“ Ποτέ δεν το χε σκεφτεί ότι
συμβαίνει τόσο ξαφνικά να ανοίγουν
τα σύνορα ανάμεσα σ αυτό που είναι
και σ αυτό που δεν είναι . “
ΤΖΕΝΝΥ ΕΡΠΕΝΜΠΕΚ
Παρατήρησε τον χώρο γύρω του. Ολα έμοιαζαν ξένα λες και αφότου έφυγαν αυτοί που έμεναν εκεί, τα αντικείμενα έσβησαν σιγά-σιγά από πάνω τους τα ίχνη των ανθρώπων. Εφαγε κάτι πρόχειρο που έφερε μαζί του, όταν χτύπησε το τηλέφωνο.
“Τί βλέπεις από το παράθυρό σου?” τον ρώτησε η Χ.
“Τον ουρανό και στο βάθος τα φώτα του λιμανιού”. Δίστασε για λίγο πριν συνεχίσει.
“Μας σκέφτομαι όλους μαζί πάνω σε ένα πλοίο να ταξιδεύουμε. Η θέα της θάλασσας από ψηλά και οι γλάροι να πετάνε παιχνιδιάρικα. Αυτή η εικόνα διαρκεί πολύ λίγο, μια στιγμή, αλλά είναι τόσο όμορφη που μου φέρνει δάκρυα στα μάτια. Ξέρεις, πάνω στο κομοδίνο έχω κρατήσει ένα αναγνωστικό δημοτικού. Το αγγίζω και αισθάνομαι τον κόσμο σαν υπόσχεση.”
Μια δυσκολία στην αναπνοή τον ανάγκασε να σταματήσει για λίγο. Μια σιωπή απλώθηκε που σαν πέπλο σκέπασε τα πάντα. Μόλις τώρα πρόσεξε την βροχή που εδώ και ώρα είχε αρχίσει να πέφτει με δύναμη.
Τα μάτια του ήταν υγρά. Ίσως ένιωθε τον χρόνο να τελειώνει και βιαζόταν να τακτοποιήσει κάποια πράγματα μέσα του. Προσπάθησε να χαμογελάσει και την καληνύχτησε.
Η Χ το ένιωσε. Φαντάστηκε τη φιγούρα του να μικραίνει και σιγά σιγά να σβήνει τελείως. Για ένα δευτερόλεπτο της φάνηκε ότι άκουσε τον ήχο των κυμάτων απ το μισάνοιχτο παράθυρο.
ΥΓ Στον Δημήτρη που έφυγε
Κώστας Μίζας
Επιμελητής Ανηλίκων Βέροιας