Φωτό: Οι πρώτοι
εγκαταστημένοι «αστοί» πρόσφυγες στη (μετέπειτα επονομασθείσα) συνοικία «Έξω
Παναγιά», μπροστά στο σπίτι της οικογένειας Αριστείδη Αμοιρίδη (3ος
από αριστερά όρθιος). Αρχείο Γέρσης
Καζαντζίδη
Μια λησμονημένη μεν επέτειος, πλην όμως πολύ σημαντική για την εξέλιξη της πόλης μας θα είναι το επίκεντρο της σημερινής μας “συνάντησης”, αγαπητοί φίλοι.
Στις αρχές του 20ου
αιώνα, όπως έχουμε αναφέρει και σε προηγούμενο αφιέρωμα, η οικοδομική έκταση
της πόλης μας προς τα βορειοανατολικά καθοριζόταν (λίγο ως πολύ) από τη γραμμή
των Ιερών Ναών: Έξω Παναγιάς (σημερινή Υπαπαντή), Αγίας Βαρβάρας (σήμερα έξοδος
ΚΤΕΛ), Παναγιάς Περιβλέπτου, Αγίων Αναργύρων.
Μετά την υπογραφή της
συνθήκης ανταλλαγής πληθυσμών των Σεβρών στα 1923 «…μπουλούκια έφταναν οι
κατατρεγμένοι της Μικρασιατικής Καταστροφής. Ένα κομματάκι ψωμί και μια
πρόχειρη στέγη έπρεπε να φροντίσει το κράτος (που δέχτηκε, στα ξαφνικά,
εκατομμύριο και πλέον)…» (Γιάννης Αλεξιάδης).
Ειδικότερα,
στην πόλη της Βέροιας ως το 1925 είχαν καταφθάσει για εγκατάσταση
4.934 πρόσφυγες από τους οποίους 1.000 ήταν χαρακτηρισμένοι ως “αστοί” και οι
υπόλοιποι ως “αγρότες”. Η ΕΑΠ (Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων) για να
αντιμετωπίσει την τεράστια ανθρωπιστική κρίση έδωσε το μέγιστο του
ενδιαφέροντός της στην εγκατάσταση των αγροτών προσφύγων (διευκόλυνση κατά
προτεραιότητα στην εξεύρεση κατοικίας, διανομή αγροτεμαχίων, γεωργικών
εργαλείων, ζώων, σπόρων, κλπ) με το σκεπτικό της δυνητικά γρήγορης ένταξής τους
στον παραγωγικό ιστό της χώρας. Ενώ για την αποκατάσταση των “αστών” προβλεπόταν
μόνο η περιορισμένη παροχή διευκολύνσεων από την πλευρά της Ελληνικής Πολιτείας
για την εξασφάλιση στέγης.
Να σημειώσουμε ότι υπό τον όρο “αστοί πρόσφυγες” συστεγαζόταν ένα απίστευτα ανομοιογενές πλήθος, από τους πολύ εύπορους, οι οποίοι είχαν μετακινηθεί στον ελλαδικό χώρο έγκαιρα κι οργανωμένα, διασώζοντας σημαντικά περιουσιακά τους στοιχεία, ως τους δύσμοιρους κατατρεγμένους των σφαγών, οι οποίοι μόλις που είχαν καταφέρει να διασώσουν το ρακένδυτο κορμί τους. Για τους τελευταίους αυτούς, η τραγωδία του ξεριζωμού επαναλήφθηκε ξανά και ξανά, καθώς ο αριθμός των διαθέσιμων “ανταλλάξιμων κατοικιών” ήταν ανεπαρκής για την κάλυψη τόσο αυξημένης ζήτησης.
«Κοινωνική ανισότητα ακόμη
και σε συνθήκες εθνικής καταστροφής» θα μπορούσε να σκεφτεί κάποιος… Θα ήταν όμως μια βιαστική κρίση, γιατί στην
πόλη της Βέροιας αυτό που αξίζει να μνημονευθεί και να αναδειχθεί από την
τραγική εκείνη περίοδο είναι το αυξημένο αίσθημα της κοινωνικής συνοχής κι
αλληλοβοήθειας που επιδείχθηκε μεταξύ των προσφύγων, αλλά και η συγκαταβατική
στάση των γηγενών Βεροιέων (χωρίς βέβαια να λείψουν και κάποιες μεμονωμένες εξαιρέσεις).
