Σε μια εντυπωσιακή έκδοση, ο φιλόλογος καθηγητής Τάκης Γκαλαΐτσης, παρουσιάζει το πορτρέτο και τη ζωή των Βλάχων και τον πλούτο των δραστηριοτήτων που χαρακτηρίζει τους ανήσυχους αυτούς και εργατικούς έλληνες πολίτες.
Αφιερωμένος στους προγόνους και στις γενιές που ακολουθούν, αποτελεί ο καλαίσθητος και πλούσιος σε περιχεόμενο τόνος, ανεπανάληπτο άθλο και καταγραφή φωτογραφιών και ιστορικών ντοκουμέντων.
Τα επί μέρους κεφάλαια, σε μιαν αλληλουχία τίτλων εννοιολογικά εκφραστικών, παρουσιάζονται το ένα μετά το άλλο και δίνουν προκαταβολικά και προδρομικά πολύτιμη και χαρισματική ενημέρωση για τις πληροφορίες που θα επακολουθήσουν.
Στο αρχικό κεφάλαιο, οι Βλάχοι εμφανίζονται με τα ιστορικά τους τεκμήρια που μεταλλάσσονται και κυλούν καθώς παρέρχονται οι αιώνες. Οι ρίζες τους, διάσπαρτες στις λατινογενείς περιοχές, έχουν το ξεκίνημά τους, στο ελλαδικό τμήμα της Βαλκανικής όπου και αναπτύσσουν κλαδιά και παρακλάδια άλλων Ελλήνων.
Η ονομασία «Βλάχος» έχει τις δικές της εκδοχές. Ο συγγραφέας, μετά μία περιπλάνηση ουσιαστική και ενδιαφέρουσα, καταθέτει σαν αμερόληπτος μάρτυρας τις απόψεις των ειδικών και μεταβαίνει σε άλλο κεφάλαιο, εξίσου ελκυστικό και πολύ ενδιαφέρον.
Γαλλόφωνοι, Αγγλόφωνοι και Ελληνόφωνοι περιηγητές, καταθέτουν μαρτυρίες και δίνουν με την αφήγησή τους εντυπωσιακές εικόνες της ζωής και τις δραστηριότητας των Βλάχων. Ο αναγνώστης γοητεύεται και δε θέλει να τελειώσουν οι αναφορές σε γνωστά ήδη τοπία. Συγκινείται καθώς συναντά στις αφηγήσεις των περιηγητών οικισμούς, χωριά και πόλεις που υπήρξαν κάποτε κέντρα δημιουργικής ανάπτυξης των προγόνων του. Οι πρωταγωνιστές που καταγράφονται στις αφηγήσεις, είναι πρόσωπα γνωστά, γόνοι φημισμένων οικογενειών. Κι όσο πιο βαθιά στις λεπτομέρειες της αφήγησης προχωράς, τόσο και πολύ σε συναρπάζουν οι εικόνες που συναντάς.
«Οι Βλάχοι της Βέροιας» είναι φυσικό να αποτελεί επιλεγμένο κεφάλαιο. Οι σελίδες εδώ κυλούν πιο αργά γιατί ο αναγνώστης δε βιάζεται. Δε θέλει απλώς να διαβάσει αλλά να εντρυφήσει τόσο στο κείμενο, όσο και στις φωτογραφίες. Τα ονόματα εδώ δεν είναι απλώς «οικεία». Είναι από τη γενιά μας, ίσως και από το σόι μας. Είναι οι γείτονές μας, είναι οι φίλοι μας, είναι οι πρόγονοι των φίλων μας.
Το Σέλι, το Ξηρολίβαδο, οι βλαχομαχαλάδες της Βέροιας, η παροικία της Νάουσας, η Κουμαριά, περνούν από μπροστά μας μέσα στις περιγραφές και τις φωτογραφίες.
Να οι ζωέμποροι της Βέροιας με το ποτήρι στο χέρι να απολαμβάνουν το τσίπουρό τους και τον ψιλοκομμένο μεζέ ή το κοκορέτσι. Να το καραβάνι με τους κυρατζίδες λίγα χρόνια προτού τα φορτηγά και οι νταλίκες τους κόψουν το μεροκάματο και τους εξαφανίσουν από την αγορά των μεταφορών και του εμπορίου. Να και οι Μπαρμπαρούσης με τους συμβούλους της κοινότητας και τους εργάτες που ανοίγουν το δρόμο λίγο έξω από το Σέλι. Να κι ο πλάτανος στην ίδια σειρά με το φουρνάρικο του Σιδηρόπουλου και τα Χατζησαροντέϊκα, εκεί αντίκρυ από την παλιά Μητρόπολη.
Δε χορταίνει ο αναγνώστης να βλέπει και να σχολιάζει φωτογραφίες.
Έπειτα, το μάτι ανακαλύπτει τα βλάχικα νοικοκυριά με τα ονόματά τους, όλα γνωστά, όλα χθεσινά, όλα φιλικά κι αγαπημένα. Κι όσο προχωρά η αναζήτηση, διαπιστώνεις έκπληκτος το πλήθος των οικισμών που φιλοξενούσαν βλάχικες οικογένειες. Εκατοντάδες επώνυμα που δηλώνουν παρουσία και άλλα που ήλθαν και απήλθαν και αφήκαν κληρονομιά στα παιδιά τους την καλή τους φήμη, την έντιμη συμπεριφορά τους και την προσφορά τους στην πόλη και την κοινωνία.
