Ίσως να ήταν
22 του μηνός. Δεν ήμουν σίγουρος.
Με μπέρδευε
η θάλασσα
και οι
Βυζαντινές ημερομηνίες που όλο λέγανε
«εν τούτω
Νίκα – εν τούτω Νίκα» κι` έπειτα ήρθε η άλωση.
Kατέφευγα στις πλατείες με τα
σπασμένα αγάλματα
και τ` άλογα
του De
Chirico τότε.
Τα βλέμματα που
αποζητούσαν την κρυψώνα της ευτυχίας
τι θα
απογίνουν τώρα; Αναρωτιόμουν…
Μια φορά και
πάντοτε
ένα παιχνίδι
των αισθημάτων ήταν ο κόσμος.
Οι γιαγιάδες
βλέπαν έγχρωμες επιφάνειες μνήμης,
ανοίγαν τις
βεντάλιες του έρωτα
και οι
ψάλτες ξεναγούσαν στη δύση
τους
ανεκπλήρωτους πόθους.
Ολιγογράμματα
των πολιτισμών με κορδέλες
κι` εγώ αρραβωνιασμένος
με την πραγματικότητα,
έβλεπα λάμπες
άδειων σπιτιών
και δένδρα που ζωγράφιζαν τους ίσκιους τους.
Ρεαλισμός…
έλεγα. Ρεαλισμός! Αυτός, ο περιζήτητος
Κανενός.
Που νάξερα
πως,
«Η φύσις
μηδέν ατελές ποιεί, μηδέν μάτην…»
που έλεγε ο Αριστοτέλης.
Τα παιδιά
τρυπώνουν εύκολα
στον
δεκαπεντασύλλαβο τ’ ουρανού.
…τα
καρπούζια μας αρέσουν γιατί
δεν έχουν
βίδες….λένε.
Κι` έπειτα!
Τι έγινε
ρωτάς; Τί έγινε;
«Έσπρωξα
μονολόγους
στην βαριά
επίπλωση του χρόνου;» που λέει η κυρία Δημουλά;
Πρωτάρης
ξεναγός την ώρα της βλάστησης
των
ερωτηματικών νοιώθεις;
Πλησίον του
μηδενός παραθέριζα
την ώρα που
ξεφόρτωναν τις αλήθειες.
Ένας
συμβιβασμός ήτανε. Ανάμεσα πίκρας και ελπίδας.
Μπερδεύτηκα!
Μήλο μου και
μανταρίνι δραπετεύστε !Κάντε την!
Ξαναγυρίστε στο
δέντρο σας.
Δεν είναι
ζωή αυτή στα Super Market…
είπα.
Γιάννης
Ναζλίδης
16
Ιανουαρίου 2021