Έψαχνα Πόλεις περισσοτέρων
αισθημάτων,
όταν στην πούντα του καιρού
απ` τον Νοτιά το βαθυγάλαζο καΐκι
μετέφερε
την «ΑΓΙΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΣΤΙΓΜΩΝ»
και τις βαριές λέξεις των εξομολογήσεων.
Ίδια στιγμή μ’ κείνη που ο αιρετικός
της ύλης
έριχνε από τον Πύργο του το «ΕΓΩ» του,
που θρυμματίζονταν μπρος στα έκπληκτα
μάτια
των αποταμιευτών.
Απ` την μεριά των οροσειρών
είναι πάντα λιγότερες οι απορίες
σκέφθηκα…
Στις πόλεις είναι που ανεβαίνουν οι τιμές
Των ανέμων
Της βροχής
Του χρόνου
Της θλίψης
Της σεμνότητας
Της επικοινωνίας
και οι ακριβείς διευθύνσεις των
«αγνοουμένων ονείρων».
Ο Κόσμος είναι γεμάτος από ΑΛΛΟΥΣ!!!
Έξαφνα πατείς και μπαίνεις στις
λεωφόρους,
χωρίς να ρωτούν
την ένταση πούχουν τα χτυποκάρδια σου,
χωρίς να γνωρίζουν
την έκταση των αναστεναγμών σου,
δίχως να υποψιάζονται
το δηλητήριο των αδιάφορων βλεμμάτων.
Αγνοώντας
τις καθημερινές πτήσεις των ελπίδων
προς το «επιμηκυμένο Άγνωστο».
Όπως πιστεύουν στην ΑΝΟΙΞΗ τα δένδρα
αισθάνομαι…
Μούρχεται να πάρω την βαλίτσα με τις
πολυμεταχειρισμένες λέξεις,
να γυρίσω στην αυλή του Δημοτικού,
ή
στις πρώτες τάξεις του Γυμνασίου
να πω στους συμμαθητές μου:
Είστε ρε να μην μεγαλώσουμε άλλο;
Γιάννης Ναζλίδης