Οι Ρωμιοί της Μακεδονίας, όταν τέθηκαν υπό το ζυγό των Οθωμανών, συσπειρώθηκαν γύρω από την Ορθόδοξη Εκκλησία. Σ’ αυτό συνέτεινε και ο ταχύτατος παραγκωνισμός - εξαφάνιση των βυζαντινών αρχόντων. Η εκκλησία ήταν το μοναδικό στήριγμα και η μόνη αποτελεσματική πολιτική δύναμη στη νέα πραγματικότητα για το μιλέτ (εθνότητα) των Ρωμιών (Rum), όταν όλα γύρω τους είχαν ανατραπεί. Η Εκκλησία ήταν η συνέχεια της θρησκευτικής και (της άλλοτε βυζαντινής) διοικητικής υπόστασης των υπόδουλων. Με την πνευματική προστασία της οι υπόδουλοι διατηρούσαν την συνεκτικότητά τους.
Αρχηγός στο μιλέτ των Ρωμιών ήταν ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (μιλέτμπασι). Στις επαρχίες ηγετικές φυσιογνωμίες μεταξύ των χριστιανών ήταν ο μητροπολίτης και ο επίσκοπος. Τα χωριά του Ρουμλουκιού κατά την πρώϊμη οθωμανοκρατία ήταν μοιρασμένα σε τέσσερις επισκοπές: Καμπανίας, Δρουγουβιτείας (καταργήθηκε περί τα μέσα του 17ου αι.), Κίτρους και Βεροίας.
Η Εκκλησία φορολογούσε κάθε χριστιανό μικροκαλλιεργητή με ειδικό φόρο, προκειμένου να καλύψει τα έξοδα της στοιχειώδους αυτοοργάνωσής της. Έτσι ο κάθε χριστιανός ραγιάς ήταν υποχρεωμένος να δίνει μέρος από τα εισοδήματά του και για τις ανάγκες της Εκκλησίας, ενώ ο τοπικός Δεσπότης είχε το δικαίωμα να επιβάλει και να συλλέγει φόρους. Η οθωμανική διοίκηση αντιλαμβανόταν τους τοπικούς ιεράρχες όχι ως πνευματικούς ηγέτες, αλλά ως μισθωτές των εκκλησιαστικών φορολογικών εσόδων της μητρόπολης ή της επισκοπής τους.
Οι χριστιανοί δεν είχαν δικαίωμα να κατασκευάζουν νέους ναούς και η επισκευή των παλαιών απαιτούσε ειδική άδεια. Όμως με γενναιόδωρες προσφορές στον σουλτάνο και στις επαρχιακές αρχές, οι χριστιανικές ενορίες κατάφερναν να ξεπερνούν τα εμπόδια αυτά. «1671: Οι κάτοικοι του χωριού Νεοκάστρου […], εμφανισθέντες ενώπιον του ιεροδικείου, εδήλωσαν τα εξής: Το σατανικό και απαίσιο οίκημα του παραπάνω χωριού, το οποίο χρησιμεύει σ’ εμάς ως τόπος προσευχής και ονομάζεται εκκλησία, έχει ανάγκη επισκευής, διότι η στέγη αυτού και ένα τμήμα του προστώου του έχουν καταστραφεί από πυρκαϊά και […] ζητάμε να γίνει επί τόπου αυτοψία και να μας επιτραπεί η επισκευή της». Κάπως έτσι ανοικοδομήθηκε κι αγιογραφήθηκε ο περικαλλής ναός του Αγίου Δημητρίου στα Παλατίτσια το 1569/1570, το εκκλησάκι της Αγίας Τριάδας που ανακαινίσθηκε και αγιογραφήθηκε το 1589, ο ναός του Αγίου Δημητρίου Ξεχασμένης το 1756 κ.ά. Οι εκκλησίες συνήθως ήταν χαμηλές και κατασκευάζονταν έξω από τα χωριά του κάμπου, για να μην «σκανδαλίζονται» οι τοπικοί μουσουλμάνοι από τις χριστιανικές τελετές.
Στις κοινότητες των χριστιανών υπόδουλων επικρατούσε η αγωνία της ετήσιας οικονομικής επιβίωσης κι ο φόβος μήπως χάσουν τη γλώσσα και τη θρησκεία τους. Ήταν εκτεθειμένοι σε αφόρητα καταπιεστική ζωή, ανασφαλείς για την ατομική και την οικογενειακή τους ζωή, αλλά και για την περιουσία τους. Αντιμετώπιζαν σε μόνιμη βάση την εξαφάνισή τους, ενώ η απειλή του εξισλαμισμού παράλληλα με το παιδομάζωμα ήταν η αποτελεσματική συνταγή για την κατατρομοκράτηση των χριστιανών. Επίσης φόβος και τρόμος καταλάμβανε τους χωρικούς, όταν ερχόταν στο χωριό τους ο δεκατιστής (δηλαδή φοροεισπράκτορας - ενοικιαστής του φόρου της δεκάτης) συνοδευόμενος από ένοπλους γενίτσαρους. Σ’ αυτή την απόγνωσή τους η μόνη διέξοδος και έμπρακτη άμυνα ήταν η συσπείρωση των χριστιανών στις τοπικές τους κοινότητες υπό την προστασία της Εκκλησίας. Ο κοτζάμπασης κάθε χωριού με τον ιερέα φρόντιζαν για την κατανομή της φορολόγησης κάθε οίκου (hane), τη συγκέντρωση των φόρων και την απόδοσή τους στον αρμόδιο μπέη ή φοροεισπράκτορα. Μετέφεραν αιτήματα των χωρικών στον τιμαριούχο ή στον Δεσπότη και ασχολούνταν με την επίλυση μικροδιενέξεων των χωρικών. Αγώνας γινόταν για να αποφεύγεται η προσφυγή των χριστιανών στο οθωμανικό ιεροδικείο και να κάνουν χρήση του προνόμιου να δικάζονται για διαφορές οικογενειακού και κληρονομικού δικαίου από τους αρχιερείς τους και σύμφωνα με το βυζαντινό δίκαιο. Η Εκκλησία και οι ελληνικές κοινότητες συνέβαλαν αποφασιστικά στην επιβίωση του ελληνικού έθνους, αλλά και στη συστηματική και ηθική ανασυγκρότησή του, με την ανάληψη κοινών έργων, την απόκτηση πολιτικής εμπειρίας και την ενδυνάμωση της εθνικής συνείδησης.-
Γιάννης Δ. Μοσχόπουλος, Το Ρουμλούκι [Kαμπανία] κατά την πρώιμη και μέση οθωμανοκρατία [14ος αιώνας -1830], Θεσσαλονίκη, εκδόσεις Εντευκτηρίου 2012, σελ. 71-73, 304.