Του Γιάννη Δ. Μοσχόπουλου
Η οθωμανική κατάκτηση προκάλεσε σημαντική οπισθοδρόμηση στα θέματα εκπαίδευσης σε όλα της τα επίπεδα. Ένα σημαντικό γεγονός για την ανάπτυξη της παιδείας, αλλά και γενικότερα για την ιστορία του έθνους, σημειώθηκε στα 1593, όταν ο πατριώτης Πατριάρχης Ιερεμίας Β΄ ο Τρανός συγκάλεσε σύνοδο στην οποία αποφασίστηκε να φροντίσουν οι ορθόδοξοι μητροπολίτες να ιδρύσουν σχολεία. Ουσιαστικά ο ιεράρχης κήρυξε γενική σταυροφορία για την ίδρυση σχολείων και διαφόρων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων. Έτσι από την εποχή αυτή γενικεύεται η ίδρυση σχολείων. Ο δεσμός εκκλησίας – σχολείου, ο οποίος και στα χρόνια της βυζαντινής περιόδου ήταν στενός, γινόταν πλέον στενότερος. Τα σχολεία ήταν δίπλα ή μέσα στην εκκλησία ή το μοναστήρι. Ο δάσκαλος συνήθως ήταν ιερέας ή μοναχός. Τα σχολεία, που αφορούσαν μόνο στα αγόρια, ήταν προσαρτημένα στην εκκλησία, χωρίς τάξεις. Η εκπαίδευση είχε περιοριστεί στα λεγόμενα κολυβογράμματα. Ο μοναδικός δάσκαλος, συνήθως ιερέας ή μοναχός, τους δίδασκε ανάγνωση μόνο εκκλησιαστικών βιβλίων (το ωρολόγιο, την οκτώηχο, το ψαλτήρι, τις διάφορες ακολουθίες κλπ).
Ο επίσκοπος Καμπανίας Θεόφιλος (1749-1795) λάμπρυνε με την πνευματική δράση του την περιοχή του κεντρικοανατολικού κάμπου. Καταγόταν από τα Ιωάννινα και διέθετε όχι μόνο βαθιά θεολογική, αλλά και πλατιά εγκυκλοπαιδική μόρφωση, που την αξιοποιούσε ένα προοδευτικό και φιλελεύθερο πνεύμα. Η έδρα της Επισκοπής του ήταν στην Κουλακιά (Χαλάστρα), αλλά στην Καψόχωρα διατηρούσε κονάκι που είχε μετατραπεί σε πνευματικό κέντρο, όπου οι νέοι της περιοχής, που διψούσαν για μάθηση, οργανωμένοι σε αδελφότητα, φοιτούσαν με δάσκαλο τον πνευματικό παπα-Ανανία. Αρχικά διδάσκονταν τις βασικές γνώσεις, αλλά όσοι διακρίνονταν στη μάθηση φοιτούσαν στις ανώτερες σχολές της Νάουσας, της Θεσσαλονίκης και της Βέροιας ως υπότροφοι. Έτσι προετοιμάζονταν τα νέα στελέχη της επισκοπής, δηλαδή οι ιερείς και οι δάσκαλοι. Επίσης λειτουργούσε «εν Καυσοχωρίω βιβλιοθήκη του Θεοφίλου Καμπανίας». Το κέντρο αυτό ήταν μία όαση πνευματική για τους νέους της περιοχής. Παράλληλα είχε οργανώσει πλήρως τα σχολεία σε όλα τα χωριά της περιοχής του, αφού ο ίδιος βεβαίωνε ότι «… εις τον Γηδάν έχουσί τινα εντόπιον παιδαγωγούντα τους παίδας και εις άλλα ομοίως οι ιερείς».
Οι χριστιανοί της Μακεδονίας στηρίχθηκαν ψυχικά και από τον ιεραπόστολο Κοσμά Αιτωλό, ο οποίος διέσχισε την ύπαιθρο της και κήρυξε από το 1766 έως το 1778. Μιλώντας απλά, αλλά με δύναμη και ύφος προφήτη, εμψύχωνε τους χωρικούς, προφήτευε τη μελλοντική απελευθέρωση του ελληνικού γένους και τους παρακινούσε να κτίζουν εκκλησίες και να ιδρύουν σχολεία, πασχίζοντας έτσι να ανακόψει τους εξισλαμισμούς. Τα κηρύγματά του άγγιζαν άμεσα τα λαϊκά στρώματα γίνονταν βάλσαμο και κινητήρια δύναμη για τους υπόδουλους. Κατά τη δεύτερη περιοδεία του στη Μακεδονία το 1775 ο Κοσμάς κινούμενος από τη Θεσσαλονίκη πέρασε από το Ρουμλούκι κι έφθασε στη Βέροια, το καλοκαίρι του 1775. Από «ενθύμηση» μαθαίνουμε ότι τον Ιούλιο του ίδιου χρόνου κήρυξε εκεί, καθώς και στα γύρω χωριά. Τότε χρονολογείται η επίσκεψη του Κοσμά Αιτωλού στο Γιδά. Σύμφωνα με αφηγήσεις παλαιών κατοίκων του Γιδά (που κατέγραψα περί το 1978), κορυφαίο γεγονός στην ιστορία του χωριού είναι ότι πέρασε, λειτούργησε και δίδαξε στην αυλή της εκκλησίας του αγίου Αθανασίου ο Κοσμάς ο Αιτωλός, ο «Απόστολος Κοσμάς ή ο «Άγιος Κοσμάς», όπως συνηθίζουν να τον αποκαλούν. Σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση, όταν έφθασε στο Γιδά, πήγε στην παλιά εκκλησία του αγίου Αθανασίου (στο χώρο του σημερινού ομώνυμου κοιμητηριακού ναού Αλεξάνδρειας), έμπηξε στο χώμα έναν σταυρό φτιαγμένο από χλωρά κλαδιά, λειτούργησε και δίδαξε ενώπιον κατοίκων που συγκεντρώθηκαν από όλα τα γύρω χωριά. Ο προηγούμενος ναός του Αγίου Αθανασίου έφερε χρονολογία κτίσεως το 1777, οπότε ίσως η κατασκευή του να ήταν καρπός του κηρύγματός του.-
Γιάννης Δ. Μοσχόπουλος, Το Ρουμλούκι [Kαμπανία] κατά την πρώιμη και μέση οθωμανοκρατία [14ος αιώνας -1830], Θεσσαλονίκη, εκδόσεις Εντευκτηρίου 2012, σελ. 301, 313-341, 320, 324 επ., 337, 409. 19.2.2021/ mosio@otenet.gr / 6977336818
1821 – 2021, 200 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ
Το ΡΟΥΜΛΟΥΚΙ
πριν (κατά-μετά) την επανάσταση
Στις 22 Φεβρουαρίου 1821 ο Υψηλάντης εξέδωσε προκήρυξη ανεξαρτησίας, πέρασε τον ποταμό Προύθο και ύψωσε τη σημαία της Επανάστασης στο Ιάσιο της Μολδοβλαχίας. Δύο μέρες αργότερα, στις 24 Φεβρουαρίου 1821 εξέδωσε επαναστατική προκήρυξη με τον τίτλο «Μάχου υπέρ πίστεως και πατρίδος».