Στις 24 Σεπτεμβρίου του 1998 η Ελληνική Πολιτεία, με ομόφωνο ψήφισμα της Βουλής των Ελλήνων, για πρώτη φορά επίσημα απεκδύθηκε τον ενοχικό σχεδόν όρο «Μικρασιατική καταστροφή» και έδωσε στο θέμα τη διάσταση που πραγματικά αρμόζει, καθιερώνοντας την 14η Σεπτεμβρίου ως Ημέρα Εθνικής Μνήμης της Γενοκτονίας των Ελλήνων της Μικράς Ασίας από το τουρκικό κράτος...
Δεν είναι δυνατό να αντιμετωπίζεται η συστηματική εκρίζωση ενός λαμπερού πολιτισμού από τον τόπο όπου άνθισε και δημιούργησε έναν ιδιαίτερο τρόπο αντίληψης κι ερμηνείας του κόσμου, και που αποτέλεσε την πηγή ανάπτυξης του δυτικού πολιτισμού, απλουστευτικά ως «θλιβερή συνέπεια ενός αποτυχημένου πολέμου». Δεν μπορεί ένα τόσο πολυσύνθετο θέμα να εξετάζεται σκοπίμως αποσπασματικά, υπό τον φόβο του «να μην ταράξουμε τα λιμνάζοντα νερά»… Πρέπει επιτέλους να τολμήσουμε και επί τη βάση επιχειρημάτων να καταδείξουμε σθεναρά ότι ήταν μεθοδευμένο αποτέλεσμα χρόνιων διεργασιών, στις οποίες συμμετείχαν κι αλληλεπίδρασαν πολλοί παράγοντες, με βασικότερους τον τουρκικό σωβινισμό και τον αποικιακό ανταγωνισμό των ευρωπαϊκών χωρών, τους οποίους προς το τέλος ήρθε να «σιγοντάρει» ο Εθνικός Διχασμός των Ελλήνων .
O εύρωστος ελληνισμός της ανατολής, με υψηλή μορφωτική στάθμη, που έλεγχε εντός των ορίων της οθωμανικής αυτοκρατορίας το 50% του επενδυμένου κεφαλαίου στη βιομηχανία, το 60% των θέσεων εργασίας στη μεταποίηση και κυριαρχούσε απόλυτα στο εισαγωγικό κι εξαγωγικό εμπόριο, συνιστούσε αφενός «απειλή» για τους Νεότουρκους (εθνικιστική οργάνωση με στόχο την ανατροπή του σουλτάνου Αβδούλ Χαμίτ Β’) και αφετέρου εμπόδιο στα αποικιακά σχέδια της Γερμανίας του Κάιζερ. Η επικράτηση τελικά του τουρκικού εθνικισμού στα πολιτικά τεκταινόμενα της οθωμανικής επικράτειας (διά της επιτυχίας του κινήματος των Νεότουρκων) και τα συνεχώς αυξανόμενα οικονομικά συμφέροντα της Γερμανίας συνδεμένα σε μεγάλο βαθμό με την οικονομική διείσδυσή της στην ευρύτερη περιοχή της ανατολής, οδήγησαν χωρίς τους ελάχιστους ηθικούς ενδοιασμούς σε σειρά συστηματικών διωγμών του ελληνικού στοιχείου.
Συνάντηση Κάιζερ και Αβδούλ Χαμίτ Β’ υπό την επιτήρηση του Μουσταφά Κεμάλ
Αρχικά, σε συνέδριο των Νεότουρκων στη Θεσσαλονίκη το 1911, συμφωνήθηκε ότι: «Η Τουρκία πρέπει να γίνει μωαμεθανική χώρα, όπου η μωαμεθανική θρησκεία και οι μωαμεθανικές αντιλήψεις θα κυριαρχούν και κάθε άλλη θρησκευτική προπαγάνδα θα καταπνίγεται. Αργά ή γρήγορα θα πραγματοποιηθεί η πλήρης οθωμανοποίηση όλων των υπηκόων της Τουρκίας. Και είναι ολοκάθαρο ότι αυτό δεν μπορεί να γίνει με την πειθώ. Άρα πρέπει να χρησιμοποιηθεί ένοπλη βία …».
