Πηγή: .vice.com/
Του Κώστα Καντούρη και φωτογραφίες του Αλέξανδρου Αβραμίδη
Στη Γουμένισσα Κιλκίς, περισσότεροι από 200 μουσικοί παίζουν σε εκδηλώσεις, πανηγύρια, γάμους και βαφτίσεις. Το φετινό καλοκαίρι, όμως, είναι διαφορετικό.
μαχαλάς των χάλκινων, στη Γουμένισσα Κιλκίς, συνήθως τέτοια εποχή είναι έρημος. Οι πασίγνωστοι μουσικοί δεν βρίσκονται σπίτια τους. Περισσότεροι από 200 παίζουν σε φεστιβάλ χορευτικών συγκροτημάτων, σε εκδηλώσεις του εξωτερικού, σε πανηγύρια, σε γάμους και βαφτίσεις. Το φετινό καλοκαίρι, όμως, είναι διαφορετικό. Αυτό δείχνει η πρωτοφανής έντονη κίνηση στη γειτονιά των χάλκινων.
Δύο μουσικοί παίζουν ντόμινο σε μια γωνιά και άλλοι κάθονται στο καφενείο. Δύο ακόμη, πατέρας και γιος, βλέπουν από το ανοιχτό παράθυρο την κίνηση στον δρόμο. Χωρίς να μιλούν ούτε μεταξύ τους, μόνον κοιτάζονται. Τα μέτρα για τον κορονοϊό απαγόρευσαν τα πανηγύρια. Τα φεστιβάλ χορευτικών συγκροτημάτων ματαιώθηκαν και οι αποστολές στο εξωτερικό δεν συζητιούνται. Όσο για τους γάμους και τις βαφτίσεις, γίνονται πλέον σε στενό κύκλο και χωρίς γλέντια. «Τα όργανα ξεράθηκαν. Ο ιός μάς καθάρισε. Μείναμε χωρίς δουλειά». Ο Θανάσης Σέρκος είναι ο πατριάρχης των χάλκινων της Γουμένισσας και δείχνει απελπισμένος με την κατάσταση που επικρατεί με τα μέτρα για την πανδημία. Έχει να πιάσει το κλαρίνο του από τις Απόκριες. «Εγώ έφαγα τα ψωμιά μου, με τους νέους τι θα γίνει;», μονολογεί και ζητάει μία παρέμβαση. «Περιμένουμε κι εμείς, όπως όλος ο κόσμος, μια βοήθεια από την Πολιτεία. Είμαστε χαμένοι, το βλέπετε».
Στη Γουμένισσα ζουν οι μουσικοί, που συγκροτούν τις γνωστές σε όλη τη χώρα μπάντες των χάλκινων. Αυτές που συναρπάζουν με την έντονη βαλκανική μουσική. Κλαρίνα, τρομπέτες, κορνέτες, τρομπόνια, ακορντεόν και νταούλια. Είναι ο τόπος όπου όταν γεννιέται ένα παιδί, συνήθως στα αγόρια, του κάνουν δώρο ένα μουσικό όργανο. Και από τα 11 του αρχίζει να παίζει. «Η Γουμένισσα από εμάς έγινε γνωστή. Όταν πηγαίναμε και παίζαμε σε διάφορα μέρη μάς ρωτούσαν από πού είμαστε, έτσι μάθανε τον τόπο μας», λένε οι οργανοπαίχτες. Τα προγράμματά τους έχουν ανατραπεί. Για όλους. Στους γάμους που θα έπαιζαν, η συμμετοχή τους ακυρώθηκε, τα φεστιβάλ δεν έγιναν, τα πανηγύρια κόπηκαν. «Μας είχαν καλέσει σε μία εκδήλωση και άλλαξαν τα χάλκινα με άλλα όργανα. Πήραν ένα βιολί και κάτι άλλο», λέει ένας.
«Φρίκη», απαντάει ο Θανάσης Ζώρας, όταν τον ρωτάμε ποια είναι η κατάσταση που επικρατεί. «Εμείς είμαστε μεροδούλι-μεροφάι, αν δεν δουλέψουμε δύο εβδομάδες δεν έχουμε να φάμε». Γνωστός από τις μπάντες των χάλκινων, αναζητά μια λύση. «Δεν υπάρχει χειρότερα από τώρα. Να μας κοιτάξει το κράτος με άλλο μάτι. Να μας δώσουν μια βοήθεια, όπως όλους. Εμείς πώς θα ζήσουμε;», φωνάζει. Ο Βαγγέλης Καρατζιόβαλης, που παίζει νταούλι, μετράει ακυρώσεις. «Πέρσι τέτοιο καιρό, κάθε εβδομάδα παίζαμε. Το Σάββατο ήταν να πάμε στην Έδεσσα, σε γάμο, μας ακύρωσαν. Προχθές, ο γιος μου πήγε σε ένα χωριό έπαιξε σε ένα μικρό πανηγύρι, της γειτονιάς, σε μια καφετέρια. Πήγε η αστυνομία και τους έδιωξε», περιγράφει.
«Τα μέτρα είναι υπερβολικά», υποστηρίζει ο Θ. Ζώρας. «Μπορούν να αφήσουν τα πανηγύρια, ας βάλουν δύο και τρεις πίστες για χορό», προτείνει. «Δηλαδή, εκεί που κυκλοφορεί ο Μητσοτάκης δεν μαζεύεται κόσμος;», πετάει την μπηχτή του. «Και ο Τσίπρας!», συμπληρώνει αμέσως ένας άλλος για να κρατήσει τις ισορροπίες. «Εγώ δεν είμαι αρμόδιος για τα μέτρα, αυτό που ξέρω είναι ότι δεν μπορώ να δουλέψω», λέει από την πλευρά του ο Πέτρος Σέρκος.
