Μέσα στην φτώχεια μας μοιραζόμασταν το ψωμί με την ζάχαρη ,τα καρύδια ή τα ξερά σύκα.Χαιρόμασταν την ηλικία μας και δεν προσπαθούσαμε να μεγαλώσουμε απότομα. Αναπνέαμε καθαρό αέρα και πίναμε νεράκι από την υπαίθρια πέτρινη βρυσούλα μας.Ο δρόμος,οι αλάνες,η μπάλα μας ,τα ξύλα και οι πέτρες ήταν τα παιχνίδια μας. Γινόμασταν ένα με την φύση και αυτή μας το ανταπέδιδε.Σαν τελείωνε η μέρα και γυρνούσαμε στο σπίτι,αντί για τηλεόραση ακούγαμε ραδιόφωνο,λέγαμε ιστορίες και παραμύθια.Όταν ήθελα να χαλαρώσω άνοιγα το μεγάλο παράθυρο μου που κοίταζε προς τον κάμπο και τον έβλεπα να αλλάζει φορεσιές.Την άνοιξη ντυνόταν στα ροζ από τις ανθισμένες ροδακινιές,το καλοκαίρι στα κόκκινα από τις παπαρούνες,το φθινόπωρο μιά γινότανε πορτοκαλί,μιά καφέ και μιά ανοιχτόχρωμο πράσινο.Τον δε χειμώνα ο κάμπος μου φορούσε την ολόλευκη βαριά του γούνα.Αναπολώ την γειτονιά μου....
Τις ξεκλείδωτες πόρτες,τις μυρωδιές του ζυμωτού ψωμιού,και των φαγητών που δραπέτευαν από τα ανοιχτά παράθυρα των όμορφων μονοκατοικιών.. Βρέχει! Πού πήγε η αθωότητα; Πού πήγε η αγάπη; Τί έκανα λάθος σαν άνθρωπος; Τί πρέπει να διορθώσω,τί να πω στην επομένη γενιά; Ποιός θα με ακούσει;
Όλα άλλαξαν,ο φόβος κυριαρχεί,τα λόγια δεν
πείθουν...Πάνω στον δρόμο γράφεται ακόμη μία ιστορία.Σκούπισα τα
δακρυσμένα μου μάτια και κοίταξα τις εικόνες μου."Παναγία μου φώτισε
τον Νού μας,δώσε σε όλους κουράγιο και πίστη,να επιβιώσουμε μέσα από αυτόν
τον πόλεμο να έρθει ο καιρός της ξεγνοιασιάς.Πάλι να βγούμε στον δρόμο της
ζωής,με περισσότερη ενσυνείδηση και υπευθυνότητα" Ήμουν στο
σπίτι,όμως ο Νους ταξίδεψε πάνω στον υγρό δρόμο των αναμνήσεων μου,αλλά
και στους χιλιάδες συνανθρώπους μου που παλεύουν για την ζωή τους.Ίσως έπρεπε
να βραχούμε για να μάθουμε να φυλαγόμαστε....