Συγκεκριμένα, οι πιο εύποροι
πρόσφυγες, αν και είχαν απαρχής τη δυνατότητα να νοικιάσουν ή να αγοράσουν
σπίτια μέσα στην πόλη κι έτσι να αναμειχθούν γρήγορα με τους γηγενείς, δεν
εγκατέλειψαν τους ανίσχυρους συμπατριώτες τους στη μοίρα τους. Σε σύντομο
χρονικό διάστημα αυτο-οργανώθηκαν σε συλλόγους (ένα παράδειγμα: ο Σύλλογος Αστών
Βέροιας “Η Σύμπνοια”), συσπείρωσαν γύρω τους το σύνολο του προσφυγικού κόσμου και
μπήκαν στην πρώτη γραμμή της “μάχης για παλινόρθωση”. Στον τότε τοπικό τύπο
εξαίρεται επί του θέματος η προσφορά των: Σ. Μουράτογλου, Ε. Γιαζιτζιόγλου, Κ.
Προδρομίδη, Δ. Θωμαΐδη, Δ. Νικολαΐδη, Χ. Κυριτσόπουλου, Γ. Καζαντζίδη, Ε.
Ουλκέρογλου, Γ. Αρσάνογλου, Ι. Παυλίδη, Ε. Σταυρίδη.
Με τη δραστηριοποίηση των
προαναφερομένων προς τις ελλαδικές αρχές επιτεύχθηκε την Τετάρτη 17 Φεβρουαρίου
1926 η θεμελίωση του πρώτου αστικού προσφυγικού συνοικισμού “ΕΛΗΑ” (τοποθεσία μεταξύ
των σημερινών οδών Καρατάσου και Ανοίξεως) από τον κ. Καραμάνο, Γενικό
Διευθυντή Εποικισμού Μακεδονίας. Άρχισε έτσι να υλοποιείται επίσημα η (πολύπαθη)
επέκταση του σχεδίου πόλεως της Βέροιας, την οποία εγκαίρως είχε προτείνει (από
το 1924) ο τότε Δήμαρχος κ. Ιωάννη Μάρκου*.
[*Αξίζει να σημειώσουμε για να κατανοήσουμε και αυτό που προαναφέρθηκε ως συγκαταβατικό πνεύμα των γηγενών Βεροιέων ότι ο πρώτος αιρετός Δήμαρχος Βέροιας είχε συμπεριλάβει στο Δημοτικό Συμβούλιο της πόλης και δύο εκπροσώπους των προσφύγων.]
Ακολούθησε (ένα χρόνο περίπου μετά) η δημόσια ειδοποίηση του Γραφείου Εποικισμού Βέροιας προς τους «βουλωμένους αστούς πρόσφυγας να ανεγείρωσι οικήματα ιδίαις αυτών δαπάναις και άνευ οικονομικής ενισχύσεως της υπηρεσίας στις τοποθεσίες: Εληά (1), Έξω Παναγιά (2), Κιουτσούκ Μολά Μπουσταφά (Παραδείσου) (3) και Αγίου Παύλου (4)…».
