Του ιερέως
Παναγιώτου
Σ. Χαλκιά
Αφορμή για να γράψω το άρθρο αυτό, φίλοι αναγνώστες, υπήρξε η παρακολούθηση σε κανάλια της τηλεόρασης δύο ντοκιμαντέρ. Τα ντοκιμαντέρ αυτά ησχολούντο με την εργασία δεκάχρονων και δωδεκάχρονων παιδιών σε ασιατικές και αφρικανικές χώρες. Τα όσα είδα, όχι μόνο με εντυπωσίασαν, αλλά, κυριολεκτικά, με συγκλόνισαν.
Κάθε ανθρώπινη κοινωνία των χρόνων, πριν και μετά τη Γέννηση του Ι. Χριστού, ήταν γεμάτη από τα οικτρά εκείνα θύματα του αχαλίνωτου ανθρώπινου εγωϊσμού, δηλ. τους δούλους. Ολόκληρη τάξη ανθρώπων, ανδρών και γυναικών, είχαν χάσει την προσωπική τους ελευθερία. Οι μισοί άνθρωποι ή μάλλον τα δύο τρίτα των κατοίκων των πλέον πολιτισμένων χωρών, ήταν δούλοι, επί των οποίων τα αφεντικά τους είχαν απόλυτη εξουσία ζωής και θανάτου. Μπορούσαν να τους μαστιγώσουν ή και να τους θανατώσουν, αν τους έκανε κέφι.
Και αυτό, ακόμη, το ηθικότερο και συντηρητικότερο Έθνος, το Ιουδαϊκό, δυστυχώς, δεν εστερείτο δούλων, είτε αγορασμένων, είτε αιχμαλώτων πολέμου. Η νομοθεσία της Πεντατεύχου δεν κατάργησε τη δουλεία, την οποία θεώρησε φυσική κατάσταση, αλλά προσπάθησε να την τοποθετήσει σε πιο ανθρώπινη, θα λέγαμε, βάση. Ο ανθρωπιστικός αυτός τόνος της Εβραϊκής νομοθεσίας στη ρύθμιση της θέσης των δούλων φαίνεται σε σειρά ευεργετικών διατάξεων υπέρ αυτών. «Εάν δε ταπεινωθεί ο αδελφός σου παρά σοι και πραθεί σοι, ου δουλεύσει σοι δουλείαν οικέτου, ως μισθωτός ή πάροικος έσται έως του έτους της αφέσεως», έλεγε το Λευϊτικόν και το Δευτερονόμιον.
Δηλαδή εάν ο αδελφός σου ευρεθεί εις απόλυτη ανάγκη και ταπεινωθεί ενώπιόν σου και πωληθεί σε σένα ως δούλος, δεν θα εργασθεί κοντά σου σκληρά δουλεία του συνήθως δούλου. Αλλά θα είναι για σένα ως ημερομίσθιος εργάτης ως προσωρινός και θα εργάζεται κοντά σου μέχρι του έτους της αφέσεως… (Λευϊτικόν: ΚΕ΄ 39-40).
Άρα ο Εβραίος κύριος, θεωρούσε τον δούλο ως μισθωτό και δεν είχε επάνω του δικαίωμα ζωής και θανάτου. Το αντίθετο, ο νόμος τιμωρούσε το φονιά των δούλων, αλλά και τον βιαιοπραγούν κατ’ αυτόν. Επίσης, σπουδαία καινοτομία του νόμου ήταν ότι: Μόλις ο δούλος συμπλήρωνε έξι χρόνια υπηρεσίας, ανακτούσε αυτοδικαίως την ελευθερία του τον έβδομο χρόνο. «Ένα κτήσει παίδα εβραίον, εξ έτη δουλεύσει σοι, τω δε εβδόμω έτσι απελεύσεται ελεύθερος δωρεάν» (Έξοδος: ΚΑ΄ 2).
Γενικά, δεν υπήρχε ανθρώπινη κοινωνία χωρίς δούλους. Καθολικός ήταν ο τέλειος εξευτελισμός του ανθρώπου. Μόνο στην Αθήνα, την πόλη, όχι μόνο του πνεύματος και της σοφίας, αλλά και των δημοκρατικών αρχών, κατά την απογραφή επί Ακμητρίου του Φαληρέως το έτος 303 π.Χ., βρέθηκαν 400 χιλιάδες δούλοι, επί συνολικού πληθυσμού 500 χιλιάδων. Στην Κόρινθο, κατά τον σοφιστήν Αθήναιον, υπήρχαν 460 χιλ. δούλοι, στην Αίγυπτο 470 χιλ. κ.λπ.
Στη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία ο αριθμός των δούλων ήταν και θα είναι το δυσκολώτατον πρόβλημα προς λύση, γιατί περί των ελευθέρων έχουμε έναν αριθμό καταγραφών, καμία, όμως, δεν έχουμε περί δούλων. Πάντως, υπολογίζεται ότι κατά τον 7ο π.Χ. αιώνα, επί είκοσι εκατομμυρίων κατοίκων στην Ιταλία, τα δέκα τρίτα ήταν δούλοι.
