Γράφει ο Γιάννης Ντισέλιας
Που λες Ζήσεμ , δεν θα σέγραφα αμά με πήρε τηλέφωνο πάλι ο Μήτσιος απτην Σαλονίκη, αυτός με τους πολλούς παράδες, ο πατριώτης μου και με ειρωνεύτηκε με μία γελοιογραφία που είχε δει, να δείχνει έναν δικό μας καβάλα στο γουμάρι κι η κυράτ ξωπίσω φορτωμένη με ξερόκλαδα στην πλάτη να πηγαίνουν προς την καλύβα τους. Να με λέει που μείνατε εσείς κει πάνω. Με ήρθε νταμπλάς, Ζήσεμ κι αρχίσαμε έναν διάλογο, μην συζητάς.
Ρε Μήτσιο, του λέω μεταξύ των άλλων, από μικροί είχαμε τις διαφορές μας. Ήθελες να κάνεις παράδες κι να αποφύγεις την τότε μίζερη πανελλήνια ζωή. Εγώ ήμαν μαζεμένος, διάβαζα πολύ, υπάκουος, πηγαίναμε κατηχητικό, στην παλιά μητρόπολη, με τον πάτερ Βασίλειο και τάχαμ τάχαμ σε πονούσε η κοιλιά και έβγαινες έξω να πάς να παίξεις δίπλα που είχε ποδοσφαιράκια κλπ, ένας μουγκός αν θυμάμαι ο Αντώνης. Διαφωνούσαμε γιατί εγώ έβαζα στόχο μια δουλειά με ανθρώπους χωρίς κέρδη και αλχημείες και μια γυναίκα όμορφη για να μη σκιάζομαι πρωί πρωί άμα ξυπνάω. Εσύ τι έκανες ; Πού πήγες τι έκανες φορτώθηκες με παράδες και αντίθετα από μένα πήρες μια γκάια (καλιακούδα) με φορτωμένο κεμέρι. Αμά το πρωί φεύγεις χαράματα για να μη βλέπεις το έτερό σου μισό ή εν τέταρτο ή δεν ξέρω τι. Ας είναι καλά η καψούρα σου που σε παρηγοράει με το αζημίωτο φυσικά. Άλλο πράμα είναι να ξυπνάς το πρωΐ και να βλέπεις ένα όμορφο πλάσμα να σου ετοιμάζει πρωινό και άλλο να βλέπεις έναν σαν τον Μπετόβεν με σηκωμένα τα μαλλιά σαν να έχει πάθει ηλεκτροπληξία να παίζει την πένθιμη συμφωνία, κομμάτι της το παίζουν στις όξω από δω μεταφορές….. Δες βλέπεις ρε Γιάννη με λέει ο Μήτσιος, ο δικός σου τι παράδες έκαμε με τα μοσχάρια. Εσύ τι έκανες με λέει; Εγώ του λέω το πρωί έλεγα καλημέρα σε φοιτητές και φοιτήτριες ενώ αυτός; Πού έλεγε ; Είχα και κάποιους μαλλιάδες και με μούσι φοιτητές με αμφισβητήσεις, αμά άριστοι στο μάθημα, καραφωτιάδες. Πού να πας απροετοίμαστος, σε βγάζαν στο μεΐντάνι στο πι και φι. Το μόνο ελάττωμα που είχαν μερικοί ήταν που μισούσαν την δουλειά, σαν τον διάολο το λιβάνι. Αντίθετα ο δικός μου πού να πει καλημέρα; Το καλό είναι ότι πήρε τα χούια των ζώων και έμεινε καλός και ήσυχος. Αμά για να σε απαντήσω, ένας Μακεδόνας, τώρα γέρος και κάποτε πολύ καλός δημοσιογράφος και πασίγνωστος ανά το πανελλήνιο, έλεγε : Άμα σε ταΐζουν κουκιά, κουκιά θα χέσεις. Άμα βλέπεις καθημερινά νιάτα, έτσι θα νοιώθεις, άμα βλέπεις μοσχάρια;…
Θυμάσαι Μήτσιομ τί σε είπε ο αλάνης που μας έφυγε και πήγε να παίξει αμερικάνα με τον άγιο Πέτρο, λες και δεν του κάναμε εμείς και με λείπει πολύ; Αφορμή παλι αυτή η γελιογραφία που με είπες στο τηλέφωνο χαραί χαραί πριν αφήσεις την γκιόσσα σου (παλιόγιδα) και πας στα λεφτά σου και στην καψούρα σου. « Ένας λεφτάς σαν και σένα έπινε εσπρέσο στον καφενέ του χωριού και βλέπει καβάλα τον άντρα στον καρρά του και η γυναίκα φορτωμένη με τσάκνα στον ώμο για τον φούρνο να τραβάν για την καλύβα. Έεε λέει του καβαλάρη τι κάνεις, δεν την λυπάσαι; Προτού απαντήσει ο καβαλάρης, ακούγεται η φορτωμένη να του λέει. Άκου ξένεμ. Η γυναίκας το ξέρει , αμά να το μάθεις και σύ. Κουρασμένη γυναίκα το τρώει το αγγούρι, αμά κουρασμένος άντρας μόνον αερίζεται!!! Άιντε στην ευχή και άφησέ μας να φάμε την τσουκνιδόπιτα και τα άλλα.
Μήτσομ, άφησέ μας ήσυχους εδώ στο Σέλι να πίνουμε τα βότανά μας, πρόληψη για το αίμα, για τις αρτηρίες, για την ταχυπαλμία, την βιταμίνη C για τις γρίπες, για τον προστάτη, τα νεφρά και άλλα και κοίτα τα χάλια σου με το σκάτς και τα άλλα που πίνεις που βρωμάνε σαν κατουρλιό, που άλλαξες όπως με λες τρείς γιατρούς για τον προστάτη σου γιατί είχαν χοντρό δάκτυλο!!! Μην με ξαναπάρεις τηλέφωνο, γιατί δεν θα το σηκώσω.
Να σας έχει καλά ο Θεός.