Από τις 14 Μαΐου η Ελλάδα ευελπιστεί να μπορεί και πάλι
να υποδεχθεί τουρίστες, δήλωσε ο υπουργός Τουρισμού Χάρης Θεοχάρης, κατά την
διάρκεια διαδικτυακής συνέντευξης Τύπου στο πλαίσιο της φετινής -ψηφιακής-
Διεθνούς Έκθεσης Τουρισμού του Βερολίνου (ΙΤΒ), η οποία ξεκίνησε χθες,
επισημαίνοντας ότι οι επισκέπτες θα είναι ευπρόσδεκτοι, εφόσον πριν από το
ταξίδι τους έχουν εμβολιαστεί, έχουν υποβληθεί σε τεστ που είναι αρνητικό ή
διαθέτουν αντισώματα. «Δεν θα εμποδίσουμε κανέναν να ταξιδέψει» στην Ελλάδα,
διευκρίνισε ο υπουργός και τόνισε ότι βασική προτεραιότητα της κυβέρνησης
αποτελεί η προσφορά μιας «μοναδικής ταξιδιωτικής απόλαυσης - με ασφάλεια». Γι
αυτό και το φετινό σύνθημα του Υπουργείου είναι: All you want is Greece.
«Φιλοδοξία μας είναι να διασφαλίσουμε ότι η Ελλάδα θα είναι ανοιχτή προκειμένου να επιτρέψει σε όλους όσοι θέλουν να την επισκεφθούν να το κάνουν και να τους προσφέρουμε ένα περιβάλλον ευχάριστο και ταυτόχρονα ασφαλές».
Ο κ. Θεοχάρης σημείωσε κατ΄
επανάληψη ότι και για τους επισκέπτες θα ισχύει ό,τι και για τους πολίτες της
χώρας και ότι δεν θα γίνει απολύτως καμία διάκριση σε βάρος των μη εμβολιασμένων,
ενώ ανέφερε ότι βάση για την φετινή περίοδο θα αποτελέσει το Πρωτόκολλο του
2020, με την προσθήκη της νέας γνώσης και εμπειρίας. Βασική διαφορά για την
φετινή περίοδο, υπογράμμισε, αποτελούν τα «γρήγορα» τεστ και βεβαίως η ύπαρξη
εμβολίων κατά του κορονοϊού. Τόνισε μάλιστα, ότι μετά την ολοκλήρωση της
ανοσοποίησης των πιο ευάλωτων, θα δοθεί προτεραιότητα στους εργαζόμενους του
τουριστικού κλάδου και εκτίμησε ότι η διαδικασία θα αρχίσει πιθανότατα τον
Μάιο. Επιπλέον, οι εργαζόμενοι θα υποβάλλονται τακτικά σε τεστ. Οι τουρίστες
από την άλλη πλευρά θα υποβάλλονται σε δειγματοληπτικά τεστ και τα έξοδα
ενδεχόμενης νοσηλείας για κορονοϊό θα καλύπτονται και φέτος από το κράτος.
«Ευελπιστούμε να ανοίξουμε έως τις
14 Μαΐου. Έως τότε θα αίρουμε σταδιακά τους περιορισμούς, όπως θα το επιτρέπουν
τα θέματα υγείας», δήλωσε ο υπουργός Τουρισμού, διευκρινίζοντας ότι οι
ημερομηνίες είναι ενδεικτικές και πρόσθεσε ότι η Ελλάδα σχεδιάζει να δοκιμάσει
τα πρωτόκολλά της από τις αρχές Απριλίου, με την Ευρωπαϊκή Ένωση και άλλες
χώρες οι οποίες έχουν προχωρήσει αρκετά τον εμβολιασμό του πληθυσμού, όπως πχ
το Ισραήλ. «Είμαστε κάτι περισσότερο από αισιόδοξοι. Είμαστε έτοιμοι!», είπε
χαρακτηριστικά ο κ. Θεοχάρης.
Απαντώντας σε ερωτήσεις σχετικά με
την διάρκεια της φετινής τουριστικής περιόδου, ο υπουργός ανέφερε ότι
σχεδιάζεται επιμήκυνση προς το φθινόπωρο και τον χειμώνα στους κλασικούς
καλοκαιρινούς προορισμούς, αλλά και σε προορισμούς ειδικού τουριστικού
ενδιαφέροντος και επισήμανε ότι ήδη αυξάνεται η ζήτηση όσο προχωρούν οι εμβολιασμοί,
όπως πχ στην Βρετανία.
Σε ό,τι αφορά την υποδοχή
επισκεπτών από χώρες εκτός ΕΕ, ο κ. Θεοχάρης τόνισε ότι ο στόχος είναι να
μπορεί να έρθει όποιος επιθυμεί, με την τήρηση βεβαίως των προϋποθέσεων.
Εξήγησε δε, ότι θα διασφαλιστεί ότι θα έχουν πρόσβαση και όσοι εμβολιάζονται με
εμβόλια που δεν έχουν εγκριθεί από την ΕΕ, όπως αυτά της Κίνας ή της Ρωσίας.
Καλοκαίρι με παραστάσεις και συναυλίες
Ο κ. Θεοχάρης εκτίμησε ακόμη ότι το
καλοκαίρι θα επιτραπεί και η παρακολούθηση παραστάσεων και συναυλιών, υπό όρους,
ενώ, σχετικά με εκδηλώσεις όπως οι γάμοι, εξέφρασε την ελπίδα ότι όσο προχωρούν
οι εμβολιασμοί θα αρθούν πολλοί από τους περιορισμούς που ισχύουν τώρα,
τονίζοντας ωστόσο ότι κάποιοι περιορισμοί είναι βέβαιο ότι θα παραμείνουν και
φέτος εν ισχύ.
Ερωτώμενος σχετικά, ο υπουργός
διαβεβαίωσε ότι οι ελληνικές αρχές θα συνεχίσουν να παρακολουθούν στενά την
εξέλιξη της υγειονομικής κατάστασης, προκειμένου να λάβουν μέτρα εφόσον
χρειαστεί και υπενθύμισε ότι πλέον υπάρχουν επιπλέον εργαλεία, όπως τα
«γρήγορα» τεστ, αλλά και μεγαλύτερη εμπειρία σε ό,τι αφορά τους κινδύνους.
Κληθείς να διακινδυνεύσει μια
εκτίμηση σε ό,τι αφορά τις φετινές τιμές των τουριστικών προϊόντων, ο Χάρης
Θεοχάρης σημείωσε ότι θα είναι πολύ δύσκολο να υπάρξουν αυξήσεις, καθώς η
προσφορά θα είναι μεγαλύτερη από τη ζήτηση. Αναφερόμενος όμως στην κατάσταση
που επικρατεί στον κλάδο στην Ελλάδα, εμφανίστηκε αισιόδοξος, καθώς, όπως είπε,
τα μέτρα στήριξης της κυβέρνησης βοήθησαν τις επιχειρήσεις να επιβιώσουν και,
από την άλλη πλευρά, όσοι θέλησαν να επενδύσουν, βρίσκουν μεγάλο ενδιαφέρον
επενδυτών.