Εκείνο που μας προκαλεί μεγαλύτερη εντύπωση, είναι το γεγονός ότι και αυτά ακόμη τα εκλεκτότερα πνεύματα του αρχαίου κόσμου, υποστήριζαν τη δουλεία ως φυσική. Φαίνεται ότι αυτά δεν κατόρθωσαν να απαλλαγούν από τη γνώμη και τα έθιμα της εποχής τους. Γι’ αυτό, βλέπουμε ότι και αυτός ο Έλληνας φιλόσοφος Πλάτων καίτοι ανυψώθηκε πάνω από τις πλάνες των συγχρόνων του και αναγνώριζε συχνά σε πολλούς δούλους αρετές και ικανότητες ανώτερες πολλών ελευθέρων, αν τούτοις συμφωνούσε με τις πλάνες των συγχρόνων του και ανεκήρυσσε τον θεσμόν της δουλείας ως αναγκαίο και φυσικό, ανάγκη που την επιβάλλει η φύση: «Φύσει εισίν, έλεγε, οι μεν ει το επιτάττειν, οι δε εις το υπακούειν και δουλεύειν» (Πολιτεία: Α΄ 309).
Ο επί είκοσι χρόνια μαθητής του Πλάτωνος, ο ύπατος των φιλοσόφων Αριστοτέλης, ο οποίος ίδρυσε την επιστήμη της λογικής, προσπάθησε να εξαλείψει τον ρύπον της δουλείας, αλλά, δυστυχώς, ερρυπάνθη υπ’ αυτού. Ο Αριστοτέλης λέγει στα «Πολιτικά τους», ότι ο δούλος είναι μεν όργανο έμψυχο, αλλά η ψυχή αυτού είναι κατώτερη της ανθρώπινης ψυχής. Και όπως το αρσενικό φύσει διακρίνεται από το θηλυκό, έτσι και οι άνθρωποι εκ φύσεως διαιρούνται σε δούλους και ελεύθερους. Παρεδέχετο δηλαδή και αυτός ως φυσική τη δουλεία «ότι μεν τοίνυν εισί φύσει τινές, οι μεν ελεύθεροι, οι δε δούλοι, φανερόν, οις και συμφέρει το δουλεύειν και δίκαιον εστί». Ώστε κατ’ αυτόν η δουλεία ήταν φυσική, αναγκαία και ωφέλιμη, συγχρόνως δε και δίκαιη.
Μόνο η φιλοσοφία των Στωϊκών, η ηθικότερη, τότε, εκδήλωση της ανθρώπινης διανοησης και του ανθρώπινου αισθηματος, απεδοκίμαζε τη δουλεία, αλλά μόνη της δεν μπορούσε να σώσει την κατάσταση. Αν δε λάβουμε υπόψη, ότι πολλοί των λογίων της εποχής εκείνης, όπως ο Κάτων ο νεότερος, ισχυρίζοντο ότι οι δούλοι ήταν εχθροί του ανθρώπου και γενικά της κοινωνίας, εφέροντο προς αυτούς με πολλή σκληρότητα.
Αυτά τα πλάσματα υπέφεραν τα πάνδεινα. Η ζωή τους εξαρτιώταν από τους κυρίους τους. Πολλές φορές, μάλιστα, εσφάζοντο εν ψυχρώ κατά τα συμπόσια των κυρίων των, για να φαιδρύνουν την ατμόσφαιρα των καλεσμένων ή εκομματιάζοντο και ερρίχνοντο ως τροφή στα ψάρια που κολυμπούσαν στις δεξαμενές των Ρωμαίων συγκλητικών και πατρικίων. Άλλοτε πάλιν, ερρίχνοντο στα αμφιθέατρα για να κατασπαραχθούν από τα άγρια θηρία ή εκαίοντο ζωντανοί προς ψυχαγωγία των θεατών.
Στο στίβο του αμφιθεάτρου μονομαχούσαν άνδρες δούλοι, με άνδρες ομοίους τους, ή με θηρία. Τα θύματα αυτών των μονομαχιών ήταν πολλά (30.000 δούλοι, σε ένα μήνα). Στα πανηγύρια δε τα οποία έκαμε ένας από τους καλύτερους αυτοκράτορες της Ρώμης, ο Τραϊανός, γιορτάζων τη νίκη του κατά των Δακών, εφονεύθησαν δέκα χιλιάδες. Όταν πέθανε ο Ρωμαίος έπαρχος, Σεκούνδος, συμφώνως προς την τελευταία του επιθυμία, εφονεύθησαν και οι τριακόσιοι δούλοι του.
Μετά τους Ιουδαίους, μόνο οι Έλληνες και μάλιστα οι Αθηναίοι, φερόντουσαν με επιείκεια προς τους δούλους. Τούτο, πολλοί μας το γνωρίζουν. Κυρίως, ο Ευριπίδης (Εκάβη: 288) και ο Ξενοφώντας. «Των δούλων ουν και των μετοίκων πλείστη εστίν Αθήνησιν ακολασία και ούτε πατάξαι έξεστιν αυτόθι, ούτε υποστήσεται σοι δούλος» (Αθην. Πολ. Α΄ 10-12). Ο δε Ιουδαϊσμός στάθηκε ανίκανος να μεταβάλει μια τέτοια κατάσταση, γιατί και ο Ιουδαίος, εξαιτίας της σκληροκαρδίας του, την οποίαν τόσο ήλεγξαν οι Προφήτες και ο Χριστός, είχε και αυτός, όπως είπαμε, εν χρήσει τον θεσμόν της δουλειας, έστω και υπό την ανθρωπιστικότέρα μορφή (Εφ. ΚΑ: 1-11, Λευϊτ. ΚΕ΄ 30-40 και 47-55, Δευτ. ΓΕ΄ 12-18 και ΚΓ΄ 1-16).