Αναδημοσιεύουμε χρονογράφημα του Ορέστη Σιδηρόπουλου από τον ΛΑΟ της 1ης Νοεμβρίου 2017 για τους ήρωες του ΄40 που έψαχναν «στέγη» στο μνημείο της πλατείας Ωρολογίου που δεν είχε ακόμη τοποθετηθεί και δυστυχώς δεν πρόλαβε ο Ορέστης να δει τα αποκαλυπτήριά του. (περισσότερες λεπτομέρειες στην σημερινή Θέση μας.)
Μόλις είχε πάρει να ξημερώνει.
Μεγάλη μέρα! Χρονιάρα μέρα, με διαστάσεις εθνικού γεγονότος. Εικοσιοκτώ Οκτωβρίου! Καιρός είναι να βγάλουμε τη σημαία μας από το μπαούλο και να την υψώσουμε στο μπαλκόνι. Στην πρόσοψη του σπιτιού…
Τότε ήταν που ακούστηκε από την πλατεία ο βηματισμός τους. Βαρύς, κουρασμένος βηματισμός, που μόλις διατηρούσε το ρυθμό της πορείας.
Στερέωσα τη σημαία στο κάγκελο κι έριξα το βλέμμα μου προς την απέραντη πλατεία. Ένα τσούρμο ασύντακτο, έμπαινε από τη μεριά του πλατάνου στην άδεια πλατεία. Κάποια στιγμή σκορπίσαν. Κάτι αναζητούσαν για λίγη ώρα. Κάτι που δεν πρέπει να το βρήκανε.
Τους είδα να συγκεντρώνονται πάλι και να κατευθύνονται προς το παλιό δικαστήριο. Εκεί σταμάτησαν. Κατέβασαν από τους ώμους τους γυλιούς τους και τους ακούμπησαν στις σκάλες του κτιρίου.
Βρέθηκα στην πλατεία χωρίς να το καταλάβω. Τους πλησίασα. Ήταν όλοι τους νέοι άνθρωποι. Αχνόφεγγαν οι φιγούρες τους στο πρώτο φως της ημέρας. Κάτι μου θύμιζαν. Κάτι ξεχασμένο, κάτι πολύ μακρινό. Τους μίλησα:
Θα πρέπει να είστε μέρες στο δρόμο, σας βλέπω κουρασμένους. Περαστικοί από την πόλη μας σίγουρα. Μπορώ να βοηθήσω σε κάτι;
Στράφηκαν όλοι τους προς εμένα. Κάποιοι με πλησίασαν, κάποιοι άλλοι με παρατηρούσαν ερευνητικά από μακριά:
Καλά το είπες πατριώτη. Μέρες βαδίζουμε. Από τόπο μακρινό ερχόμαστε. Δεν είμαστε όμως περαστικοί. Στον τόπο μας ήλθαμε. Στη γη που μας γέννησε. Στην πατρίδα μας! Ερχόμαστε από τα χιονισμένα βουνά της Αλβανίας.
Ρίγος με συνεπήρε. Σύγκρυο. Είχα μπροστά μου τους ήρωές μας! Τους ήρωες του Αλβανικού μετώπου. Τους Βεροιώτες ήρωες, τους δικούς μας!
Ένας-ένας άρχισαν, ο καθένας τη δική του παρουσία.
Εγώ είμαι ο Παπαγιαννούλης, ο αδελφός του φίλου σου. Δε με θυμάσαι; Σας έβαζα στο κυνήγι τα μεσημέρια που χαλούσατε τον κόσμο με τα παιχνίδια σας στην αυλή του σπιτιού μας, εκεί στην οδό Μεραρχίας. Όμως και σας φίλευα κάθε τόσο με τα κυδώνια του μπαχτσέ μας. Τα μηλοκύδωνα! Τα έτρωγες και σου τρέχαν τα σάλια!
Θυμήθηκα. Κι αυτόν και τα κυδώνια του. Και τη μάνα του που τον μοιρολογούσε όταν ήλθε το γράμμα από το Επιτελείο. Και μαζί της έκλαιγαν όλες οι μανάδες της γειτονιάς. Ήταν άλλωστε ο πρώτος Βεροιώτης που σκοτώθηκε στο μέτωπο.
Εγώ είμαι ο Νίκος ο Σάπκας! Νιόπαντρος και άμαθος από τουφέκι και μάχες. Δεν πρόλαβα να μάθω πώς πρέπει να κρατάς το όπλο σου… Είκοσι μέρες στρατιώτης. Κι έπειτα, ήρωας πολέμου. Για την πατρίδα.
