Του ιερέως Παναγιώτου Σ. Χαλκιά
Εφέτος, φίλοι αναγνώστες, συμπληρώνονται 200 χρόνια από την Επανάσταση του 1821.
Επ’ ευκαιρία αυτού του γεγονότος, θα μου επιτρέψετε να κάνω μερικές σκέψεις.
Η θερμή Πίστη άρρηκτα δεμένη με τον πόθο της ελευθερίας, ήταν ο άθραυστος άξονας της Εθνεγερσίας το 1821.
Η ιδέα της ελευθερίας είναι μία από τις κεντρικές ιδέες του Χριστιανισμού. Και η θερμή, αγνή Πίστη είναι ένας από τους μοχλούς που κινεί το μοχλό της ελευθερίας.
Αυτή την αλήθεια την υπογράφουν τα κείμενα των Δασκάλων του Γένους και η ζωή των Αγωνιστών της Παλιγγενεσίας.
Ο Ρήγας ο Βελεστινλής στο «Θούριό» του τραγούδησε:
«Σταυρός, η πίστις στην καρδιά,
δουφέκια και καλά σπαθιά
γκρεμίζουν τυραννίαν,
τιμούν Ελευθερίαν,
όπ’ έδωκε ο Πλάστης
στο δουνιά, μπρε παιδιά».
Στα χρόνια της σκλαβιάς και του Αγώνα, μπορεί να διαπιστώσουμε πως όταν ψυχορραγεί η προσωπική ελευθερία, ψυχορραγεί και η Εθνική Ελευθερία. Κανένα Έθνος δεν μπορεί να διαφυλάξει την Ελευθερία και την ακεραιότητά του, όταν οι άνθρωποι που το αποτελούν έχουν χάσει, είτε με την εθελοδουλεία, είτε με τη βία και τον φόβο, την ελευθερία τους, όταν η Ελευθερία παραχαράσσεται εξαιτίας της άγνοιας.
Και ξέρουμε ποιοι απομάκρυναν τούτον τον κίνδυνο:
Κληρικοί, δάσκαλοι, φωτιστές του γένους – Βούλγαρης, Μηνιάτης, Κοσμάς ο Αιτωλός και τόσοι άλλοι – υποδαύλιζαν τον πόθο της Ελευθερίας, τονώνοντας την πίστη στο Θεό:
«Αχ Πανακήρατε Κόρη, ενθυμήσου πως εις
την Ελλάδα πρότερον, παρά εις άλλον τόπον
έλαμψε το ζωηφόρον φως της αληθούς Πίστεως.
Το Ελληνικόν Γένος εστάθη το πρώτον,
όπου άνοιξε τας αγκάλας και εδέχθη
το θείον Ευαγγέλιον του μονογενού Σου
Υιού. Τούτο έδωσε εις τον κόσμον τους Διδασκάλους,
οι οποίοι με το φως της διδασκαλίας
των εφώτισαν τας ημαυρωμένας καρδίας
των ανθρώπων. Λοιπόν, εύσπλαχνε Μαριάμ,
παρακαλούμεν Σε δια το Χαίρε εκείνο,
όπου μας επροξένησε την χαράν, δια τον αγγελικόν
εκείνον Ευαγγελισμόν, όπου εστάθη της σωτηρίας
μας το προοίμιον, χάρισέ του την προτέραν
του τιμήν. Σήκωσέ το από τα δεσμά εις
το σκήπτρον, από την αιχμαλωσίαν εις το βασίλειον».
Η πεποίθηση πως «Κυβερνήτης του Παντός» είναι ο Θεός, κράτησε άγρυπνα και ορθά τα πνεύματα επί τετρακόσια χρόνια κι έκανε το ζυγό της δουλείας πνευματική δοκιμασία κι εξαγνισμό από πολλά εθνικά αμαρτήματα. Ο θεός, όμως, πάλι υπόγραψε, υποσχέθηκε την ελευθερία στο γένος των Ελλήνων. Για τούτο ο Ουρανός είναι πια συναγωνιστής των επιγείων. Ο αγώνας δεν είναι πολιτικός. Ούτε μονάχα εχθρικός. Είναι αγώνας για τη μεταφυσική πίστη. Για το δικαίωμα να λατρεύεις το Θεό που επιθυμείς και πιστεύεις, να εκτελείς ανεμπόδιστα τα καθήκοντα της θρησκείας σου.