Διαπιστώνοντας όμως ότι ο πολυπόθητος εκτουρκισμός των μειονοτήτων απαιτούσε μεγάλη προσπάθεια και πολύ χρόνο, με την παρακίνηση Γερμανών αξιωματούχων, κατέστρωσαν ένα πρόγραμμα εκτοπισμών, κατά κύριο λόγο των Ελλήνων, ελπίζοντας πως αυτή η διάσπαση της συνοχής τους θα επέφερε την αφομοίωσή τους με το τουρκικό στοιχείο. Η υλοποίηση των σχεδίων άρχισε το 1913 με την βίαιη εκτόπιση των Ελλήνων της ανατολικής Θράκης στα βάθη της Ανατολίας (σημειωτέον ότι από το τέλος του 1913 τη στρατιωτική διοίκηση της Τουρκίας είχε αναλάβει ο Γερμανός στρατηγός Λίμαν φον Σάντερς), ενώ από τον Μάιο του 1914 οι εξαναγκαστικοί εκτοπισμοί επεκτάθηκαν και στα παράλια της δυτικής Μικράς Ασίας.
Η τουρκική χωροφυλακή εμφανιζόταν στους υπό διωγμό οικισμούς με ρητές διαταγές από την οθωμανική διοίκηση. Πραγματοποιούνταν άμεσα η συγκέντρωση των κατοίκων σε κάποιο κεντρικό σημείο, όπου αφού τους ανακοινωνόταν ότι το μέτρο αυτό ήταν αναγκαίο λόγω του (υποτιθέμενου) κινδύνου από τον συμμαχικό στόλο ή στρατό, υποχρεώνονταν να υπογράψουν πιστοποιητικά ότι εγκαταλείπουν ηθελημένα τα σπίτια τους. Από εκεί διατάζονταν απ’ ευθείας για αναχώρηση προς άγνωστο σημείο. Στους εκτοπισμένους απαγορευόταν να μεταφέρουν μαζί τους τρόφιμα, ρούχα ή οποιαδήποτε άλλα εφόδια. Κατά τη διάρκεια της πεζής πορείας πραγματοποιούνταν σταθμεύσεις μόνο σε ακατοίκητες περιοχές στο ύπαιθρο, ώστε να μην έχουν την δυνατότητα εφοδιασμού. Απαγορεύονταν αυστηρά η περιποίηση των αρρώστων και η ταφή των νεκρών, ενώ τυχόν ελεημοσύνη από ομογενείς ή παροχή ασύλου στα εγκαταλειμμένα βρέφη τιμωρούνταν με θάνατο.
Σύμφωνα με στοιχεία του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ως τα τέλη του 1914 εκτοπίστηκαν 153.890 Έλληνες, ενώ παράλληλα, τις κατοικίες των εκτοπισθέντων καταλάμβαναν Τούρκοι πρόσφυγες από τα εδάφη που είχε χάσει η Τουρκία στους Βαλκανικούς Πολέμους.
Πορεία εκτοπισμού των Ελλήνων στο αχανές εσωτερικό της Μικρασίας
Η δεύτερη φάση των διωγμών εγκαινιάσθηκε με την εμπλοκή της Τουρκίας στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Εκδηλώθηκε αρχικά με την στραγγαλιστική οικονομική αφαίμαξη των Ελλήνων για τις ανάγκες του πολέμου. Παράλληλα, στην προσπάθεια να περάσει το εμπόριο αποκλειστικά σε τουρκικά χέρια, ιδρύθηκε στη Σμύρνη μια αποκλειστικά μουσουλμανική εταιρεία, που ασκούσε το μονοπώλιο στις εισαγωγές κι εξαγωγές και επιπρόσθετα, οι οθωμανικές αρχές απαίτησαν την απόλυση όλων των Ελλήνων που απασχολούνταν σε ξένες επιχειρήσεις στη Σμύρνη και την αντικατάστασή τους με Μουσουλμάνους.
