Του ιερέως
Παναγιώτου Σ. Χαλκιά
Να το χαρακτηριστικό του σημερινού κόσμου, φίλοι αναγνώστες. Ασυνεννοησία πλήρης! Διάλογο κάνουν οι άνθρωποι και δεν μπορούν να συμφωνήσουν. Μια αντίθεση ριζική χωρίζει άτομα, οικογένειες, έθνη. Σύγκρουση απόψεων, χωρίς ελπίδα ότι από την έκθεση διαφόρων γνωμών θα βγει κάποια συμφωνία.
Ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών είναι ο κατ’ εξοχήν τόπος τους διαλόγου. Και όμως η αίθουσα αυτή είναι η αίθουσα όπου κατά τον πιο οδυνηρό, τον πιο δραματικό τρόπο, φανερώνεται η ανικανότητα του ανθρώπου να διαλεχθεί πραγματικά. Οι εκπρόσωποι του Α΄ κόσμου εκθέτουν τις απόψεις τους. Οι εκπρόσωποι του Β΄ κόσμου τις δικές τους. Οι εκπρόσωποι του Γ΄ κόσμου επίσης.
Θα πείτε: Διάλογος είναι, πώς να γίνει διαφορετικά; Το κακό είναι ότι ο καθένας που μιλάει εκεί, δεν λέει για να ακούσει συγχρόνως και έτσι να βρεθεί το πιο σωστό. Γιατί αυτό σημαίνει διάλογος. Μιλάει μόνο για να παρουσιάσει τις δικές του ερμηνείες των γεγονότων, να πει κατηγορηματικά την απόφαση της χώρας του, να καταδικάσει τους άλλους. Έτσι, απόλυτη συμφωνία δεν υπάρχει σχεδόν ποτέ. Η αντίθεση παραμένει. Η ασυνεννοησία βασιλεύει. Σαν να γίνεται διάλογος μεταξύ κουφών, που δεν ακούει ο ένας τι λέει ο άλλος.
Το ίδιο, δυστυχώς, συμβαίνει πολλές φορές και σε μια και την αυτή οικογένεια. Η οικογένεια θα πρέπει να είναι ο τόπος της συνεννόησης, της συμφωνίας, της αμοιβαίας κατανόησης. Και όμως! Πόσες φορές και σε πόσες οικογένειες στις μέρες μας, αντί διαλόγου αληθινού, που να λέει ο καθένας την άποψή του, μόνον για να βρεθεί το σωστό, έχουμε αδυσώπητη, σκληρή, πλήρη ασυνεννοησία; Διάλογος κουφών μεταξύ συζύγων, μεταξύ γονέων και παιδιών, μεταξύ αδελφών, που μιλάνε, λένε, υποστηρίζουν τούτο ή εκείνο, χωρίς να ακούνε τι λέει ο άλλος. Τα ίδια γεγονότα τα βλέπει ο καθένας με διαφορετικό μάτι. Και ο καθένας «καρφώνεται» στο δικό του τρόπο, με τον οποίο βλέπει τα πράγματα, χωρίς να αφήνει περιθώριο για να δει και την άποψη ή το δίκαιο του άλλου.
Το ίδιο συμβαίνει και με τα άτομα, αλλά και με τις ομάδες μέσα στην κοινωνία. Επιχειρηματολογία απέραντη για το δικό μας. Αγώνας να στηρίξουμε το συμφέρον μας, τη γνώμη μας, είναι δεν είναι ορθή. Έτσι, καταλήγουμε να ζούμε, ο καθένας, σε κόσμους διαφορετικούς. Γινόμαστε ξένοι ο ένας προς τον άλλο. Κλεινόμαστε μέσα σ’ ένα κόσμο ατομικό, μεροληπτικό, στενόκαρδο. Οι λέξεις του καθενός δεν έχουν την ίδια σημασία για τον άλλο. Και αλληλοκατηγορούμαστε πως δεν υπάρχει θέληση για συνεννόηση.
Γιατί, όμως, αυτή πεισματική ασυνεννοησία; Τι μεσολαβεί και γινόμαστε κουφοί, χωρίς να μπορούμε να ακούσουμε και το διπλανό μας; Τι άλλο; Ο εγωϊσμός, τα συμφέροντα, τα πάθη. Αυτά μας χωρίζουν από τους άλλους, μας απομονώνουν, μας βάζουν σε αντίθεση μαζί τους, μας κάνουν εχθρούς. Οι διαφορετικές απόψεις και ερμηνείες και τρόποι, που βλέπει ο καθένας μας τα γεγονότα και που εμποδίζουν τη συνεννόηση, οφείλονται στα διαφορετικά συμφέροντα, στην πεισματική αντιμετώπιση των άλλων, στην άρνηση να δώσουμε στο διπλανό μας λίγο τόπο υπό τον ήλιο.
Αυτή, λοιπόν, η ανικανότητα να διαλεχθούν πραγματικά οι άνθρωποι και να αλληλοκατανοηθούν, είναι ο άμεσος καρπός το εγωϊσμού, των συμφερόντων, του πείσματος, των πόθων, της βουλιμίας, αυτών που ονομάζουμε αμαρτία, αποστασία και απομάκρυνση από το Χριστό και το Ευαγγέλιό Του. Αυτή τυφλώνει τον άνθρωπο, να μην βλέπει τον άλλο.
Αυτή σκοτίζει, για να μην καταλαβαίνει τη δίκαιη άποψη των γύρω. Και αυτή τον κάνει κουφό, για να μην ακούει, τι υποστηρίζει και ο διπλανός.
Και εδώ, φίλοι αναγνώστες, θα μου επιτρέψετε, πριν τελειώσω, να ανοίξω μια παρένθεση, για να σας μεταφέρω ένα διάλογο (ήμουν αυτήκοος μάρτυς) μεταξύ δύο συναδέλφων, για να «θαυμάσετε» συνεννόηση.
Δύο υπάλληλοι της ίδιας υπηρεσίας συζητούν για κάποιο πρόβλημα (υπηρεσιακό) για να βρουν λύση.
Αρχίζει ο πρώτος, ο οποίος φαίνεται πως ήταν και ο προϊστάμενος. Σε έντονο ύφος έλεγε τις απόψεις του, χωρίς να δίνει τον ελάχιστο χρόνο στο συνάδελφο να μιλήσει κι αυτός. Οπότε ο δεύτερος, «φουρτουνιασμένος», απαντά, επί λέξει, στον πρώτο: «Αει παράταμε ρε!». Εδώ κλείνω την παρένθεση. Τα συμπεράσματα, φίλοι αναγνώστες δικά σας.
«Όπου εν υμίν, τονίζει ο Απ. Παύλος, ζήλος και έρις και διχοστασίαι, ουχί σαρκικοί έστε και κατά άνθρωπον περιπατείτε;». Δηλαδή: εφόσον μεταξύ σας υπάρχουν φθόνος και φιλονικία και διαιρέσεις, δεν είσθε άνθρωποι κυριευμένοι από σαρκικά ελατήρια και πάθη και δεν συμπεριφέρεσθε με διαγωγή ανθρώπου κοινού και μη αναγεννημένου; (Α΄ Κορ. γ! 3).
Πώς να μην υπάρχει, με τέτοιους όρους, ασυνεννοησία, χωρισμός, κομμάτιασμα;