Βλάχοι ευεργέτες! Ένα κεφάλαιο που δεν έχει άκρη. Δεν ξέρεις από πού να ξεκινήσεις. Ξέρεις όμως ότι δεν θα τελειώσει ποτέ. Από αναρίθμητους πανέλληνες βλάχους ευπατρίδες, μέχρι τους δικούς μας, που δεν τους ξεχωρίζουμε σε μικρούς και μεγάλους, γιατί όλοι τους ήσαν μεγάλοι στην ψυχή. Και παρόλον ότι ο αναγνώστης του βιβλίου θα βρει τα ονόματά τους στις σελίδες του, προσωπικά αισθάνομαι την ανάγκη να τους αναφέρω, με κίνδυνο να παραλείψω κάποιον.
Είναι ο Βικέλας, οι Σωσιδαίοι, οι αδελφοί Μάρκου, είναι η Κορνηλία Κούσιου, τα αδέλφια της Αντώνης, Γιάννης και Μανώλης Κούσιος, είναι ο Απόστολος Τεγούσης, η οικογένεια Βλαχογιάννη, η Ιωάννα Κυράνη. Είναι και η Μαρία Μπέλλα, την οικογένεια της οποίας είχα την ευτυχία να γνωρίσω τις καλές ημέρες του παρελθόντος. Όλοι τους με κίνητρο τη φιλοπατρία τους και τα ευγενικά τους ιδεώδη, προσέφεραν το περίσσευμά της ψυχής τους και καταγράφηκαν στα κατάστιχα της τοπικής ιστορίας.
Το μεγάλο θέμα της βλάχικης γλώσσας, βρίσκει περίοπτη θέση στις σελίδες του βιβλίου. Θέση που ως φιλόλογος δικαιούται ο συγγραφέας να ερευνήσει και να αναλύσει. Εμείς όμως, αδαείς και άσχετοι, θα αντιπαρέλθουμε το θέμα και θα προχωρήσουμε σε άλλους, πιο γνώριμους ατραπούς. Στα έθιμα των Βλάχων, και στα πολιτισμικά στοιχεία που διαθέτουν.
Εντυπωσιακά και πλούσια σε εικόνες, τέρπουν και διδάσκουν με το περιεχόμενό τους. Η περιγραφή τους στο βιβλίο του Τάκη Γκαλαΐτση και ο εμπλουτισμός τους με άφθονες φωτογραφίες, οδηγεί τον αναγνώστη σε μνήμες από τα παιδικά και τα εφηβικά του χρόνια.
Οι εορταστικές εκδηλώσεις, οι εποχές που περιλαμβάνουν παραγωγικές κορυφώσεις, θρησκευτικά προσκυνήματα, μικρές και μεγάλες οικογενειακές στιγμές, καταγράφονται και αποθανατίζονται με διαδικασίες που περικλείουν άφθονο το πολιτισμικό στοιχείο. Η τελετή του γάμου, κορυφαίο γεγονός για όλους τους λαούς, στους βλάχους καταγράφεται με υψηλούς ρυθμούς και εντυπωσιακή συμμετοχή της κοινότητας των συγγενών, συγχωριανών και συμπατριωτών. Η ευλογία της εκκλησίας, η συνοδεία προσκεκλημένων και μουσικών οργάνων, η χαρά και η διασκέδαση που ακολουθεί, είναι στοιχεία που ενδυναμώνουν τα θεμέλια της νέας οικογένειας.
Πριν να μας οδηγήσει ο συγγραφέας στο κεφάλαιο που περιγράφει το βλάχικο γάμο, μας δίνει ενδιαφέροντα στοιχεία για τη γυναίκα και τη θέση της στην κοινωνία. Στη συνέχεια μιλάει για τις φορεσιές τους. Γνωστές σ’ εμάς τους παλαιότερους φιγούρες, που τις διέκρινες από μακριά με τα πολύπτυχα φορέματα που έφθαναν μέχρι τον αστράγαλο των ποδιών. Φιγούρες που διατηρούνται ακόμη και που σε λίγα χρόνια θα τις συναντούμε μόνο στις παλιές φωτογραφίες.
Σήμερα ο διαχωρισμός που είχε ως βάση τον τρόπο συνομιλίας, τα έθιμα, την ενδυμασία, τη συμπεριφορά και τις συνθήκες διαβίωσης, δεν υπάρχει. Ούτε και το επάγγελμα είναι εκείνο που διατηρείται από κάποιες ομάδες ώστε να ξεχωρίζεις την καταγωγή των ομάδων αυτών και να λες: Αυτός είναι Βλάχος.
Οι κυρατζίδες ήσαν κυριαρχικά Βλάχοι. Τώρα δεν υπάρχουν πια παρά στις φωτογραφίες.
Τα μαλλιά και η επεξεργασία τους στο λανάρι και στην ρόκα και στον αργαλειό, απασχόληση χαρακτηριστική των Βλάχων, πέρασαν από τη χειροτεχνία των παλαιοτέρων ετών στη βιομηχανία. Η βιοτεχνία της κουβέρτας, της φλοκάτης, των σινδονιών και άλλων οικιακών ειδών, φθίνει συνεχώς και περνά σε άλλες επιλογές. Κι όταν κάπου-κάπου τη συναντάς, δεν τη βρίσκεις πάντα σε χέρια βλάχικης οικογένειας.
Ο πολυτάλαντος και ακάματος συγγραφέας θα κλείσει το σύγγραμμά τους με μια πλούσια και κατατοπιστική αναφορά στη συλλογιστική προσπάθεια που διεκπεραιώνει με θαυμαστή επιτυχία ο Σύλλογος Βλάχων Βέροιας.
Ένα σωματείο που έχει να επιδείξει πλούσιες περγαμηνές σε διοργανώσεις κοινωνικής, πολιτιστικής και εθνικής σημασίας.
Ορέστης Σιδηρόπουλος