Του ιερέως
Παναγιώτου Σ.
Χαλκιά
Πριν από 61 χρόνια, φίλε αναγνώστη, σε αίθουσα κινηματογράφου της Κορίνθου, είχε γίνει φιλολογική εκδήλωση για τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, με εισηγητή τον φιλόλογο καθηγητή ης Επταταξίου Εκκλησιαστικής Σχολής Κορίνθου Νικηφόρο Καχριμάνη. Τότε, ο γράφων, είχε απαγγείλει το ποίημα του Παπαδιαμάντη:
«Το σπίτι που γεννήθηκα».
«Σκαλίζοντας» το αρχείο μου, βρήκα αυτό το ποίημα. Συγκινήθηκα και αποφάσισα να γράψω δύο λόγια για τον Παπαδιαμάντη ως υμνογράφο.
Πριν 110 χρόνια (νύχτα της 2ας προς 3ην Ιανουαρίου 1911), στο νησί της Σκιάθου, ένας άνθρωπος σβήνει. Σβήνει απλά, αθόρυβα, ήσυχα. Ο κορυφαίος διηγηματογράφος της νεοελληνικής λογοτεχνίας Αλεξ. Παπαδιαμάντης. Προηγουμένως, εκοινώνησε των Αχράντων Μυστηρίων με βαθιά ευλάβεια. Προσπάθησε να ψάλει το υπέροχο τροπάριο των Ωρών της παραμονής των Φώτων: «Την χείρα Σου την αψαμένην..». Αλλά οι δυνάμεις τον εγκατέλειψαν. Η φωνή του πνίγηκε. Έγειρε τα μάτια και παρέδωσε την ψυχή του στον Πλάστη. Ο νοσταλγός του Θεού μπορούσε πια να αναπαυτεί αιωνίως στην αγκαλιά Εκείνου που είναι Αγάπη και Φως.
Ο Παπαδιαμάντης είχε πει κάποτε: «Η καρδιά μου είναι στα ψηλώματα, η καρδιά μου δεν είν’ εδώ…».
Η λαχτάρα των «ψηλωμάτων», η λαχτάρα της Βασιλείας των Ουρανών, χρωματίζει πλούσια το λογοτεχνικό του έργο. Φαίνεται, όμως, πολύ πιο καθαρά στα υμνογραφήματα που συνέθεσε, στα άγνωστα αυτά κείμενα της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Στον «Ικετήριον Κανόνα εις την Υπεραγίαν Θεοτόκον», στον «Ικετήριον Κανόνα εις τον Όσιον Διονύσιον τον εν Ολύμπω», και στην «Ακολουθία του Αγίου Ιερομάρτυρος Αντίπα, Επισκόπου Περγάμου».
Ο Παπαδιαμάντης ως υμνογράφος, αφήνει ελεύθερη την ψυχή του να μιλήσει, να αποκαλύψει αυτά που δονούσαν τα βάθη του είναι του. Αφήνει να φανεί πόσο ξένος ένιωθε μέσα στον κόσμο και πόσο διψούσε τον ουρανό. Πόσο τον χρειαζόταν ο θείος ξεναγός, για να τον οδηγήσει στη χαρά του Παραδείσου:
«Ξενιτεύοντα, Πάναγνε και ξεναγού σοφού με δεόμενον ξεναγώγησον, η τέξασα τον επιδημούντα πανταχού, αγνή», θα πει στον «Κανόνα εις τον Όσιο Διονύσιον», κάτι που εκφράζει και τη δική του κατάσταση.:
«Ξενοθέντα του κόσμου, προς ουρανόν θείος και αιώνιος έρως σε ανεπτέρωσε, τω δεδοξασμένω προσαγαγών σε Θεώ…».
Ο υμνογράφος μας, βλέπει με τα μάτια του ενθέου πόθου εκείνους που ήδη γεύονται τη μακαριότητα κοντά στο Θεό. Βλέπει τους μάρτυρες σαν ωραιότατα δέντρα και άνθη, φυτεμένα στην καρδιά του Παραδείσου. Ποτίστηκαν τα ουράνια αυτά φυτά με τη σταγόνα που ανέβλυσε από την άχραντη πλευρά του Λυτρωτή και τώρα ανθούν εν Χριστώ:
«Η σταγών η εκβλύσασα εκ της παναχράντου Σου και ζωοποιού πλευράς, τα της κτίσεως πέρατα πάντα ήρδευσε. Και εβλάστησαν δάφναι και μυρσίναι και υάκινθοι και ρόδα μαρτυρικώς εν σοι θάλλοντα» (Ακολουθία Αγ. Αντίπα).
Θα ήταν λάθος να νομίσει κανείς ότι η ισχυρή νοσταλγία του Παπαδιαμάντη για τον ουρανό τον αποξένωσε από τους ανθρώπους. Στην ακολουθία του Αγίου Αντίπα τονίζεται πολύ και η κοινωνική πλευρά των αγίων, η σημασία τους για την ανθρώπινη κοινωνία. Στο δοξαστικό της Λιτής, ο υμνογράφος μας δίνει ένα έξοχο παράδειγμα ζωντανής έκφρασης των διαθέσεων αυτών:
«Σήμερον συγκαλείται ημάς Αντίπας ο Χρυστομάρτυς επί πνευματικήν εστίασιν, παρατιθέμενος ημίων μυστικόν βρώμα και πόμα τον στάχων του μαρτυρίου, το άλας των αποστολικών διδαγμάτων, το έλαιον της φιλανθρωπίας και τον οίνον της αγαθότητος…».
Και στο θεολογικό το δοξαστικό των Αίνων της ίδιας ακολουθίας, αφήνει να φανεί η βαθιά του επιθυμία για το ανέβασμα του ανθρώπου στο ηθικό και πνευματικό επίπεδο:
«Όσιε Αντίπα, μιμητά του Κυρίου, ο συνταφείς Χριστώ δια του βαπτίσματος και συσταυρωθεις, αυτώ εν τη ουρανίω Βασιλεία, ικέτευε, δεόμενα, ίνα ρυσθώμεν παντός μολισμού ψυχικού… και αξιωθώμεν λατρεύειν Αυτώ εν οσιότητι και δικαιοσύνη πάσας τας ημέρας της ζωής ημών».
Και προχωρεί ακόμη πιο πέρα ο Παπαδιαμάντης. Μέσα στο ανέβασμα των ανθρώπων που πραγματοποιείται δια της πίστεως, βλέπει τη συναδέλφωση, την παγκόσμια αδελφοσύνη. Και αυτό το όραμα κάνει την ψυχή του να σκιρτά και να αγάλλεται. Αυτός ο νοσταλγός του Θεού, αποδεικνύεται και βαθύς αναζητητής της αδελφοσύνης των ανθρώπων. Την τραγουδά, την χαίρεται, τη ζει. Τη ζει και αφήνει την ψυχή του να ξεχυθεί σε δοξολογία προς Εκείνον που χαρίζει την εν Χριστώ αδελφοσύνη στους ανθρώπους.
«Τω Θεώ τω ποιήσαντι θαυμαστά και τεράστια, άσμα αναμέμψωμεν, ω φιλόχριστοι… ότι σήμερον Ιουδαίος ουκ’ ένι ουδέ Έλλην, ουκ ελεύθερος, ου δούλος, αλλ’ εν Χριστώ πάντες εν εσμέν».
Μακάριοι όσοι έχουν την ευλαβική πίστη, του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Μακάριοι όσοι έχουν την ίδια με εκείνον νοσταλγία του Θεού, την ίδια στοργή για τον άνθρωπο.