Ένα κρίσιμο ερευνητικό ερώτημα που παραμένει αναπάντητο
–και- στη χώρα μας είναι: Πώς ένας γονιός, ή ένας μαθητής θα μπορούσε να
έχει γνώση για την επάρκεια, την ανεπάρκεια ή την αριστεία ενός σχολείου ή ενός
εκπαιδευτικού. Ή μήπως δεν έχει νόημα ένα τέτοιο ερώτημα!
Ο λόγος που επανέρχομαι σ’ αυτό το
διαχρονικό άγχος είναι, ότι είμαστε και
πάλι στο ίδιο έργο θεατές. Η ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ
ξανά (;) προ των πυλών.
Κι επειδή η «επανάληψις μήτηρ μάθησης» να θυμηθούμε εδώ, ότι από το 1981
εως και τώρα, ψηφίστηκαν
οκτώ νόμοι με συγκεκριμένα άρθρα και διατάξεις που αφορούν την αξιολόγηση, (ν. 1304/82,
ν. 1505/84, ν. 1566/85, ν. 2525/97, ν. 2986/2002, ν. 3848/2010, ν. 4547/2018 και ν. 4692/2020 ), προτάθηκαν πάνω από 14 Προεδρικά Διατάγματα
και δημοσιεύτηκαν αρκετές Υπουργικές Αποφάσεις. Ποτέ όμως δεν εφαρμόστηκε ΤΙΠΟΤΑ. Είναι ευνόητο λοιπόν, κάθε φορά που η
εκπαιδευτική κοινότητα ακούει για αξιολόγηση να πέφτει γέλιο.
Τι συνέβαινε λοιπόν τόσα χρόνια;
Όταν
υπήρχε και η ελάχιστη αντίδραση από την πλευρά των συνδικάτων για θέματα-πάντα
επίκαιρα- και πολύ πιο φλέγοντα, όπως το μισθολογικό το ασφαλιστικό, ή το συνταξιοδοτικό, τότε η
επίσημη πολιτεία έβρισκε τον τρόπο, να θυσιάσει το εύκολο «πρόβατο» για τον
εξευμενισμό τους! Ή για να γίνουμε πιο συγκεκριμένοι, «Το
κράτος και το κόμμα παρεμβαίνουν επιδιώκοντας να κατευθύνουν τα συνδικάτα και,
αντιστρόφως, τα συνδικάτα διεισδύουν και επηρεάζουν το κόμμα και το κράτος
ποικιλότροπα. Aνάμεσά τους αναπτύσσεται εν τέλει ένα σύνθετο δίκτυο
επικοινωνίας, οικοδομείται ένα πυκνό πλέγμα σχέσεων και διενεργείται ένα πλήθος
σημαντικών και λιγότερο σημαντικών ανταλλαγών. Mε αυτό τον τρόπο το κράτος
καταφέρνει να εφαρμόσει την πολιτική του σε καίριους τομείς διατηρώντας την
κοινωνική ειρήνη, προσφέροντας, ωστόσο, ως αντάλλαγμα, μια σειρά παραχωρήσεων
σε τομείς, οι οποίοι στη συγκεκριμένη συγκυρία κρίνονται ως δευτερεύουσας
σημασίας.» (Αθανασιάδης Χ. 2010) Και ένας από τους «δευτερεύοντες» τομείς
έτοιμος να θυσιαστεί τα τελευταία χρόνια
ήταν η… αξιολόγηση.
Όμως τώρα τα πράγματα φαίνεται να είναι λίγο
πιο σοβαρά. Βλέπετε η χώρα με το νόμο
4336/15 («Μνημόνιο 3»), που ψηφίστηκε στη Βουλή από την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ τον
Αύγουστο του 2015, ανέλαβε δεσμεύσεις. Συγκεκριμένα στο «Διαρθρωτικές
πολιτικές για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και της ανάπτυξης» υποενότητα
«4.1 Αγορά εργασίας και ανθρώπινο κεφάλαιο» της παραγράφου Γ του άρθρου 2»
διαβάζουμε:
«…Οι αρχές, σε συνεργασία µε τον ΟΟΣΑ και
ανεξάρτητους εµπειρογνώµονες, θα επικαιροποιήσουν, έως τον Απρίλιο του
2016, την αξιολόγηση του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος που εκπόνησε ο ΟΟΣΑ
το 2011….»
« …Η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών και των
σχολικών μονάδων θα συνάδει µε το γενικό σύστημα αξιολόγησης της δημόσιας
διοίκησης.» κλπ…
Η κυβέρνηση που προέκυψε από τις εκλογές τον Ιούλιο
του 2019 κατέθεσε στα τέλη Μάϊου του 2020 το περίφημο πολυνομοσχέδιο για την
παιδεία (Νόμος 4692/2020).
Μεταξύ
άλλων το νομοσχέδιο στο άρθρο 33, προβλέπει την
σύνταξη στην αρχή της σχολικής χρονιάς, Έκθεσης
Προγραμματισμού εκπαιδευτικού έργου, δράσεων και ερευνητικών διαδικασιών.
Βάσει αυτού, επιλέγονται από τον Σύλλογο Διδασκόντων
κάθε χρόνο στόχοι και τομείς που μπορούν να
συμβάλλουν στην αξιολόγηση και βελτίωση του
εκπαιδευτικού έργου και της οργανωτικής, διοικητικής και εκπαιδευτικής
λειτουργίας του σχολείου.