Με ιδεολογικο-πολιτικό μανδύα την αρχή της ισότητας ανάμεσα στις εθνότητες της αυτοκρατορίας, πέραν των μαζικών εκτοπίσεων ενεργοποιήθηκε και μια νέα μορφή μαζικών εξοντώσεων, η «στρατιωτική θητεία» και τα «Τάγματα Εργασίας». Επί της ουσίας, οι μη μουσουλμάνοι άνδρες των παραγωγικών ηλικιών υποβάλλονταν σε ατελείωτες, εξοντωτικές πορείες στο αχανές εσωτερικό της Μικρασίας, οδηγούμενοι (όσοι κατάφερναν βέβαια να επιβιώσουν) σε άθλια στρατόπεδα συγκέντρωσης, όπου και υποχρεώνονταν σε εξαντλητική αγγαρεία σε λατομεία, ορυχεία, δημόσια έργα κλπ.
Οι γυναίκες, οι γέροντες και τα παιδιά που άφηναν πίσω τους οι άνδρες υφίσταντο κάθε μορφής βία (τρομοκρατία, βιασμούς, κάψιμο των σπιτιών τους κα.) όπως αναφέρεται σε αυτοβιογραφία του Αντ. Γαβριηλίδη το 1924. Υπολογίζεται δε ότι οι κακουχίες εξόντωσαν περί τις 250.000 Ελλήνων ως το τέλος του 1918.
Έλληνες υπόχρεοι «θητείας» σε τάγμα εργασίας
Η τουρκική ήττα κατά τον ρωσσο-τουρκικό πόλεμο το 1915 στο Σαρικαμίς, στην βόρεια περιοχή της Μικράς Ασίας, αποδόθηκε στους Έλληνες Ποντίους που υπηρετούσαν στον οθωμανικό στρατό και εκδικητικά όλοι οι στρατολογημένοι οδηγήθηκαν αμέσως σε τάγματα εργασίας κάτω από ακόμη πιο βασανιστικές συνθήκες. Όπως ήταν φυσικό δεν άργησαν να εκδηλωθούν κύματα λιποταξίας που κατέφευγαν στα βουνά, δημιουργώντας θύλακες αντίστασης. Σε αντίποινα, μόνο στην επαρχία Κερασούντας κάηκαν ολοσχερώς 88 χωριά μέσα σε τρεις μήνες. Οι δε λοιποί Έλληνες της επαρχίας, περί τις 30.000, εξαναγκάστηκαν σε πεζή πορεία προς την Άγκυρα κατά τη διάρκεια του χειμώνα, που οδήγησε στον θάνατο το ένα τέταρτο αυτών.
Μετά τη συνθηκολόγηση της Ρωσίας, στις 19 Μαΐου 1919 ο Μουσταφά Κεμάλ αποβιβάστηκε στη Σαμψούντα για να ξεκινήσει τη δεύτερη και πιο άγρια φάση της γενοκτονίας του Ποντιακού ελληνισμού. Στο πλαίσιο αυτής, πραγματοποιήθηκαν σφαγές και εκτοπίσεις των Ελλήνων σε 394 χωριά της περιοχής. Μέχρι το 1922 οι Ελληνοπόντιοι που έχασαν τη ζωή τους ξεπέρασαν τους 200.000, ενώ κάποιοι ιστορικοί ανεβάζουν τον αριθμό στις 350.000.
Βάρβαρο «τρόπαιο» από την τραγωδία της γενοκτονίας του ποντιακού ελληνισμού
Σαν να μην ήταν αρκετά όλα αυτά, η είσοδος (κατ’ επιλογή ή εξαναγκασμένη) των πολιτικών δυνάμεων της Ελλάδας στο «ολέθριο παιχνίδι» του αποικιακού ανταγωνισμού των ευρωπαϊκών χωρών, συνέβαλε στο δράμα της γενοκτονίας του ελληνισμού της Μικράς Ασίας.