Χαρακτηριστικό είναι το κείμενο του μεγάλου Δάσκαλου, του Αδαμαντίου Κοραή, που γράφει στην «Αδελφική διδασκαλία»:
«Διδάσκουσι, ναι, ο Χριστός και οι Απόστολοι την υποταγήν εις τους κυρίους. Αλλ’ εις ποίους κυρίους; Εις εκείνους όσοι το «δίκαιον και την ισότητα τοις δούλοις παρέχουσι (Κολασ. Δ΄ 1). Περί δε των αδίκων των τυραννικών κυρίων… τι λέγει ο απόστολος Πέτρος; «Πειθαρχείν δει Θεώ μάλλον ή ανθρώποις» (πρας. Ε΄ 2α)… Οι τυραννούμενοι, λοιπόν, έχουσι το απαλλοτρίωτον δικαίωμα του να ζητώσι παντοίοις τρόποις, δια να διαρρήξωσι τον ζυγόν της τυραννίας και να απλάβωσι πάλιν το πολύτιμον αυτό δώρον, το αυτεξούσιον…».
Αυτός είναι ο ιερός χαρακτήρας του Εικοσιένα. «Και έτσι ερμηνεύεται, σημειώνει ένας σύγχρονος διανοητής, ηθικά η πίστη που κίνησε εκείνες τις καρδιές και τις ατσάλωσε μπροστά στο μαρτύριο και τον θάνατο. Κανένας μετά Χριστόν επαναστάτης δεν είδε πεθαίνοντας τον ουρανό ανοικτό πάνω από το κεφάλι του. Οι ήρωες του Εικοσιένα τον έβλεπαν. Και αυτό πρέπει να μας κάνει σήμερα, εμάς που δεν βλέπουμε παρά μονάχα υλικά συμφέροντα, να ντρεπόμαστε. Η Επανάσταση εκείνη ευωδίαζε από αρετή. Γιατί δεν την έκαναν μονάχα οι αρχηγοί, που συχνά είχαν τις διαφορές και τα μίση τους.
Τα πρωτοπαλίκαρά τους, τα παλικάρια τους, οι σεμνοί και ανώνυμοι εκείνοι Άνθρωποι, είχαν μια ψυχή ολάνθιστη από αρετές. Ζούσαν στερημένα, μέσα σ’ ερημιές και πάνω σε γυμνά βουνά, κοιμόντανε νηστικοί, γυμνητεύαν, κι όμως η ανέχεια δεν τους έκανε βλάσφημους. Δεν φθονούσαν, δεν άρπαζαν το βιος του άλλου. Κι όταν το έκαμαν, πάντα ήξεραν πως έσφαλαν και ποτέ δεν αυθαδιάζαν ενώ ήταν ένοχοι».
Άνθρωποι ταπεινοί, στην Πίστη τους ανυποχώρητοι, ο πόθος της Λευτεριάς φουντωμένος στα σωθικά τους, αυτοί ήταν οι Αγωνιστές της Εθνεγερσίας. Αυτοί έκαναν το Φραγκίσκο Σκούρι να γράψει:
«Μίλησε και συ, ω Ουρανέ! Ειπέ και εσύ με ακτινοβόλο γλώσσα της χριστωνύμου Ελλάδος τες δόξες… αν ο Εωσφόρος σε έγδυσε από τους αγγέλους, το Ελληνικόν Γένος τόσους και τόσος αγίους σου έδωσε, οπού δεν φαίνεσαι πλέον Ουρανός, αμή, χωρίς καμίαν υπερβολήν, όλος φαίνεσαι μία Ελλάδα!».
Όλος ο Ουρανός, μία Ελλάδα. Πώς βγήκαν από ανθρώπινα χείλη τέτοιες συγκλονιστικές λέξεις!
Το Εικοσιένα, αφού πέρασε το Έθνος από την κοιλάδα του εθνικού Κλαυθμώνος, το έντυσε με φύλλα δάφνης, μ’ αθανασία και αγιότητα. Η Επανάσταση που φλόγισε με το πάθος της Ελευθερίας το Γένος μας ήταν τεχνουργός πιστών ηρώων, Επανάσταση αγιασμένη, που ξεχύθηκε σαν λάβα από τα στήθη της Ορθοδόξου μας Εκκλησίας.
Και το Πνεύμα εκείνης της Επανάστασης, φίλοι αναγνώστες, δεν πρέπει να πεθάνει, αν θέλουμε να μη χαθεί το Έθνος μας.