Συγκινήθηκα. Δίπλα μου όμως ακούστηκε απαιτητικός ένας άλλος ήρωας:
Εμένα πρέπει να με γνωρίζεις και να με θυμάσαι μάλιστα πολύ καλά! Γειτονιά ήμασταν, εκεί στην Καραχμέτ. Κοντά στη γέφυρα ήταν το σπίτι σας. Και το δικό μας, αντίκρυ, στην ανηφόρα με τις ροδιές. Ο Χαραλάμπους είμαι! Ο γιος του Τσάρκαλη που μιλούσε σπαστά τα ελληνικά. Ο αδελφός του φίλου σου του Βλαδίμηρου!
Ακολούθησαν κι άλλοι. Ο Στεφανίδης ο Γρηγόρης, ο Μάνιας ο Μιχάλης, ο Μορδοχάϊ, ο Μωΰς κι από δίπλα του ο Ρομπέν κι ο Μπενρουμπή, ξαδέλφια κι οι τρεις. Κι έπειτα ο Γιάννης Χατζημασούρας, φίλος του αδελφού μου του Αριστοτέλη και ο Τσικερδάνος ο Φώτης, που τον έβλεπα βιαστικό πάντα να βγαίνει από το σπίτι του εκεί στην Παναγιά-Δεξιά.
Κι άλλοι, κι άλλοι, κι άλλοι. Πετιόντουσαν ο ένας πίσω από τον άλλο. Κι έλεγες πως από στιγμή σε στιγμή θα πάψουν να είναι νεκροί, θα πάψουν να είναι ήρωες, θα γίνουν τα παιδιά της Βέροιας, τα παιδιά της βλάχικης γειτονιάς, τα παιδιά της Χάβρας, του Καρσί μαχαλά.
Εμένα που να με ξέρεις. Ο Καρακωστής είμαι, ο γιος του Μακεδονομάχου. Ανθυπολοχαγός του Ελληνικού στρατού, πάντα πρώτος στη γραμμή. Πρώτο με βρήκε στο ύψωμα 753 η σφαίρα του εχθρού και με άφησε στον τόπο. Έτσι έμαθα να πολεμώ.
Εγώ είμαι ο Αγγέλογλου. Αξιωματούχος κι εγώ. Ο Θανάσης, ο γιος της κυρά Χριστίνας, που σου έφερνε να της διαβάζεις τα γράμματά μου και που της έγραφες τα γράμματά της για το μέτωπο, για εμένα. Και που εγώ τα περίμενα πάντα με λαχτάρα. Όλα…
Όλα, εκτός από το τελευταίο. Παραμονές των Χριστουγέννων το είχα ταχυδρομήσει. Και είχε και τις χριστουγεννιάτικες ευχές. Δεν πρόλαβε να το διαβάσει ο Θανάσης. Δύο μέρες πριν «έπεσε» στη μάχη, στην καταραμένη Κλεισούρα, που έφαγε τον ανθό της Ελλάδας. Τότε που στο Τσερμένι μια μάνα έγραφε στον νεκρό γιο της γράμμα και του ευχόταν «Καλά Χριστούγεννα».
Κάποτε κινήσαμε να φύγουν. Κι εγώ, δεν είχα μάθει ακόμη το σκοπό του μακρινού τους ταξιδιού.
Να μείνετε σήμερα. Να γιορτάσετε μαζί μας την επέτειο. Θα καταθέσουν και στεφάνια στο μνημείο σας.
Ποιο μνημείο; Για το μνημείο αυτό σχίσαμε τα βουνά και ήλθαμε. Όλη τη νύχτα το αναζητούσαμε, αλλά δεν το βρήκαμε. Δεν υπάρχει! Με τις χρωματιστές πέτρες εκεί δίπλα στις χαβούζες, ποιον ξεγελάτε; Αφήστε μας λοιπόν να γυρίσουμε στον τάφο μας. Εκεί που μας οδήγησε η αγάπη μας για την πατρίδα.
Ένας-ένας φορτωθήκανε τους γυλιούς τους και ξεκίνησαν.
Στην ιδιαίτερη πατρίδα τους, δε βρέθηκε λίγος χώρος για να στεγάσει ένα μαρμάρινο μνημείο με τα ονόματά τους.
+ Ορεστης Σιδηρόπουλος
1 Νοεμβρίου 2017