα χωράφια των συναισθημάτων, το βάδισμά του δεν ήταν πάντα σταθερό.
Ανοιξε το βιβλίο με τα ποιήματα του Τσέσλαφ Μίλος που είχε μαζί του, τυχαία έπεσε πάνω στο ποίημα “Τόσο λίγο”, και άρχισε να διαβάζει.
“ Μίλησα τόσο λίγο.
Οι μέρες ήταν μικρές.
Μικρές οι μέρες.
Μικρές οι νύχτες.
Τα χρόνια λίγα.
Μίλησα τόσο λίγο.
Δεν μπορούσα να συνεχίσω.
Η καρδιά μου κουράστηκε
Από χαρά,
Απελπισία,
Πάθος,
Ελπίδα.
... Και τώρα δεν ξέρω
Τί από όλα αυτά ήταν αληθινό.”
Εκλεισε τα μάτια του. Λίγο πριν βυθιστεί στον ύπνο, πρόλαβε να ακούσει τον ήχο της βροχής που δυνάμωνε έξω.
ΥΓ. Τί παράξενο,στην σκέψη μου είναι πάντα ο Δημήτρης που τον ξέρω τόσο λίγο.