Του Γιάννη Ντισέλια
Φίλε Ζήση γειά σου. Από καιρό ήθελα να σε γράψω, αμά μεσολάβησαν πλείστα όσα γεγονότα και το αστόησα. Τώρα όμως σε γράφω για να μην τα κρατάω μέσαμ.
Πρώτα πρώτα σφίχκην ου κώλοςμ με τους μεμέτηδες κι την Αγιασοφιά. Μητά άρχισαν να μας φουβιρίζουν οι άπλυτοι (οι Βλάχοι τσέλεγαν τσ Τούρκοι Νιλάτσλι αυτοί δηλαδή που δεν είχαν μύρο), οτι θα βγάλουν τσ βάρκες τους να τρυπήσουν το Αιγαίο, μητά ου Κούλης είπην θα μας θαθαθα δόσει τσ συνταξιούχοι αναδρομικά μητά ήρθιν στου Σέλι ου Δήμαρχός μας μι τσ παρατριχάμενοι και κουνούσαν τα χέριατσ κι τα πόδιατσ κι έλιγαν θαθαθα, κι γώ αθυμήθκα του ΗΜΑΝ ΝΙΟΣ ΚΙ ΓΕΡΑΣΑ απτου θαθαθα. Είχιν μαζίτ ου Δήμαρχους κι έναν χουντρούτσικου, που φαίνιτι να τρώει πουλύ, που συ είχιν πει σε συνέντευξη αν θυμάμαι γιατί τουν είχεις φάτσα κάρτα στην πρώτη σιλίδα, που έλιγιν θαθαθα για του Σέλι, αμά συ λέω τα λέω συνθηματικά κι μεταξύ μας π...ρια, δηλαδή τίπουτας, για να μήν παραξηγηθώ. Κι έτσι αθυμήθκα ιένα γιγουνός που έγινειν στουν ηρωικό πόλιμο του 1940 κι στου λέου.
Άμα κίνσειν ου πόλιμους τα πουλεμουφόδια πάεναν στου μέτωπο μι τα μλάρια κι τα άλουγα, δεν είχιν τότες τζιαντέδες κι δρόμοι για αυτουκίνητα ικί στην Πίνδο. Είχιν ου στρατός μας του λιγόμενον Ιππικόν μι τις Ιλαρχίες κι τσ Ίλαρχοι τις Επιλαρχίες μι μλάρια, άλουγα φαντάροι που τα χρεώνονταν κι τα τάιζαν, κτηνιάτροι, νουσουκόμοι κι άλλα., όπως κι οι φαντάροι είχαν προυσκλητήριου, αναφορά συσίτιο μι σάλπιγκα κι άλλα. Φουρτώνουν απλές Ζήσεμ απτουν Περαιά, ένα καράβι μι ζουντανά στρατιωτικά για την Σαλονίκη κι κινάν μέσω Χαλκίδας νύχτα. Άμα ξημέρουσιν, τα ζουντανά θέλαν τάισμα κι βαρούσαν τα μπροστινά τσ πδάρια στου κατάστρουμα, χράτσ, χράτσ. Τρουμάζει ου Καπιτάνιους, φουνάζει τουν Ίλαρχου κι τσ παρακάτ να μάθει τί συμβαίνει. Τότε ο Ίλαρχος τλέει οτι τα ζωντανά πινάν κι θα τα ταϊσουν Διατάσσει τουν υπεύθυνο γιαυτό αξιωματικό, αμά εκείνος ξεροκαταπίνοντας τ λέει οτι μέσα στην σιασιαμάρα κι την φούριατσ ξέχασαν να φορτώσουν του κριθάρ. Αμάν κι τώρα τί κάνουμι; λέει ου Ίλαρχος. Έπ τί σκιάζιστε κι κιουτεύετε τσ λέει ου από μκρό πιδί στουν στρατό Επιλοχίας καραβανάς η μάνα του λόχου που λέγαμι εμείς οι παλαιότεροι, αυτός που ήξερε τα πάντα για τους πάντες και τα πάντα. Φουνάζει τουν σαλπιγκτή να βαρέσει συσίτιο ημιόνων, μουσική σαν αυτό που βαρούσιν για τι μας, το Φάνταρε πού πάς; Πάρ την καραβάνασ κι έλα να φας. Τάκουσαν τα ζουντνά ημέρεψαν κι είπαν απόυ μέσατσ Τώρα θα φάμι. Μετά απου ώρα που δεν ήρθιν του συσίτιου ξαναβάρεσαν τα πδάρια τα μλάρια ξαναβάρεσεν ου σαλπιγκτής την μουσική κι έτσι έφτασαν όλνοι ζωντανοί και μερικά όντα νηστικά στη Σαλονίκη.
Ζήση έτσι μας κάνουν κι μας τώρα μιρικοί μιρικοί. Μας πιρνάν για πρόβατα που κάνουμι Μπε Μπε, μας κούριψαν τις συντάξεις μας κι τώρα τάχαμ τάχαμ θα μας δόσουν αναδρομικά που ξέρσ πώς λέω ιγώ, θαθαθα μέχρι να φτάσουμι σαν τα μλάρια στα μνημόρια, όπου θα απολαύσομεν τα ουρί των άπλυτων και μπόλικο πιλάφι.
Να σας έχει καλά ο Θεός.