Τηλεγράφημα με προτάσεις του Αριστείδη Στεργιάδη προς την κυβέρνηση Πέτρου Πρωτοπαπαδάκη
Είναι γνωστό ότι η διαφορά απόψεων σχετικά με τη στάση της Ελλάδας κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο ανάμεσα στον Βασιλιά Κωνσταντίνο Α’ και στον Πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο προκάλεσε όχι μόνο έντονη πολιτική αντιπαράθεση, αλλά στην κλιμάκωσή της επέφερε εξαιρετικά βαθύ χάσμα στην ελληνική κοινωνία, ώστε πήρε το προσωνύμιο «Εθνικός Διχασμός», με τελική κατάληξη την τραγωδία της Μικρασιατικής καταστροφής…
Η κορύφωση όμως του δράματος του Εθνικού Διχασμού δεν ήταν στην πραγματικότητα η κατάρρευση του μετώπου στο Αφιόν Καραχισάρ και η συντριπτική στρατιωτική ήττα, αλλά η τελευταία εντολή της ελληνικής κυβέρνησης με την υπογραφή του τότε φιλοβασιλικού πρωθυπουργού Πέτρου Πρωτοπαπαδάκη: «Να μην επιτραπεί στους Έλληνες Μικρασιάτες να αναχωρήσουν από τη Σμύρνη» και η κυνικότατη επεξήγηση αυτής από τον (αμφιλεγόμενο) Αρμοστή της Ελλάδας στην Ιωνία, Αριστείδη Στεργιάδη: «Καλύτερα να μείνουν εδώ να τους σφάξει ο Κεμάλ, γιατί αν πάνε στην Αθήνα θα ανατρέψουν τα πάντα!» (Γρηγόρης Δαφνής, 1974, Η Ελλάς μεταξύ δύο πολέμων).
Γρηγόρης Δαφνής, 1974, Η Ελλάς μεταξύ δύο πολέμων
Με απλά και ξεκάθαρα λόγια, τα πιο πάνω στοιχεία καταδεικνύουν με σαφήνεια ότι οι χιλιάδες ανυπεράσπιστων Ελλήνων της Μικράς Ασίας αφέθηκαν σε λυσσαλέα σφαγή στα παράλια της Ιωνίας για να μην επέλθει η ανατροπή του επικρατούντος τότε πολιτικού συστήματος προώθησης των γερμανικών συμφερόντων στην Ελλάδα !!!
Τα βάρβαρα και δολοφονικά έκτροπα των Τούρκων σε όλο το μήκος των παραλίων της Ιωνίας γης τα οποία επακολούθησαν, οδήγησαν τον τότε Αμερικανό Πρόξενο George Horton, έναν από τους τελευταίους που εγκατέλειψαν την φλεγόμενη πόλη της Σμύρνης, να γράψει δημόσια υπό μορφή λυτρωτικής εξομολόγησης:
«Η διχόνοια (αναφέρεται πολύ εξευγενισμένα στα στυγνά, συγκρουόμενα οικονομικά συμφέροντα) ανάμεσα στον δυτικό κόσμο ήταν που επέτρεψε στους Τούρκους να σαρώσουν τον χριστιανικό πολιτισμό από την οθωμανική αυτοκρατορία, να κάψουν τη Σμύρνη και να σφάξουν τους κατοίκους της μπροστά στα μάτια ενός πανίσχυρου στόλου ευρωπαϊκών και αμερικανικών πλοίων.
Ένα από τα δυνατότερα συναισθήματα που πήρα μαζί μου από τη Σμύρνη ήταν το συναίσθημα της ντροπής, γιατί ανήκα στο ανθρώπινο γένος».
Όπως σε κάθε ευκαιρία επισημαίνω, αγαπητοί φίλοι, η ιστορία δεν είναι απλώς καταγραφή γεγονότων ως αναμνηστικού τύπου έκθεση. Σε κρίσιμες στιγμές εθνικής δοκιμασίας, όπως αυτές που βιώνουμε τελευταία, η ιστορική μνήμη είναι πολύτιμη για να διδασκόμαστε από τα λάθη του παρελθόντος και ενωμένοι να παίρνουμε τις ορθές αποφάσεις στο παρόν που θα διαμορφώσουν ευοίωνο το μέλλον της αγαπημένης πατρίδας μας…