ΜΟΙΡΟΛΟΪ
Tου ΚΟΕΗLΕΡ ΚΑΡΕΝ
Το χωριό δε διαθέτει ηλεκτρικό ρεύμα, δεν έχει καταστήματα,
πέρα από έναν φούρνο, ένα σιδεράδικο, έναν μύλο κι ένα καπηλειό. Ό,τι παράγει
μοιράζεται από τους Πρεσβύτερους εξίσου σε κάθε οικογένεια, και οι χωριανοί
ανταλλάσσουν μεταξύ τους προϊόντα και υπηρεσίες. Οι άντρες αποφασίζουν για όλα
σαν ανώτερα όντα, ενώ οι γυναίκες δεν έχουν κανένα απολύτως δικαίωμα∙ καθήκον
τους είναι να παντρευτούν όποιον τους επιβληθεί, να κάνουν παιδιά, να
φροντίζουν τα χωράφια και το σπίτι.
Σ’ αυτή την κλειστή κοινωνία, οτιδήποτε διαφορετικό ενοχλεί
και παίρνει διαστάσεις θρύλου. Όπως το «Κορίτσι». Το «Κορίτσι» το ανακαλύπτει ο
ιερέας του νησιού νεογέννητο σ’ ένα καφάσι με μπανάνες, και αναλαμβάνει να το
μεγαλώσει. Κι εκείνο αποδεικνύεται ξεχωριστό, έχοντας μέσα του τεράστια δίψα
για ζωή, για αγάπη, για γνώση.
Αλλά παραμένει μόνο. Το χωριό δεν είναι έτοιμο να κάνει την
επανάστασή του. Και το «Κορίτσι» τιμωρείται βάναυσα. Δε λυγίζει, όμως.
Επανακάμπτει και εκδικείται. Το όχι και τόσο Όμορφο Χωριό καίγεται όμορφα. Και
το «Κορίτσι» ανοίγει τα φτερά του για νέους τόπους.
Ένα μυθιστόρημα στα ίχνη της Ιστορίας της Θεραπαινίδας της
Μάργκαρετ Άτγουντ, ένας ύμνος στην αγάπη, στην ελευθερία, στη φύση και στις
ανθρώπινες αξίες.
ΡΟΔΑΝΘΟΣ
Της Σόφης Θεοδωρίδου
Όταν η Σμαράγδα, στα
τέλη του 1874, φτάνει από την Κωνσταντινούπολη στη Σύμη με το καράβι του
ηλικιωμένου Μόσκοβου, δεν περιμένει ότι στο νησί με τα πολλά προνόμια και τους
επιδέξιους σφουγγαράδες θα βρει την ευτυχία. Η ευτυχία αυτή, ωστόσο, θα
σημαδευτεί από πολύχρονη ατεκνία, μέχρι τη μέρα που θα κλείσει στην αγκαλιά της
τον πεντάχρονο ορφανό Γιοσίφ, που οι συμπατριώτες της θα αποκαλέσουν «το
Αραπί», δυσκολεύοντας την ένταξή του στην προηγμένη για τα δεδομένα της εποχής
κοινωνία τους.
Καθώς τα χρόνια περνούν, η Σμαράγδα θα βιώσει οδυνηρές απώλειες και μια βαριά
προδοσία, που θα την υποχρεώσει να αφήσει τη Σύμη για τη Ρόδο λίγο πριν από την
ανατολή του νέου αιώνα. Στη Ρόδο, όπου το χνότο του Οθωμανού είναι πιο
αποπνικτικό, θα παρεισφρήσει στην ανδροκρατούμενη επιχειρηματική κοινότητα του
νησιού με το άρωμά της, τον Ροδανθό. Κι ενώ η Τουρκοκρατία παραχωρεί τη θέση
της στην Ιταλοκρατία και οι Έλληνες παλεύουν να διατηρήσουν την εθνική τους
υπόσταση, η οικογένειά της θα προσπαθήσει να επιβιώσει μέσα στις εξαιρετικά
αντίξοες συνθήκες που επιβάλλουν ο Μεγάλος Πόλεμος, η Μικρασιατική Καταστροφή,
ο ιταλικός φασισμός αλλά κι ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, η Γερμανοκρατία και ο
μεγάλος λιμός που μαστίζει άγρια τα Δωδεκάνησα στο ξεψύχισμα του πολέμου.
Η ιστορία μιας οικογένειας στη Σύμη και στη Ρόδο, πολυκύμαντη και ταραχώδης σαν
τη θάλασσα που περιβάλλει τα δύο νησιά, από τα τέλη του 19ου αιώνα και μέχρι τα
μέσα του 20ού αιώνα, με συνδετικό ιστό μια γυναικεία μορφή.
ΕΡΑΣΤΕΣ ΤΟΥ ΦΩΤΟΣ
Της Κλαίρης Θεοδώρου
Δεν υπάρχει τίποτα υγιές στη λατρεία της ομορφιάς.H Άλμα και η Ελληνόπη, όμως, πιστεύουν ότι ομορφιά είναι όλο το φως που κρύβουμε μέσα μας. Δυο γυναίκες αιχμαλωτίζουν τις στιγμές με τον φωτογραφικό τους φακό, ωσότου η μοίρα τις φέρει κοντά: την Άλμα, στη δύση της ζωής της, και την Ελληνόπη, στο καταμεσήμερο. Ένα διαρκές παιχνίδι του φωτός με τη σκιά είναι άλλωστε και η ίδια η ύπαρξή τους.
