Του ιερέως Παναγιώτου Σ. Χαλκιά
Πριν από μία εβδομάδα, φίλοι αναγνώστες, είδαμε, με φρίκη θα
έλεγα, μια ταμπέλα κρεμασμένη στον τράχηλο του Πρύτανη της Α.Σ.Ο.Ε.Ε., που
έγραφε: «Αλληλεγγύη στις καταλήψεις!!!».
Ποιοι προέβησαν σ’ αυτόν τον διασυρμό του Πρύτανη; Τις στιγμές
που γράφονται οι γραμμές αυτές, δεν ευρέθησαν.
Εξαιτίας, λοιπόν, αυτού του φρικτού γεγονότος, θα μου επιτρέψετε
λίγα σχόλια.
Είναι, νομίζω, καιρός, να πάψουν τα λικνίσματα και τα
νανουρίσματα, τα χαϊδέματα και οι υποκριτικές κολακείες, να σταματήσουν οι
δημαγωγικοί και παραπλανητικοί εναγκαλισμοί προς εξασφάλισην της εύνοιας και
εκμετάλλευση του ενθουσιασμού της νεολαίας. Είναι, πλέον, επίσης, καιρός, να
γράφονται ορισμένες αλήθειες, όσο πικρές και δυσάρεστες κι αν είναι, με
ειλικρίνεια, στοργή και σαφήνεια, για να ξυπνάνε οι νέοι μας και να
διαφωτίζονται και να μην γίνονται θύματα και λεία των διαφόρων καιροσκόπων και
δημαγωγών, οι οποίοι σε τίποτε άλλο δεν πιστεύουν, παρά στο ένοχο συμφέρον
τους.
Ένα από τα πάγια συνθήματα των νέων μας είναι η άρνηση και
απόρριψη του παρελθόντος και η «αποκηδεμόνευση» της ζωής τους. Η έμφυτος έφεση
προς μάθηση και κατάκτηση, η φυσική φορά προς το μέλλον, νομίζουμε ότι
επιβάλλει την κατάργηση του παρελθόντος ως ανασχετικού δήθεν παράγοντα της
προόδου του. Οι νέοι αμφισβητούν τις αξίες και τους θεσμούς, δεν θέλουν το
κατεστημένο και καθιερωμένο, μισούν την κηδεμονία και την πειθαρχία, αποκρούουν
πρόγραμμα και τάξη, και απαιτούν πλήρη ελευθερία, χωρίς υποχρεώσεις και
δεσμεύσεις, χωρίς ευθύνες και καθήκοντα.
Αγνοούν, όμως, ότι το παρελθόν είναι εκείνο το οποίον εξασφάλισε
και προσφέρει σήμερα όλες τις όποιες ανέσεις και όποια αγαθά, για να σπουδάζουν
τώρα αυτοί χωρίς περισπασμούς και φροντίδες… Δεν πρέπει να αγνοούν ότι το
παρελθόν και οι παππούδες και οι γονείς τους είναι εκείνοι, οι οποίοι, παρά τις
φρικτές δοκιμασίες δύο παγκοσμίων πολέμων, παρά τις προσφυγικές περιπέτειες και
τις κατοχικές δοκιμασίες, διά σκληρών αγώνων και στερήσεων και εξαντλήσεων,
εξασφάλισαν γι’ αυτούς τα διάφορα πάσης φύσεως ευεργετήματα και προνόμια, εις
βάρος των μοχθούντων γονέων και του φορολογούμενου πολίτη. Και αποτελούν
σκάνδαλο και πρόκληση όταν δεν εκτιμώνται και δεν αξιοποιούνται δεόντως.
Έναντι όλων αυτών τι προσφέρουν οι νέοι; Τι απαιτεί η κοινωνία;
Τι προσδοκούν οι γονείς; Έτσι θα γίνουν «πολλώ κάρρονες»; Γιατί, τάχα, οι
παλιότεροι ικανοποιούντο από το παρελθόν και οι σημερινοί νέοι δεν μπορούν;
Μήπως είναι τόσο ανώτεροι των προγόνων τους; Τι έχουν να μας παρουσιάσουν οι
ίδιοι; Και ό,τι τυχόν, θα μας παρουσιάσουν –ας ελπίσουμε- αυτοί σήμερα, δεν θα
αποτελεί τούτο «παρελθόν» δια τους νέους της αύριον, οι οποίοι με τη σειρά
τους, θ’ ακολουθούν την ίδια τακτική;
Δυστυχώς, όμως, αντί να μελετούν, επιδίδονται σε απεργίες, σε
καταλήψεις σχολείων και στείρους συνδικαλιστικούς αγώνες, αντί να καταρτίζονται
στην επιστήμη τους, παγιδεύονται σε πολιτικά σχήματα και ύποπτα ταξικά
κινήματα. Θα έπρεπε να εκμεταλλεύονται τον πολύτιμο χρόνο και να αξιοποιούν την
ανεπανάληπτη ιδιότητά τους. Και τι κάνουν;
Αγωνίζονται να καταργήσουν τη βαθμολογία και τις περιόδους των
εξετάσεων. Όλα αυτά τα επενδύουν τεχνηέντως με το προσωπείον της μεταφυσικής
αγωνίας και της ιδεολογικής ανησυχίας, ενώ εις το βάθος κρύπτεται η φυγοπονία
και η οκνηρία, η αγνωμοσύνη και η αχαριστία.
Εν τω μεταξύ οι καραδοκούντες δημαγωγοί της πολιτικής και οι
καιροσκόποι του κοινωνικού αναρχισμού τρέχουν να εκμεταλλευθούν «τα ανήσυχα και
οργισμένα νιάτα» και αντί να προσφέρουν σ’ αυτά συμπαράσταση, προστασία και
ορθό προσανατολισμό, τα κολακεύουν με απατηλές υποσχέσεις και ανύπαρκτα ή
πρόωρα και ανεδαφικά δικαιώματα.
Αλλά στο σημείο τούτο είναι επίκαιρο να αναφέρω το εξής
περιστατικό: Κάποτε, ο διάσημος Γερμανός Θεολόγος και ακαδημαϊκός Αδόλφος φον
Χάρνακ (1851-1930), αντιμετωπίζων τα ανήσυχα νιάτα του γιου του, του είπε: «Από
τα 15 χρόνια της ηλικίας σου έως τα 20, σου επιτρέπω να θεωρείς τον εαυτόν σου
ευφυέστερον από εμέ. Από τα 20 έως τα 25 πρέπει να παραδεχθείς ότι πνευματικά
είμαστε ίσοι. Αλλά από τα 25 και πέρα, πρέπει πλέον να αναγνωρίσεις την
απόλυτον πνευματικήν υπεροχήν μου έναντί σου». Και ο νοών νοείτω.