Η απώλειά του είναι αβάσταχτη για τα ελληνικά γράμματα και τον πολιτισμό μας - Ήταν 89 ετών
Ο σπουδαίος Έλληνας ποιητής και διηγηματογράφος Ντίνος Χριστιανόπουλος πέθανε σε ηλικία 89 ετών. Η απώλειά του είναι βαριά για τα ελληνικά γράμματα και τον ανθρώπινο πολιτισμό, τον πολιτισμό μας. Η κηδεία του θα γίνει την Πέμπτη το πρωί, στο Κοιμητήριο Αναστάσεως του Κυρίου.
Την είδηση του θανάτου του έκανε γνωστή ο συγγραφέας και φιλόλογος Θωμάς Κοροβίνης: «Απεδήμησε εις Κύριον ο δάσκαλός μας Ντίνος Χριστιανόπουλος. Τα στερνά του ήταν οδυνηρά για τον ίδιο και για άλλους. Ένα κραταιό κεφάλαιο της Θεσσαλονίκης, μαζί με την πολυποίκιλη προσφορά, αλλά και τις αντινομίες του, χάνεται μαζί του. Μένει το έργο, στο οποίο χρωστάμε πολλοί.».
Η υπουργός Πολιτισμού και Αθλητισμού, Λίνας Μενδώνη, σημείωσε στο συλλυπητήριο μήνυμά της, ανάμεσα στα υπόλοιπα, για την απώλεια του Ντίνου Χριστιανόπουλου: «Η Ελλάδα έχασε σήμερα έναν από τους πιο σπουδαίους ποιητές της Σχολής της Θεσσαλονίκης, όμως ο Ντίνος Χριστιανόπουλος έγραψε και διηγήματα και δοκίμια και μεταφράσεις και βιβλιοκριτικές. Πιστός σε όλη του τη ζωή στην αγαπημένη του Θεσσαλονίκη, υπήρξε ένας ιδιαίτερος, ένας ξεχωριστός άνθρωπος, ένας χαρισματικός δημιουργός. Η ζωή του στάθηκε έμπνευση στο έργο του και στον δημόσιο απενοχοποιημένο λόγο του. Έπλεξε αριστοτεχνικά τη λαϊκή, καθημερινή έκφραση με την ποίηση. Συνέδεσε τον ερωτισμό που αποπνέουν τα ποιήματά του, με την αγάπη του για το ρεμπέτικο, με τις γάτες που θαύμαζε τη μυστική ζωή τους. Ο λόγος του ήταν κοφτός και κοφτερός, γνώρισμα ενός ανθρώπου που δεν φοβάται να είναι την ίδια στιγμή ευαίσθητος και σαρκαστικός.
Σύντομο βιογραφικό ενός σπουδαίου βίου
Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος ήταν σύγχρονος Έλληνας ποιητής, διηγηματογράφος, δοκιμιογράφος, μεταφραστής, ερευνητής, λαογράφος, εκδότης και βιβλιοκριτικός. Το πραγματικό όνομα του λογοτέχνη είναι Κωνσταντίνος Δημητριάδης. Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί σε αρκετές γλώσσες.
Ο Χριστιανόπουλος γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη (20 Μαρτίου 1931), γιος προσφύγων από την Ανατολική Θράκη, φοίτησε στο τμήμα Φιλολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και πήρε πτυχίο του Τομέα Κλασικών Σπουδών. Κατόπιν, εργάστηκε ως βιβλιοθηκάριος στη Δημοτική Βιβλιοθήκη της πόλης από το 1958 ως το 1965. Έπειτα εργάστηκε ως επιμελητής εκδόσεων. Το 1958 ίδρυσε και ανέλαβε υπό τη διεύθυνσή του το περιοδικό Διαγώνιος, που κυκλοφόρησε ως το 1983 με ολιγόχρονες παύσεις και τον εκδοτικό οίκο Εκδόσεις Διαγωνίου. Σύμφωνα με τι Wikipedia, εκείνη την περίοδο αναπτύχθηκε ο λεγόμενος "κύκλος των λογοτεχνών της Διαγωνίου".
Η πρώτη ποιητική συλλογή του, Εποχή των ισχνών αγελάδων (1950), διακρίνεται για το προσωπικό ύφος της και για τις δημιουργικές επιρροές από τον Καβάφη και τον Τ. Σ. Έλιοτ, ενώ στις επόμενες εμφανίσεις του εκφράζεται καθαρά το κυρίαρχο θέμα της ποίησής του, η εφήμερη ομοφυλοφιλική σχέση και το ερωτικό πάθος που οδηγεί στην ταπείνωση και στη μοναξιά. Βέβαια, ορισμένα ποιήματά του (π.χ. τα ποιήματα της σειράς Ο αλλήθωρος) έχουν και το στοιχείο μιας κοινωνικής οπτικής. Κατά καιρούς κυνηγήθηκε πολύ από το κοινωνικό κατεστημένο της εποχής όπως , για παράδειγμα, όταν κόντεψε να συλληφθεί από τη χούντα λόγω της άρνησης του να παραλάβει σχετικό βραβείο για ένα πεζό του έργο τον "Χιλιαστή". Το 2011 τιμήθηκε με το Μεγάλο Βραβείο Γραμμάτων για το σύνολο του έργου του. Αρνήθηκε όμως να το παραλάβει παραπέμποντας στο κείμενό του "Εναντίον" από το 1979 όπου αναφέρει χαρακτηριστικά: «Είμαι εναντίον της κάθε τιμητικής διάκρισης απ' όπου και αν προέρχεται. Δεν υπάρχει πιο χυδαία φιλοδοξία από το να θέλουμε να ξεχωρίζουμε. Αυτό το απαίσιο "ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων", που μας άφησαν οι αρχαίοι.». Τον Ιούνιο του 2011 αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης από τμήμα Φιλολογίας.
Θα τον θυμόμαστε για την εργογραφία του, για το ότι παρέμεινε έως το τέλος ανένταχτος, ό,τι κι αν σημαίνει αυτό, και για την ευθύτητα με την οποία διατύπωνε τις απόψεις του, ασχέτως με το εάν συμφωνούσαμε πάντα. Είχε γράψει και πει πολλά σε αυτό το πέρασμά του από τον πλανήτη, αλλά αυτή τη στιγμή δύο έρχονται στο μυαλό μου: «Και τι δεν κάνατε για να με θάψετε / όμως ξεχάσατε πως ήμουν σπόρος», αλλά και το «ο έρωτας είναι σαν την θάλασσα. Χίλιοι τη χαίρονται, ένας την πληρώνει».
Κι αν και κάποιος αποβιώσας δεν είναι, πια, κύριος, «καλή στράτα, κύριε Ντίνο»...