Του ιερέως
Παναγιώτου Σ. Χαλκιά
Ακούω πάλι, φίλοι αναγνώστες, το γείτονά μου να ουρλιάζει: «Αποκλείεται. Δεν βγαίνω έξω με τίποτα. Δεν ξεμυτίζω ποτέ των ποτών. Μωρέ, λίρες να μου τάξουν, δεν αγγίζω την εξώπορτα. Και το αγγούρι, πριν το ξεφλουδίσω, θα το περάσω από το πλυντήριο».
Για κοίτα εξελίξεις, για κοίτα κατάντημα!
Ο τρόμος πλανάται στη χώρα. Ο τρόμος σκεπάζει τη γη. Ο χάρος βγήκε παγανιά. Έχει ορθώσει το χατζάρι του και παίρνει κεφάλια.
Ένα τοσοδά μαμουλάκι, ο κορωνοϊός, λέει το όνομά του και μας πιάνει σύγκρυο.
Πλάκωσε επιδημία. Δεν ξέρεις πώς να φυλαχθείς και ποιον να προστατέψεις.
Δεν ξέρεις προς τα πού να κάνεις. Κατέφθασαν τα δύσκολα. Ο κίνδυνος αιωρείται στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Πού να ‘ρθουν και τα χειρότερα.
Κατέφθασε η πείνα. Τα ράφια άδειασαν. Δεν σημαίνει πως γέμισαν… γεροντοκόρες!
Κατέφθασε ο κορωνοϊός. Καιρός για αισχροκέρδεια. Αμυνόμαστε φορώντας μάσκα. Η τιμή της αναδεικνύει… μασκαράδες!
Τι να κάνουμε; Ο λύκος στην αντάρα χαίρεται. Οι φαρμακέμποροι χαίρονται στις επιδημίες.
Μπήκαμε σε καραντίνες.
Καιρός να θυμηθούμε το Θεό. «Βάλε το χέρι σου Μεγαλοδύναμε».
Πλάκωσε η λοίμωξη. Η ατμόσφαιρα γέμισε φονιάδες.
Ώρα να ψάξουμε για λύτρωση. Πρώτη φορά δεν έχεις που να πας.
Ο αόρατος εχθρός έκανε επέλαση. Και πού είσαι ακόμη! Η κοινή ζωή γέμισε δεσμεύσεις. Και πού είσαι ακόμη!
Τα κράτη μετρούν τους νεκρούς τους. Προς το παρόν μετρούν πόσοι έφυγαν. Αν συνεχισθεί αυτή η κατάσταση θα μετρήσουμε και πόσοι έμειναν.
Μου ήρθε στο μυαλό και το παλιό ρεμπέτικο! «Μπλέξαμε φίλε, μπλέξαμε και τη μαγκιά μπερδέψαμε».
Και με την αποτελεσματική θεραπεία τι γίνεται; Σε ποιους δρόμους επιστημονικούς θα την αναζητήσουμε; Ας μιλήσουμε με ένα γιατρό.
-Τι μέτρα παίρνουμε γιατρέ;
-Κατ’ αρχάς κλείνεσαι στο σπίτι σου και σαπουνίζεις συνεχώς τα χέρια σου.
-Το σαπούνι έχει λεφτά. Αν δε τα διαθέτεις;
-Πάρε από κάπου δανεικά.
-Άλλη λύση δεν υπάρχει;
-Βάλε γάντια πλαστικά. Κάπου μοιράζουν δωρεάν.
-Κι αν δεν βρεις γάντια;
-Τα χέρια πρέπει να πλυθούν.
-Κι αν δεν έχεις χέρια; Θα ψάξεις για δανεικά;
-Μείνε σπίτι σου και προφυλάξου.
-Κι αν δεν έχεις σπίτι;
-Ούτε σπίτι έχεις πια εσύ;
-Με αυτούς που έμπλεξα. Το ένα το έφαγε η τράπεζα, το άλλο η Εφορία.
-Μέτρο δεύτερο. Κρατάμε αποστάσεις. Κάποτε κρατούσαμε αποστάσεις για να μην πιάσουμε κοριούς. Τώρα τις κρατάμε για να μην πιάσουμε κορωνοϊό. Ας μην ξεχάσουμε και την παροιμία. «Όσο αραιά τα σκόρδα, τόσο πιο πολύ χοντραίνουν».
-Εγώ δεν θέλω να χοντρύνω. Αρκετά είναι τα κιλά μου.
Βρε κατάντημα. Να μην τολμάς να βγεις από την πόρτα του σπιτιού σου γιατί παραμονεύει ο θάνατος. Δεν ξέρεις τι να πιάσεις, τι ν’ αφήσεις και πού να στηριχθείς. Βλέπεις τα πορτοκάλια, τα λιμπίζεσαι και αρχίζεις να προβληματίζεσαι. Ποιος τα έβαλε στο ψυγείο; Ποιος τα έπιασε πριν από σένα; Φορούσε γάντια ή δούλευε αδιάφορος; Ποιος τα πήρε από το δένδρο; Ποιος τα μετέφερε στο τελάρο; Ποιος γέμισε τη σακούλα; Μήπως είναι μολυσμένα;
Θες να φιλήσεις το χέρι της γιαγιάς σου και πρέπει πρώτα να το απολυμάνεις ή να της βάλεις γάντια. Θέλεις να φιλήσεις το αγαπημένο σου πρόσωπο και πρέπει πρώτα να κάνετε το στόμα σας μπουγάδα. Ή να περάσετε τα χείλη με χλωρίνη.
Στο παρελθόν συμβούλευαν: «Κάτσε καλά» και «κάτσε στ’ αυγά σου». Τώρα υποδεικνύουν: «Μένουμε στο σπίτι και γινόμαστε σπιτόγατοι. Μένουμε σπίτι και χορταίνουμε ύπνο. Σε μερικούς τον χρώσταγε η ζωή. Μένουμε σπίτι και γνωριζόμαστε και μεταξύ μας». Σοβαρολογώ. Καιρός κάποιοι γονείς να γνωρισθούν με τα παιδιά τους.
Μένουμε σπίτι, παρασκευάζουμε κανένα μουσακά μερακλίδικο, αλλά… θυμόμαστε και την άνωθεν εντολή: «Αυξάνεσθε και πληθύνεσθε»…