Καθώς όμως η “αστική αποκατάσταση” παρέμεινε στο καθεστώς “αυτεπιστασίας”
(πρωτοβουλία, μέριμνα και αυτο-χρηματοδότηση των ενδιαφερομένων) για πολλά
χρόνια ακόμη, ελάχιστα από τα ανεγερθέντα κτίρια θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν
ως κατοικίες. Τα περισσότερα είχαν σοβαρότατες ελλείψεις και ήταν ουσιαστικά
ξύλινες, λιθόχτιστες ή πλινθόκτιστες (στην καλύτερη περίπτωση) καλύβες, στεγασμένες
οι περισσότερες πρόχειρα (με λαμαρίνες ή πισσόχαρτο). Όπως περιγράφει σχετικά ο Γιάννης Αλεξιάδης με
το χαρακτηριστικό του ύφος: « (…) Τα σπίτια είχαν ένα μέτρο θεμέλιο, πέτρες
ανάκατες, δοκάρια, τούβλα, γύρω διαχωρισμούς, πάτωμα καρφωτό και τριζάτο,
ταβάνι, κουζινάκι και για το αποχωρητήριο δεν ξέρω, μέσα… έξω… Σπρώξιμο τα
έτοιμα παράθυρα προερχόμενα εκ Θεσσαλονίκης και άντε, πάρτο, πρόσφυγα αστέ…»
Σήμερα στην ίδια θέση, η γωνιακή οικοδομή επί της συμβολής των οδών
Ανοίξεως & Πίνδου 30.
Παράλληλα ξεκίνησε το υπερμέγεθες
για τη συγκυρία της εποχής έργο διάνοιξης μιας περιφερειακής οδού (η σημερινή
Λεωφόρος Ανοίξεως). Οι πρωτοβουλίες του τοπικού Βουλευτή κ. Ι. Παπαδάκη
ευοδώθηκαν με τη συμπαράσταση του τότε Υπουργού Συγκοινωνίας κ. Ι. Βαλαλά.
Μετά το 1930 ανέλαβε δράση
το Υπουργείο Πρόνοιας με την υπό τύπο εργολαβίας ανέγερση τυποποιημένης μορφής
κατοικιών και την εξαγορά τους από πρόσφυγες μέσω ομολογιών*.
[ *Ο δηλωμένος ως “αρχηγός” αστικής προσφυγικής οικογένειας είχε τη δυνατότητα να ζητήσει δάνειο από την Εθνική Τράπεζα Ελλάδος, το ποσό του οποίου μπορούσε να φτάσει μέχρι το 25% της αξίας της προσωρινά εκτιμώμενης από την ΕΑΠ ανταλλάξιμης περιουσίας τους.]
Προσφυγική «ομολογία 1.000 δραχμών» της Εθνικής Τραπέζης Ελλάδος.
Για να ολοκληρώσουμε, στον συνολικό
ελλιπέστατο χωροταξικό σχεδιασμό εντάχθηκε και η ανέγερση του διδακτηρίου του 6ου
Δημοτικού Σχολείου Βέροιας μέσα στον θεωρούμενο ως αυλόγυρο της Βυζαντινής
Μονής του Τιμίου Προφήτου Προδρόμου για την κάλυψη των εκπαιδευτικών αναγκών
των προσφυγόπουλων.
Η θεμελίωση του συνοικισμού “Εληά” και η επέκταση του σχεδίου πόλης προς τα ΒΑ της Βέροιας δεν έλυσε παρά ένα μικρό μέρος από το τεράστιο στεγαστικό πρόβλημα της εποχής. Ήταν όμως απόφαση “σταθμός” για τη μετέπειτα διαμόρφωση της πόλης μας…
Χτίζοντας το διδακτήριο του 6ου Δημοτικού Σχολείου Βέροιας
Προσφυγόπουλα δεύτερης γενιάς στην αλάνα κάτω από το 6ο Δημοτικό Σχολείο. Στο βάθος μέρος του συνοικισμού «Έξω Παναγιά»
Ποδηλατάδα
κοριτσιού (!!!) στα 1943 επί της οδού
Παύλου Μελά . Στο βάθος η συμβολή με τις
οδούς Καρατάσου (αριστερά) και Σκρα (δεξιά) Αρχείο κ, Μ. Δαμιανίδου
Νεαροί επί της Παύλου Μελά στο ύψος του ΠΙΚΠΑ (όπου σήμερα ο Χώρος Τεχνών) στα 1947. Στο βάθος η συμβολή με την οδό Μπιζανίου και προσφυγικές κατοικίες.
Νεαρά κορίτσια στα όρια του συνοικισμού «Έξω Παναγιάς, επί της οδού Περιπάτου (τότε) τη σημερινή Λ. Ανοίξεως.