Θυμάμαι σαν να ήταν χθες εκείνο το βράδυ πριν από τα σαράντα και βάλε χρόνια. Σε μια Γιορτή Νεολαίας όπου συγκεντρώθηκαν αμέτρητες νεανικές φλόγες. Τον θυμάμαι αεικίνητο, ακούραστο, δυναμικό να λύνει κάθε πρόβλημα που προέκυπτε στο χώρο. Να ανάβει τα κεριά του αγώνα, να ζωντανεύει την ελπίδα για ένα καλύτερο κόσμο, να δίνει οξυγόνο ζωής. Ήταν η πρώτη φορά που συναντηθήκαμε και έκτοτε ποτέ δεν νιώσαμε μακριά ο ένας από τον άλλο.
Πριν από ενάμισι χρόνο ήταν η τελευταία φορά που τον είδα. Ξανά στη Βέροια. Κι ένιωσα το τεράστιο ανάστημα του ανθρώπου που πάλευε χρόνια την αρρώστια και γελούσε και ζούσε και οραματιζόταν ακόμη μια στις τόσες Αλλαγή. Στον ίδιο πάντα χώρο, στη πόλη του, με την ίδια αυτή τη φορά δύναμη όμως της απαντοχής και της εγκαρτέρησης.
Ο
Θανάσης υπήρξε ένα άστρο που ούτε στιγμή
δεν θάμπωσε το φως του. Γιατί ούτε στιγμή δεν θάμπωσαν οι αρχές και οι αξίες
του, η πίστη στο αγώνα, οι προοδευτικές
καταβολές και ιδέες του, οι γραμμές που υπερασπίστηκε, η προσήλωση του στη
δημοκρατία, η πατριωτική του συνείδηση. Ούτε στιγμή δεν θάμπωσε η κοινωνική του
προσφορά, η καθημερινή του μάχη για το καλό. Για την καλημέρα των συνανθρώπων
του όχι αυτή που εκφέρεται τυπικά αλλά αυτή που είναι κεντημένη στα παλιά
γεμάτα καλοσύνη σπίτια των ανθρώπων του λαού.
Όχι. Δεν έμεινε κολλημένος στο παρελθόν. Είχε πάντα την ορμή της αλλαγής μέσα του, πάντα ανοιχτό το βλέμμα του στο αύριο, πάντα να ψάχνει το καινούργιο μέσα από το παλιό, πάντα να προσδοκά και να μάχεται για τις καλύτερες μέρες. Πόσες φορές ζητούσε να μιλήσουμε, να ενώσουμε τις σκέψεις και τις προτάσεις μας να ανταλλάξουμε τις απόψεις μας για ότι μας κρατούσε δεμένους για τόσο πολύ καιρό.
Μου
φαίνεται αδύνατο κάποιος να τον συναντήσει και τον ξεχνούσε. Ρωτήστε όσους
αναρίθμητους βοηθούσε ολημερίς με τη δουλεία του, με τον καθημερινό του αγώνα.
Όλοι αυτοί που σιωπηλά, από κοντά ή από μακριά, ανάβουν κερί στη μνήμη του.
Ο
Θανάσης, για το ΠΑΣΟΚ και τη δημοκρατική παράταξη, για το προοδευτικό κίνημα
στη χώρα, υπήρξε πάντα ένα αγκωνάρι, στέρεο, ακατάβλητο. Ένας απ’ αυτούς που αποτελούσε τη ψυχή και το μυαλό, ένας απ’
αυτούς που έβαζε πάντα το εγώ κάτω από το εμείς.
Σαν από διαίσθηση, από ανώτερη δύναμη, κάθε φορά που περνούσαμε μια καμπή, ένα πρόβλημα, κάθε φορά που νιώθαμε την ανάγκη κάτι να κάνουμε, να αλλάξουμε, να ξεφύγουμε, χτυπούσε το τηλέφωνο. Και ήξερα ότι το τέλος της συνομιλίας μας ένα φως έδιωχνε τις σκιές.
Τώρα
μας αποχαιρέτησε όλους όσους έχουμε απομείνει από εκείνη την πορεία της Γιορτής
Νεολαίας και πάει να βρει τον Βασίλη, το Θόδωρο, κι όλα τα άλλα παιδιά που
χάθηκαν στο δρόμο. Άφησε πίσω του τα αγαπημένα του πρόσωπα, την οικογένεια και
την άξια σύντροφο του που μόνο με χαρά και συγκίνηση θα κρατούν το φως του
αναμμένο μέσα τους για να φωτίζει τη ζωή τους.
Όμως,
για όλους εμάς, το άστρο έσβησε και νιώθουμε πιο λίγοι και πιο φτωχοί. Να τον
θυμόμαστε για πάντα, γι αυτό που υπήρξε, ο δικός μας Θανάσης, οδικός μου φίλος,
σύντροφος και αδελφός.