Γεμάτη ανατροπές η ζωή της πρώτης. Από την καταστροφή του Αϊδινίου και της
Σμύρνης, στην κοσμοπολίτικη Δρέσδη του Μεσοπολέμου, και από τα πρώτα
φωτογραφεία της Ερμού στη Νέα Υόρκη του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου. Συνοδοιπόροι της
σε αυτό το ταξίδι οι πλέον εξέχουσες προσωπικότητες της εποχής.
Γεμάτη πληγές η ζωή της δεύτερης. Από την πνιγηρή επαρχία στην ολόφωτη
πρωτεύουσα, και από την οδύνη ενός ανεκπλήρωτου έρωτα στην απόδραση από έναν
γάμο χωρίς έρωτα.
Γεμάτη αγάπη η σχέση τους και, κάπως έτσι, ο κόσμος ξαφνικά αλλάζει. Και τα
σκοτάδια τους γεμίζουν φως...
Ένα μαγευτικό μυθιστόρημα, εμπνευσμένο από τη ζωή και το έργο της θρυλικής
φωτογράφου Nelly’s.
ΤΑ ΔΕΚΑΕΞΙ ΓΡΑΜΜΑΤΑ
Του Μένιου Σακελλαρόπουλου
«Γιε μου, Πονάει η ψυχή μου τώρα που σου γράφω ξεχασμένος σε ένα καταθλιπτικό δωμάτιο ενός γηροκομείου, αποκομμένος από όλους. Πιο πολύ όμως υποφέρω που δε σε βλέπω. Ξέρω, έχεις τις δουλειές σου και τα τρεχάματά σου, αλλά η μοναξιά πληγώνει πολύ, δεν αντέχεται. Και τι δε θα έδινα για να σε δω! Κι ο χρόνος μου δεν είναι πια πολύς. Μακάρι να είναι όλα καλά στη ζωή σου και να είσαι χαρούμενος και ευτυχισμένος.Σε σκέφτομαι και σ’ αγαπώ πολύ, ο πατέρας σου»
Ο συνταξιούχος πυροσβέστης Αργύρης Φαρμάκης, τσακισμένος από τη ζωή. Ο γιος του
Άρης, με ροπή σε κάθε είδους μπλέξιμο. Τους χωρίζει άβυσσος. Τους ενώνει όμως
μια συγκλονιστική εξέλιξη, μέσα από δεκαέξι σπαρακτικά γράμματα.
Μια αληθινή ιστορία πατέρα και γιου που βουτάει ως τα τρίσβαθα της ψυχής και
φέρνει δάκρυα στα μάτια…
Η ΡΑΦΤΡΑ
Της Αργυρώς Μαργαρίτη
ΘΡΑΚΗ, 1895-1913. Στη
μαγική πόλη της Ξάνθης, σπουδαίες μοδίστρες με ασημένιες δαχτυλήθρες ντύναν τις
Θράσσες με την τελευταία λέξη της μόδας. Κι ολόγυρα καπνοχώραφα με το
χρυσόφυλλο φυτό που γέμιζε παράδες τους καπνέμπορους. Αρχοντικά με ζωγραφισμένα
ταβάνια, το βουνό με τους θρύλους… Θα μπορούσε να είναι όμορφη η ζωή, αν δε
σπέρνανε φωτιά οι κομιτατζήδες. Στα πλούσια αρχοντόσπιτα, στα ταπεινά
πετρόχτιστα του Σαμακώβ, σε ένα παράξενο μοναστήρι, ράβουν και ξηλώνουν τη ζωή
τους τα πρόσωπα αυτής της ιστορίας.
Κεραστώ: Η ράφτρα. Για να διασώσει μια πάνινη ταυτότητα, μαθαίνει να πατά
βελονιές. Μα τρύπωσε πάνω στην καρδιά της τάματα βαριά, κι όταν εκείνος ο
άντρας μπήκε στη σπηλιά της, δε γινόταν να τον υποτάξει με τις χάρες του
θηλυκού, γιατί είχε ξυρίσει το κεφάλι, είχε βάλει φούμο στα μούτρα, αυτός τηνε
νόμιζε αγόρι.
Μήτσος Γιαβάσογλου: Ο αντάρτης καπνέμπορος. Μεγάλο πάθος ο καπνός και η
λευτεριά της Θράκης. Όταν λαβώθηκε σε κείνο το αλισβερίσι με τους λαθρέμπορες,
νόμιζε πως η πληγή του θα κλείσει γρήγορα. Μα εκείνη η ράφτρα τονε σακάτεψε με
το ασημένιο της βελόνι.
Ένα μυθιστόρημα που θα μπορούσε να είναι παραμύθι ανατρεπτικό, με αρχοντόπουλα,
κυράδες και θεριά που ράβουν τα πάθη, τους έρωτες, τα μυστικά και τις προδοσίες
με γερές βελονιές πάνω στη ζωή τους. Εκεί στη Θράκη: Ξάνθη, Γενί Κιοΐ,
Ντεντέαγατς, Γκιουμουλτζίνα, Αντριανού...