Το θέμα στο πρωτοσέλιδο του «Λαού» στις 12 Ιανουαρίου 2021, αφορούσε στα ετοιμόρροπα της Βέροιας, της πόλης όπου έχουν καταγραφεί 28 επικινδύνως ετοιμόρροπα κτίρια και 21 ετοιμόρροπα, τα περισσότερα στις δύο παραδοσιακές συνοικίες όπου ο δήμος έχει τοποθετήσει κόκκινες κορδέλες με σήμανση επικίνδυνου σημείου, ώστε να προσέχουν και να απομακρύνονται οι περαστικοί. Κι όταν λέμε ετοιμόρροπα εννοούμε σπίτια που έχουν την δική τους μακρόχρονη ιστορία, η οποία όμως κινδυνεύει να χαθεί, όπως χάθηκε ήδη η ιστορία πολλών αρχοντικών και άλλων, εξαιρετικής αρχιτεκτονικής κτιρίων, από τον αδηφάγο χρόνο, αφού οι εκάστοτε αρμόδιες αρχές και υπηρεσίες δεν κατάφεραν να τα διασώσουν για διαφόρους λόγους.
Με αφορμή αυτό το πρωτοσέλιδο, ο αναγνώστης και συνεργάτης του ΛΑΟΥ, Απόστολος Ιωσηφίδης, μας θύμισε ένα δημοσίευμα του Ἀναστάσιου Ἐμμ. Χριστοδούλου, στον «Φρουρὸ τῆς Ἠμαθίας», στις 11 Ἰανουαρίου 1960, που αφορά το αρχοντικό της οικογένειας Βικέλα (από το 1773 το αργότερο, αν όχι και νωρίτερα), «το Μπικελάδικο σπίτι», επι της οδού Αγίου Δημητρίου της Βέροιας, που περιγράφεται ως ένα αληθινό παλάτι με διακοσμήσεις και ξυλόγλυπτα τέμπλα το οποίο αποχαρακτηρίστηκε ως ιστορικό μνημείο στη Βέροια και κατέρρευσε, δυστυχώς, το Δεκέμβρη του 1959.
Έγραφε τότε λοιπόν ο Αν. Χριστοδούλου:
Τὸ σπίτι τοῦ Βικέλα
«Τὸ ἐπιβλητικὸν καὶ μεγαλοπρεπὲς ἐν τῷ συνόλω του ἱστορικὸν αὐτὸ μνημεῖον, μὲ τάς, ἀπὸ γλυπτὴν ξυλείαν, ὑποστέγους γραφικὰς στοάς, μὲ τό, μὲ τὴν ἐπίχρυσον ὀροφὴν καὶ τοὺς διακεκοσμημένους τοίχους, ὑπέροχον δωμάτιον τῆς ὑποδοχῆς, καὶ μὲ τὴν, διὰ 1950 πλατυκεφάλων καρφίων, θωρακισμένην ἐξώπορταν, ἐγκαταλειφθὲν εἰς τὴν τύχην του, κατέρρευσεν παταγωδῶς, διὰ νὰ μᾶς ξυπνήσῃ ἴσως ἀπὸ τὴν πνευματικὴν νάρκην μας. Τὰ δὲ ὑλικά του, μὲ τὴν Ἱστορίαν του μαζύ, ἐπωλήθησαν ἀντὶ 4.500 δραχμῶν!
Τὶ πρῶτον νὰ οἰκτείρῃ κανείς; Τὴν γλισχρότητα καὶ ἀσέβειαν τοῦ Κράτους, τὴν ραθυμίαν τοῦ Δήμου, ἢ τὴν κοινὴν ἀδιαφορίαν; Καὶ εἰς ποῖον νὰ καταλογίσῃ τὴν μεγαλυτέραν εὐθύνην διὰ τὸ μεγάλο αὐτὸ ἔγκλημα, διὰ τὸ ὁποῖον ἔπρεπε νὰ δώσουν λόγον οἱ ὑπαίτιοι, εἰς ἀπολογίαν καλούμενοι;
Ἡ οφειλομένη πρὸς τὸν Δημήτριον Βικέλαν Ἐθνικὴ εὐγνωμοσύνη ἡ παροραθεῖσα ὑπὸ τῶν ἁρμοδίων, ἰθυνόντων καὶ μή, μᾶς ἐντροπιάζει κυριολεκτικῶς καὶ μᾶς χαρακτηρίζει ὡς ἀνικάνους νὰ κατέχωμεν τὸ ἀξίωμα τῶν ἀρχόντων ἔν τε τῇ πόλει καὶ τῷ Βουλευτηρίῳ.
