Ζήσε γειά σου. Δεν θα σε έγγραφα, αμά με πήρε στο κουνιστό ένας παλιόφιλος, Βεροιώτης , απτην Σαλονίκη , για να με ρωτήσει πώς τα περνάω εδώ στο Σέλι με αφορμή τα πολλά χιόνια και το ρεζίλι της Αθήνας. Μέχρις εκεί καλά, αμά τι ήθελε και με ρώτησε : Πώς ζεις ρε Γιάννη εκεί; Ώρε Ζήσε, με ανέβηκε το αίμα μέχρι την κορφή στο φαλακρό «όρος» του κορμιού μου. Ποιος ρωτάει για το πώς ζάω στο πανέμορφο χωριό με όλες τις φυσιολογικές ατέλειες, αυτός που προτού κάνει τα πολλά λεφτά είχε δεν είχε δύο βρακιά. Του θύμισα μερικά απτα παλαιά μας χρόνια
Ξεχνάς ρε Μήτσιο που την πράσινη μύξα μας την σκουπίζαμε με την παλάμη και την παλάμη στο πανταλόνι πισωκολητά; Ξεχνάς ωρέ Μήτσο που όλοι είχαμε μαύρα βρακιά (γιατί άραγε;) και άσπρο φορέσαμε στον στρατό την περίφημη σκελέα που άνετα γινόταν ένα μεγάλο σεντόνι απτο μέγεθος που είχε; Το καλύτερο χαρτί υγείας εδώ στο Σέλι ήταν η φτέρη. Ξεχνάς Μήτσο μ τους ηρωικούς συμμαθητές μας που καθημερινά χειμώνα καλοκαίρι ξεκινούσαν απτο Μουσταλή, το Κουμανίτσι, το Αριάχωβο κλπ για να έρθουν στο σχολείο; Ξεχνάς που φέρναμε ο καθένας μας από ένα ή δύο ξύλα για τη σόμπα, που την ανάβαμε εμείς, εμείς τα ποντιάκια τα βλαχάκια ή τα μικρασιατόπουλα; Ξεχνάς που ο δάσκαλος ήθελε βίτσα από αγριοκρανιά , ψιλή για να τσούζει την φέρναμε κι ας μας τις «έριχνε». Τα πόδια μας είχαν ραβδώσεις ζέβρας. Το ξύλο στην «βάση» και τα χάδια στην ελίτ. Στο σπίτι, ένα τζάκι ή μία σόμπα ζέσταινε τον οντά που κάθονταν η φαμίλια. Όταν ήταν ώρα για ύπνο τον χειμώνα, παίρναμε φόρα και τρέχαμε στο κρύο δωμάτιο και βολίδα κάτω απτην φλοκάτη των δέκα οκάδων. Πού να κουνηθείς!! Άμα σέπιανε κατούρημα πού να σηκωθείς να πας στου διαόλου τη μάνα και να γυρίσεις. Αναβολή για το ξημέρωμα.
Αμά τώρα εσύ Μήτσομ έχεις τον οντά για ύπνο και νταχντιρντί, δίπλα την κουζίνα για ντερλίκωμα και δίπλα ο χαλές. Τι ωραία!! Τρία σε συσκευασία ενός. Περιβάλλον πλήρες με προδιαγραφές υγείας.
Αμά τώρα, «εκαμε η μύγα κώλο κι έχεσε τον κόσμο όλο», έτσι και σύ Μήτσο μ, αποράς και ψιλοειρωνεύεσαι για το πώς ζάω στο Σέλι. Ξεχνάς τι σέλεγε ο αλάνης που μας άφησε ο κεφάλας και έφυγε έτσι άξαφνα. Όποιος έχει πολλά λεφτά σέλεγε άς αποδείξει ότι τάκανε με σωστό τρόπο. Και συ μούγκα και ντιπ τίποτα.
Κάτσε στη Σαλονίκη, βλέπε καρσί τι χρώμα βρακί στεγνώνει η καψούρα σου, βάλε το προφυλακτικό στο πρόσωπό σου, κάνε μια βόλτα στην παραλία, μετά πήγαινε σπίτι και αποχαυνώσου με τους πολύξερους «ειδικούς» που τα ξέρουν τα ξεράδια όλα, βλέπε τον Ερντογάνη σου, που σαν τα μυρμήγκια, που όταν είναι να ψοφήσουν βγάζουν φτερά, έτσι και αυτός λέει έπεα πτερόεντα ως άλλος υποψήφιος Τραμπ.
Αυτά για σήμερα και να σας έχει καλά ο Θεός.