Σύμφωνα με το
άρθρο 34 ο Σύλλογος στο
τέλος της σχολικής χρονιάς αξιολογεί, τους στόχους και
τομείς την σχολική μονάδα και το εκπαιδευτικό
έργο (Αυτοαξιολόγηση) και συντάσσει έκθεση, η οποία καλείται
ετήσια Έκθεση Εσωτερικής
Αξιολόγησης.
Και με το άρθρο 35 εισάγεται η έννοια της
Εξωτερικής αξιολόγησης των σχολείων από το
Συντονιστή Εκπαιδευτικού έργου του σχολείου, οι παρατηρήσεις και
προτάσεις του οποίου θα γνωστοποιούνται στο Σύλλογο Διδασκόντων και στο οικείο
ΠΕΚΕΣ μέσω ψηφιακής πλατφόρμας.
Το όλο εγχείρημα δείχνει μια καλή προσπάθεια
συρραφής δοκιμασμένων Ευρωπαϊκών και Αμερικάνικων νομοθετημάτων και σίγουρα
είναι πολύ κοντά σε παλαιότερες προτάσεις των συνδικάτων(ΔΟΕ 1993, ΟΛΜΕ 1998).
Εκτός
κι αν… για μια ακόμη φορά κάτι άλλο συμβαίνει. Γιατί αν το νομοσχέδιο
κατατέθηκε όπως και το προηγούμενο του -για πρώτη φορά αριστερά- ΣΥΡΙΖΑ για να
ρίξει στάχτη στα μάτια των κουτόφραγκων, τότε μάλλον είμαστε άξιοι για το χάλι
μας.
Να σχολιάσουμε όμως εδώ πως το εκπαιδευτικό έργο επιτελείται παραδοσιακά
σε τρία επάλληλα επίπεδα:
α) Σε επίπεδο εκπαιδευτικού
συστήματος ως αποτέλεσμα της λειτουργίας του,
β) Σε επίπεδο σχολικής μονάδας ως
αποτέλεσμα της δράσης στο πλαίσιο ενός συγκεκριμένου σχολείου.
γ) Σε επίπεδο σχολικής τάξης ως
αποτέλεσμα συντονισμένης δραστηριότητας συγκεκριμένου εκπαιδευτικού.
Αντιλαμβανόμαστε ότι το εν λόγω αξιολογικό
νομοσχέδιο αφορά ΜΟΝΟ το δεύτερο σκέλος των λειτουργικών επιπέδων. Με τα άλλα
δυο ποιος θα ασχοληθεί;
Γιατί
ασφαλώς κανείς στην χώρα μας δεν μπορεί να περηφανεύεται για τον γραφειοκρατικό χαρακτήρα του ελληνικού
εκπαιδευτικού συστήματος και για
την ανεπάρκεια ή και έλλειψη
υλικοτεχνικής υποδομής.
Για
τον ανεπαρκή αριθμό των εκπαιδευτικών
στις σχολικές μονάδες, για την ανυπαρξία επιμόρφωσης και για τις πενιχρές
αποδοχές τους.
Για
την ανυπαρξία μόνιμων διορισμών εδώ και μια δεκαετία που έχει εκφυλίσει το
σχολικό περιβάλλον με δυο κατηγορίες εκπαιδευτικών: τους μόνιμους χαριτωμένους
εξηντάρηδες στα όρια της σύνταξης και τους αναπληρωτές στα όρια της παράνοιας.
Για την αποστασιοποίηση των σχολικών μονάδων
από την τοπική κοινωνία, για τις
απαρχαιωμένες πρακτικές διδασκαλίας, για τον κατακερματισμό της γνώσης, και εν
τέλει για τις κακές επιδόσεις των μαθητών μας είτε σε τοπικό είτε σε διεθνές
επίπεδο.
Από
όποια οπτική και αν προσεγγίσουμε το θέμα, είτε σαν γονείς είτε σαν μαθητές,
εκπαιδευτικοί ή και συνδικαλιστές δεν μπορούμε παρά να συμφωνήσουμε ότι κάτι
πάει στραβά. Κι αυτό το «στραβό» επιβάλλεται να το ψάξουμε, ΝΑ ΤΟ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΟΥΜΕ και να το
διορθώσουμε!
Το σίγουρο είναι ότι οι καρποί της
εκπαίδευσης συλλέγονται στο μέλλον. Οπότε, ένα καλό αξιολογικό σύστημα, απαιτεί
μια ΟΛΙΣΤΙΚΗ προοπτική σε βάθος χρόνου.
Και ένας σχεδιασμός σε βάθος χρόνου,
απαιτεί συνέπεια και συναίνεση
στους σκοπούς, μεταφέροντας σε όλους τους συμμετέχοντες το εκπαιδευτικό
όραμα.
Σίγουρο είναι επίσης ότι η πλειονότητα των εκπαιδευτικών επιθυμεί να
γίνει αξιόπιστη αξιολόγηση όλων των εμπλεκομένων στην εκπαιδευτική διαδικασία
και να πάψει η λέξη αξιολόγηση να θεωρείται ταμπού για την Ελληνική εκπαιδευτική
πραγματικότητα.
Και για να μη ξεχνιόμαστε.
Η ΑΤΟΜΙΚΗ τιμωρητική αξιολόγηση δεν έχει θέση στην εκπαίδευση. Όπου
εφαρμόστηκε δημιούργησε άθλιες μορφές ανταγωνισμού, με νικητές και χαμένους
μέσα σε αφόρητο άγχος, υψώνοντας εμπόδια, που στερούσαν από τα άτομα την
υπερηφάνεια για την εργασία τους, χωρίς ουσιαστικό αποτέλεσμα στην πρόοδο των
μαθητών.