Ὁ Δημήτριος Βικέλας, ὁ Ἕλλην αὐτός, πατριώτης καὶ συμπολίτης μας, χωρὶς καμμίαν ἐπίσημον ἰδιότητα ὑπῆρξεν ὁ καλλίτερος πρεσβευτὴς τῆς Ἑλλάδος εἰς τὴν Δυτικὴν Εὐρώπην. Ἦτο μία, τῶν Ἑλληνικῶν γραμμάτων, ἐκπληκτικὴ μορφή, συγγράψας πλεῖστα συγγράμματα φιλολογικὰ καὶ λογοτεχνικά, μεταφρασθέντα εἰς πέντε ξένας γλῶσσας. Πρωτοβουλίᾳ του ἱδρύθη ὁ «Οἶκος τῶν Τυφλῶν» καὶ ἀνηγέρθη ἡ «Μπελλένειος Πρότυπος Σκοπευτικὴ Σχολὴ» καὶ ἡ «Σεβαστουπόλειος Ἐργατικὴ» τοιαύτη. Ὑποστηρικτὴς παντὸς καλοῦ ἔργου, ἐνίσχυε τοῦτο χρηματικῶς, ἀνωνύμως πάντοτε κάμνων τὰς δωρεάς του. Εἰς τὴν ἔμπνευσίν του ὀφείλεται καὶ ἡ ἵδρυσις τοῦ «Συλλόγου Ὠφελίμων Βιβλίων», ἀρκετὸν τοῦτο καὶ μόνον νὰ τῷ ἐξασφαλίσῃ τὴν Ἐθνικὴν εὐγνωμοσύνην καὶ τῶν Βεροιέων τὴν ἄπειρον ἐκτίμησιν!
Ἀντὶ τούτου, τὸ Κράτος ἀποχαρακτηρίζει τὴν ἐν Βεροίᾳ οἰκίαν του, ὡς ἱστορικὸν μνημεῖον. Οἱ Βουλευταί, ὁ Δῆμος καὶ ἡ πόλις ὁλόκληρος ἀδιαφοροῦν διὰ τὴν διατήρησίν της καὶ μίαν ζοφερὰν ἑσπέραν κατέρρεεν αὔτη παταγωδῶς, πρὸς μεγίστην αἰσχίνην ὅλων μας. Τὴν ἰδίαν τύχην θὰ ἔχῃ συντόμως καὶ τὸ σπίτι τοῦ Σιορ Μανωλάκη ἀποχαρακτηρισθὲν καὶ τοῦτο ὡς ἱστορικὸν μνημεῖον. Ἐνῶ ταῦτα ἔπρεπε ἐπισκευαζόμενα, νὰ σώζωνται καὶ νὰ χρησιμοποιοῦνται ὡς Μουσεῖα ἢ ὡς στέγαι ἄλλων πνευματικῶν ὀργανώσεων.
Ὁ Δημήτριος Βικέλας, τὸ σέμνωμα καὶ τὸ καύχημα τῆς Βεροίας, ἔκρυβε μεγάλην στοργὴν καὶ ἀγάπην διὰ τὴν Βέροιαν, ὡς τοῦτο φανερώνεται εἰς τὸ βιβλίον του «Ἡ Ζωή μου» γράφων: «Αἰσθάνομαι ὅτι ἐὰν ἦτο δυνατὸν καὶ σήμερον ἔτι νὰ στήσω τὴν σκηνήν μου εἰς Βέροιαν, ἐκεῖ ἤθελα ἀνεύρῃ τὴν πατρίδα, καθ᾿ ὅσον ἐκεῖ συγκεντροῦνται αἱ οἰκογενειακαί μου παραδόσεις. Δὲν λησμονοῦμεν ὅτι ἐκεῖθεν καταγόμεθα. Ἐπὶ τὸν τάφον τοῦ πατρός μου εἰς τὸ νεκροταφεῖον τῶν Ἀθηνῶν, ὑπὸ τὸ ὄνομά του, ἐχαράξαμεν τὰς λέξεις “ἐκ Βεροίας”». Αὐτὰ ὁ Βικέλας.
Καὶ ἡμεῖς; Ἡμεῖς, Κράτος, Βουλευταί, Δῆμος καὶ ἰδιῶται, ἀμελείᾳ καὶ ραθυμίᾳ, ἀσεβείᾳ καὶ γλισχρότητι χρησάμενοι, ἀφήσαμεν τὸ ἱστορικὸν μνημεῖον νὰ ἐξαφανισθῇ. Δικαίως διὰ τοῦτο ὀνειδιζόμενοι. Οὔτε τὰ ἀποκαλυπτήρια τῆς ἐν τῇ Ἐληᾷ προτομῆς του ἀξιωθέντες νὰ τελέσωμεν!
Φτοῦ νὰ μὴ βασκαθοῦμε!»