Τα όργανά τους έχουν μείνει στις αποθήκες. Τα βγάζουν όταν τους προ(σ)καλούμε να παίξουν. Γρήγορα μια μπάντα μαζεύεται. Ένα κλαρίνο, δύο τρομπέτες, ένα ακορντεόν και το νταούλι. Τους καλεί ο Θανάσης Σέρκος. Ο Θ. Ζώρας, βάζει κάτω από τη βρύση της αυλής την τρομπέτα. Προσπαθεί να φυσήξει, την τεστάρει. «Ρε γαμώτο, θέλει λάδωμα, συντήρηση, δεν έχει δουλέψει πουθενά τόσο καιρό». Ο Θ. Σέρκος πιάνει το κλαρίνο. «Θέλει λίγο να πάρει υγρασία, ξεράθηκε τόσο καιρό», εξηγεί. Αρχίζουν και ψευτοφυσούν, δοκιμάζουν, ενώ παράλληλα τα δάχτυλα πιάνουν τους πρώτους ρυθμούς στα πλήκτρα. Σε ελάχιστα λεπτά σηκώνουν τον ρυθμό ξεκινώντας με το «Αρχοντόπουλο». «Φατμέ τι μ’ έκανες, εγώ που κουβέντιαζα με μπέηδες και πασάδες, τώρα με κατάντησες στα Μπίτολα να φτιάχνω εγώ μασάδες», λέει το ηπειρώτικο τραγούδι και παίζουν για να πουν τον πόνο τους στους εαυτούς τους. Τα μάγουλά τους φουσκώνουν, τα δάχτυλα «ζωγραφίσουν» και ο διαπεραστικός ήχος από το κλαρίνο και τις τρομπέτες, μαζί με την ένταση του νταουλιού και τον ρυθμό του ακορντεόν, γεμίζουν τη γειτονιά.
«Χαρήκαμε κι εμείς που παίξαμε», λέει ο Θ. Ζώρας. «Μ’ ένα τραγούδι μούδιασε το στόμα μου», συνέχισε δείχνοντας τις συνέπειες της απραξίας. «Δεν είχα συνηθίσει το παίξιμο, θέλει δύο ώρες το κλαρίνο για να έρθει στα καλά του», λέει ο Θανάσης Σέρκος.
Από την άλλη πλευρά της γειτονιάς, βγαίνουν αμέσως στο ξέφωτο τρεις μουσικοί. «Καλά ακούσαμε τα όργανα!», λένε χαμογελώντας. Δεν θέλουν πολύ να πιάσουν ρυθμό. Ο τρομπετίστας Γιώργος Δίγκας μετράει και μας μεταφέρει πόσες εμφανίσεις του ακυρώθηκαν. «Είχα να πάω στην Αθήνα και στην Πάτρα σε φεστιβάλ. Και σε γάμους, σε όλη την περιοχή. Έδεσσα, Χαλάστρα, Μάλγαρα, Χαλκιδική. Τέρμα όλα». Ξεσηκώνει με τον ρυθμό από τον «καιρό των τσιγγάνων» και ο Δήμος Ζώρας δίνει το τέμπο με το νταούλι. «Από τα 16 μου παίζω. Τέτοιο καλοκαίρι δεν έχω ξαναζήσει. Θέλουμε να βγάλουμε μεροκάματο. Ας κάνουν κάτι και για μας», λέει ο 58χρονος. Από δίπλα τους ένας μικρός, ο Γιαννάκης, στα 11 του πιάνει το κλαρίνο και συνοδεύει. Σε λίγα χρόνια θα τρέχει από γάμο σε φεστιβάλ και από τη συναυλία στη βάφτιση.
Στα σοκάκια της γειτονιάς των χάλκινων, μία άλλη παρέα συζητά το ίδιο θέμα: την ανεργία λόγω κορονοϊού. Περιττή η ερώτηση αν είναι μουσικοί. Ο Στέφανος Γιάντσης παίζει πλήκτρα, ο Δημήτρης Βέλκος νταούλι, ο Παντελής Ασαρτζής βαρύτονα. Κλείνουν το ντόμινο και αρχίζουν. «Είναι μαύρη χρονιά για μας», λέει ο Δ. Βέλκος. «Κόβουν τα πανηγύρια επειδή βλέπουν στην τηλεόραση να μαζεύονται χιλιάδες. Εδώ που έχουμε 100 και 200 άτομα, γιατί τα κόβουν;», διαμαρτύρεται. «Καλό είναι να προσέχουμε όλοι, δεν διαφωνούμε. Για ποιο λόγο, όμως, κρατούν τις συναυλίες και κόβουν τα πανηγύρια; Εκεί δεν γίνεται συνάθροιση;», συμπληρώνει με νόημα ο Π. Ασαρτζής.
Όλοι δείχνουν πως το μεγάλο πλήγμα είναι τα πανηγύρια. Και δεν φαίνεται πως τους ενοχλεί μόνο η απώλεια του μεροκάματου. Άλλωστε η εποχή των γενναιόδωρων φιλοδωρημάτων με τα χαρτονομίσματα να φιγουράρουν στα μέτωπα των μουσικών έχει περάσει. Την απάντηση δίνει ο Στέφανος Γιάντσης, μεταφέροντας τα συναισθήματα των μουσικών όταν ο κόσμος εκστασιάζεται με τον ρυθμό: «Πόσο λάθος είναι αυτό για την Ελλάδα που ξέρει να γλεντάει; Να μας το κόψουν κι αυτό! Είναι κρίμα».