Του ιερέως
Παναγιώτου
Σ. Χαλκιά
Γιατί, φίλοι αναγνώστες, να σβήσει στην καρδιά μας σήμερα η φλόγα, αφού κάποτε στα χωριά μας η φύση μας είχε γαλουχήσει.
Το τζάκι στη γωνιά, φλογοβολούσε κούτσουρο από αγριελιά και πουρνάρι. Και το λυχνάρι, άμετρα χρόνια κάθε βράδυ, θρεφούμενο απ’ το γλυκό, το ευωδάτο λακωνικό λάδι, ξαστέρωνε από τη μέση το σκοτάδι. Και αυτή η φλόγα, σε κατάλληλη ώρα, μας κινούσε τα νήματα, να προχωράμε στη μπόρα, μέσα από σαράντα κύματα.
Πώς τώρα να μη σβήσει στην καρδιά των παιδιών μας η ελπίδα, αφού η ανθρωπιά πια έχει σβήσει, που έδινε σ’ εμάς η φύση; Αφού δεν υπάρχει θράκα, ούτε τσιμπίδα να σκαλίσει στη χόβολη, να βρει την κρυμμένη σπιθυρίδα, να μπορεί με το καινούργιο προσάναμμα να δέσει, αφού το παλιό ξύλο πια έχει πέσει;
Πώς να μη σβήσει σήμερα στην καρδιά του παιδιού η θέρμη, αφού από τη γέννησή του κρυώνει και τρέμει, σε παγωμένα χέρια μιας «αδελφής», που δεν είναι αδελφή του; Ποια μάνα σήμερα είναι κοντά του, όταν νυστάζει, με γάλα μητρικό να το βυζάξει, όπως η φύση ορίζει, όπως έχει η τάξη;
Πώς να μη σβήσει σήμερα στην καρδιά του παιδιού η αγάπη; Στα γόνατά της ποια γιαγιά θα το καθίσει, παραμύθι σ’ αυτό να ιστορήσει για δράκο ή για αράπη και με τραγούδια ζεστά να το κοιμίσει; Ποιος σκύβει τώρα με δέος το κεφάλι, πάνω από το μικρό του προσκεφάλι, σταυρό ή φυλαχτό στην κούνια να του βάλει;
Ποιος στοργικός πατέρας τα μαλλάκια του μικρού, με τα χοντρά του δάχτυλα χτενίζει και ποιος παππούς στην αγκαλιά του με τραγούδι λεβεντιάς θα το αποκοιμίσει; Σήμερα σε ξένο ή δικό του σπίτι μεγαλώνει, χωρίς γλυκιά φροντίδα να μερώνει τη μικρή καρδιά του, που είναι μόνη.
Πώς να μη σβήσει στο μυαλό του η φαντασία, αφού στη γωνιά το παραμύθι έχει πεθάνει; Τώρα πιο τρυφερό αδερφάκι θα τα πάρει, να ταξιδέψουν νύχτα με φεγγάρι, με αλογάκι δίχως χαλινάρι;
Έσβησε τώρα η ανθρωπιά, με της εστίας τη φωτιά. Η γυναίκα απ’ την εστία μπήκε στην παραγωγή, να αυξήσει τη σοδειά της, με τον άνδρα της μαζί. Με δελτίο πάνε οι δυο τους στην αναπαραγωγή, γιατί λείπει απ’ τα παιδιά τους, η ζέση και η θαλπωρή.
Ο παππούς και η γιαγιά δεν χωράνε στην εστία. Κι αν δεν κράτησαν παρά, προϋπόθεση υγείας, θα εισέλθουν στα στερνά τους εις τους οίκους «Ευγηρίας».
Και τη θέση της μητέρας τώρα, παίρνει η βοηθός, για να είναι στα παιδιά της ξενογάλακτη τροφός.
Η φύση όμως, τις καρδιές μας, τις ζητάει πολύ κοντά, κι όταν βρίσκονται οι εστίες στην απέναντι μεριά. Το ζήσαμε όλοι στα χωριά μας, εκεί κοντά στα γονικά μας. Πάντα οι καιροί αλλάζουν, νέες εποχές χαράζουν. Ο χρόνος πάντα τρέχει εμπρός και δεν μένει στάσιμος. Ο τόπος δίνεται στα νιάτα, που είναι ο μελλοντικός καρπός.
Αν σ’ αυτά ο ανθρωπισμός, δεν τους είναι οδηγός, που τον δίνει η εστία, το σχολείο, η μαθητεία, συναντάνε στη ζωή τους πάντα προοδοπληξία.
Των γονέων και δασκάλων η ευθύνη είναι βαριά. Τις δικές τους αστοχίες, τις πληρώνουν τα παιδιά. Έτσι, ας μη μας έλκει τώρα ο πατρογονικός μας νόστος.
Με το δίκιο τα παιδιά μας, μας χρεώνουνε το κόστος.