Γράφει η Νανά Στ. Παπαϊωάννου
φιλόλογος-λογοτέχνις
Περιφερόσουν ξένοιαστος στις αλέες της καθημερινότητάς σου, με τις εξαρτήσεις σου, την εσωστρέφειά σου, την επιπόλαιη ματιά στα βαθύτερα της ζωής ζητήματα. Είχες συνηθίσει και την οικονομική κρίση, που εδώ και χρόνια σε ταλάνιζε, άλλοτε μουρμουρίζοντας, άλλοτε βρίζοντας τους υπαίτιους-βγάζοντας πάντα έξω τον εαυτό σου- κι άλλοτε εκλιπαρώντας λίγη αισιοδοξία, για να χτίσεις τ’ απατηλά σου όνειρα.
Αδιαφορούσες για τη ζωή και τα προβλήματα των άλλων. Έχτιζες πύργους αυταπάτης και αυτοδικαίωσης, αισθανόσουν αυτάρκης στην αυτονόμησή σου. Δε σκέφτηκες ποτέ πως η ομαλή κοινωνική συμπόρευση, χωρίς βάσεις και σχέσεις συντροφικές, αποβαίνει άθλος δυσβάστακτος. Διέκοψες την επικοινωνία σου με τον Θεό και δημιουργό σου, ακύρωσες την πίστη σου. Στο παραλήρημα της αυτοθέωσής σου, απώλεσες την έννοια του σεβασμού απέναντι στον εαυτό σου και στους άλλους. Αφέθηκες στα γητέματα απατηλών ενορχηστρώσεων, που υποχθόνια σκηνοθετούσαν την άλωση της ψυχικής σου υπόστασης, την αποδόμηση της προσωπικότητάς σου. Χανόσουν σε μυθεύματα μοντέρνων αντιλήψεων, στον αυτάρεσκο και ιδιότυπο προοδευτισμό σου, αποποιήθηκες τις ρίζες σου. Το ξένο και αλλότριο σου φάνταζε ως δέλεαρ, νόμιζες πως έτσι θ’ άλλαζες το προφίλ σου. Όλο και περισσότερο εθιζόσουν στην ηλεκτρονική σου εξάρτηση, σε απατηλές εικονολήψεις, που επιτήδειοι σου προωθούσαν, μακρυά από κάθε έννοια πραγματικότητας.
Ξαφνικά, σύννεφα απειλητικά σκέπασαν τη ακατάστατη ζωή σου, κάτι που δεν περίμενες, όπως κι άλλοι πολλοί. Διαπίστωσες πως δεν όριζες πια τον εαυτό σου κι άλλοι θα κανοναρχούσαν τα τωρινά και τα κατοπινά σου. Αισθάνθηκες μετέωρος μπρος στο απειλητικό και ισοπεδωτικό λογισμικό της ηλεκτρονικής εποχής σου. Ένιωσες να συρρικνώνεται το μέσα σου, να λιγοστεύει ο αέρας που ανάπνεες, ν’ ακρωτηριάζεται αυθαίρετα ο ψυχισμός σου. Σαν να βρέθηκες σε αλλόφρονα εποχή, αισθάνθηκες γύρω σου μιαν ατμόσφαιρα παράνοιας να σε τυλίγει. Προσπάθησες να καταλάβεις τι συμβαίνει και όλα άλλαξαν μονομιάς μα δεν τα κατάφερες. Βρέθηκες απροετοίμαστος κι αδύναμος, μικρότερος των περιστάσεων.
Σου είπαν να ξεχάσεις όσα ήξερες μέχρι τώρα. Σου σέρβιραν τη συνήθη “καραμέλα”, πως γνοιάζονται, δήθεν, για το μέλλον το δικό σου και των παιδιών σου, πως ανησυχούν για το πακέτο της υγιείας σου, για την ασφάλειά σου, πως θέλουν να σε προστατέψουν από τον διπλανό σου, που έπαψε να είναι φίλος αλλά ένας ύπουλος εχθρός σου...
Και συ, αδόκιμος, τους πίστεψες. Φοβήθηκες να είσαι λεύτερος. Το ‘βαλες στα πόδια, μαζεύτηκες στο καβούκι σου, νιώθοντας σιγουριά στην απομόνωσή σου, στην απραξία της βιοτής σου. Τόσο μικρός και τόσο λίγος! Αφέθηκες βορρά στα αδηφάγα θηρία της μαζικής παραπλάνησης, που λυμαίνονται τα όνειρά σου και ευτελίζουν τη ζωή σου. Έγινες ρίψασπις στις αρχές και τις αξίες σου, αθέτησες τα ιερά και όσιά σου. Στο μισοσκόταδο της σκέψης σου, νόμιζες πως πάλευες διαρκώς μ’ έναν αόρατο εχθρό.
Ίσως και να βολεύτηκες, παίζοντας το παιχνίδι τους. Άλλο που δεν ήθελες, δηλαδή, ν’ αποποιηθείς τις ευθύνες σου για το κατάντημά σου. Δε σου πέρασε η σκέψη πως φαντάζεις σαν ένα μερμήγκι κάτω από το μικροσκόπιό τους; Ίσως, πάλι, φοβήθηκες να έχεις την ευθύνη των επιλογών σου, να κρατάς εν εγρηγόρσει τη σκέψη σου. Άθελά σου, πιάστηκες στο δόκανό τους. Φαντάστηκες ποτέ πως, χωρίς την έγκρισή σου, μέχρι τώρα προγραμμάτιζαν τα της ζωής σου, πως στόχος τους ήταν η χειραγώγηση της σκέψης σου; Και συ που νόμιζες πως είσαι αυτόβουλος και ανεξάρτητος, κυρίαρχος του εαυτού σου...
Ποια απολογία θα δώσεις στα παιδιά σου, αφού τους επέτρεψες να διαγράψουν, το όνειρο και το όραμα από τον ορίζοντα της ζωής τους;
Φοβισμένος ή βολεμένος; Διάλεξε ποιο απ’ τα δύο ταιριάζει στο προφίλ σου. Χαμένος στο μισοσκότα δο της παραπληροφόρησης, σκουντουφλάς πάνω σ’ αιχμές απελπισίας, αφήνεσαι άπραγος μπρος στην αυτοκτονία της ελπίδας σου. Άλλωστε, συνηθίζεις, στα δύσκολα, να προβάλλεις και το άλλοθί σου, πως, πάντα,
“οι άλλοι φταίνε” για το κατάντημά σου. Σαν να σου αρέσει να παριστάνεις το θύμα και να μην ξεχωρίζεις από τη μάζα. Κι η μοναξιά σου γίνεται αφόρητη, τούτες τις δύσκολες στιγμές. Μήπως εσύ την επέλεξες;
“Είναι κι αυτή μια στάση, νιώθεται”, όπως έλεγε ο μεγάλος μας ποιητής Κ. Καβάφης.
Ένα πράγμα όμως να θυμάσαι, πως τίποτε στη ζωή δε σου χαρίζεται αλλά όλα κερδίζονται με αρετή, τόλμη και τα μάτια της ψυχής ανοιχτά. Και κάτι ακόμα:
ένα χαμόγελο και μια μεγάλη αγκαλιά άρωμα στο διάβα της ζωής !