Του Γιάννη Δ. Μοσχόπουλου
4. ΟΙ ΚΛΕΦΤΕΣ
Οι κλασικοί ιστορικοί θεωρούν ότι ένα άμεσο επακόλουθο των σκληρών συνθηκών στα πρώτα χρόνια της υποτέλειας ήταν και η εμφάνιση των κλεφτών και του φαινομένου της ληστείας.
Στην ύπαιθρο οι Έλληνες αγρότες αισθάνονταν περισσότερο τα επακόλουθα της σκληρής σκλαβιάς, αφού εκεί η ασφάλεια και η δικαιοσύνη ήταν ανύπαρκτες. Η ζωή, η τιμή και το δικαίωμα στην ιδιοκτησία των χωρικών βρισκόταν στη διάθεση των άπληστων Τούρκων τιμαριούχων, οι οποίοι ήταν κυρίαρχοι των πάντων. «Τούρκον είδες, άσπρα [χρήματα] θέλει, κι άλλον είδες κι άλλα θέλει». Οι κατακτητές δεν ανέχονταν τους αλλόθρησκους ραγιάδες παρά μόνο όταν τους χρειάζονταν για να δουλεύουν γι’ αυτούς και για να τους φορολογούν, ελπίζοντας ότι αργά ή γρήγορα θα τους προσηλύτιζαν στη μόνη «αληθινή θρησκεία», το Ισλάμ.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι ρουμλουκιώτες ήταν πρώην βυζαντινοί στρατιώτες και στρατιωτικοί της Καμπανίας, οι οποίοι έφεραν βαρέως τον οθωμανικό ζυγό. Έτσι, λοιπόν, όταν αντιδρούσαν σε κάποια αυθαιρεσία των κατακτητών και τυχόν εγκληματούσαν από εκδίκηση, δεν είχαν άλλη επιλογή από το «να πάρουν τα βουνά», να γίνουν φυγόδικοι και ακολούθως να καταφύγουν στη ληστεία για να εξασφαλίσουν βίαια την τροφή τους. Λήστευαν είτε τους εκπροσώπους της τουρκικής κυριαρχίας, είτε ακόμη και τον πλούσιο συγχωριανό τους, που τα κατάφερνε να συνεργάζεται με τους κατακτητές. Ήταν οι «κλέφτες», οι εσκιά, όπως τους αποκαλούσαν οι Τούρκοι, δηλαδή οι ληστές, κακούργοι, επαναστάτες, που συχνά επέδραμαν νύχτα στον κάμπο. Διερμήνευαν τη θέληση των ραγιάδων να μην υποταχθούν στη βία και στις καταπιέσεις των αλλοδόξων κατακτητών και των χριστιανών συνεργατών τους.
Με τα χρόνια τα βουνά των Πιερίων, του Ολύμπου και του Βέρμιου μεταβλήθηκαν σε καταφύγια των ανυπότακτων τέκνων της πατρίδας, αλλά και των αδικηθέντων Ρωμιών. Τα βουνά αποτέλεσαν για τους Έλληνες διέξοδο σωτηρίας κατά την τουρκοκρατία.
Με την πάροδο των χρόνων οι κλέφτες άρχισαν να γίνονταν ιδιαίτερα ενοχλητικοί στους κατακτητές Οθωμανούς γαιοκτήμονες του κάμπου. Οι τιμαριούχοι ως ελάχιστο μέτρο ατομικής προστασίας αναγκάστηκαν να οικοδομήσουν ισχυρά καταλύματα, κονάκια και πυργόσπιτα, για να εξασφαλίσουν την ασφαλή διαμονή των ιδίων ή του προσωπικού τους στον κάμπο, καθώς και επαρκών εγκαταστάσεων για τη φύλαξη των ζώων και της παραγωγής τους. Αρκετοί βέβαια από τους οθωμανούς ιδιοκτήτες προτιμούσαν να κατοικούν στην ασφάλεια των τειχών των γειτονικών πόλεων, Βέροιας, Θεσσαλονίκης και να μεταβαίνουν στα κτήματά τους μόνο σε περιόδους που ήταν απαραίτητη η εκεί φυσική τους παρουσία. Στα κτήματά τους στον κάμπο παρέμεναν οι σουμπασήδες τοποτηρητές τους. «1639-1642: … μαζί με άλλους ληστές στο χωριό Κόρφος [Κορυφή] της περιφέρειας Θεσσαλονίκης φόνευσαν τον πατέρα και τη μητέρα του Χρύσου και λεηλάτησαν όλα τα κινητά πράγματα και τρόφιμα αυτών, μετά από αίτηση του προαναφερθέντος Χρύσου και αφού οδηγήθηκε στο ιεροδικείο ο ληστής Πέγιος Βέλτζος, κάτοικος Προδρόμου Βεροίας...», διότι είχε αφαιρέσει: «οκτώ φορτία σιταριού, πέντε φορτία κριθαριού, τέσσερα φορτία κεχρί, τρία κεφάλια αγελάδες, δύο κεφάλια βόδια, ένα κεφάλι δαμάλι».
Ιδιαίτερα σε περιόδους που η Πύλη αντιμετώπιζε εξωτερικούς κινδύνους ή πολέμους και τα τοπικά στρατεύματα απουσίαζαν σε εκστρατείες, αυξανόταν η ανταρσία στα μακεδονικά βουνά. Η συνεχής δράση των κλεφτών των γειτονικών Πιέριων και του Βέρμιου προκαλούσε σαφέστατο αίσθημα ανασφάλειας στους τιμαριούχους και σπαχήδες της πεδιάδας, αλλά και στα πλούσια μοναστήρια. Οι ένοπλες επιθέσεις των κλεφτών, οι ληστείες, οι απαγωγές ατόμων, οι κλοπές ζώων, οι ληστρικές επιθέσεις σε εμπορικά καραβάνια, οι απειλές για κάψιμο κονακιών, αποθηκευτικών εγκαταστάσεων ή θυμωνιών σιταριών ήταν τα συνήθη μέσα πίεσης, ώστε να αποσπάσουν χρήματα ή λύτρα από τους οικονομικά ισχυρούς Οθωμανούς ιδιοκτήτες, αλλά και από κάποιους εύπορους χριστιανούς. Όμως η Ελ. Γκαρά γράφει ότι στα έγγραφα του ιεροδικείου της Βέροιας γίνεται βέβαια λόγος για ληστές, αλλά τίποτα δεν δείχνει ότι η κατάσταση ήταν κρίσιμη.
Γιάννης Δ. Μοσχόπουλος, Το Ρουμλούκι [Kαμπανία] κατά την πρώιμη και μέση οθωμανοκρατία [14ος αιώνας -1830], Θεσσαλονίκη, εκδόσεις Εντευκτηρίου 2012, σελ. 69, 71-73, 103.
29.1.2021/ mosio@otenet.gr / 6977336818