Αγαπητοί φίλοι της στήλης γεια σας
Ανατρέχοντας στο παρελθόν, όπως κάνω συχνά, και ψάχνοντας να βρω κάποιο θέμα-γεγονός για να ασχοληθώ τώρα το κατακαλόκαιρο η αναπόλησή μου σταμάτησε στο πανηγύρι του Αγι’ Αντώνη.
Διπλό το κέρδος σκέφτηκα. Πρώτα θα ξεθάψω από τη μνήμη μου ένα θρησκευτικό-κοινωνικό-οικονομικό γεγονός που σημάδευε παλιότερα τη Βέροια και ταυτόχρονα θα δώσω την ευκαιρία στις νεότερες γενιές να γνωρίσουν «τι και πώς;» ήταν το «παγκύρι» τ’ Αγι’ Αντώνη και που δεν έχει καμία σχέση μ’ αυτό που βλέπω να γίνεται τα τελευταία χρόνια μπροστά από την εκκλησία.
Όσα και να γραφούν για το ξακουστό πανηγύρι του Αγι’ Αντωνίου είναι πολύ λίγα και δεν μπορούν να αποδώσουν την πραγματικότητα. Ένα πανηγύρι που όπως αναφέρει ο αείμνηστος δικηγόρος-συγγραφέας Νίκος Σιδηρόπουλος, ήταν αρχικά μόνο θρησκευτικού χαρακτήρα και που εξελίχθηκε την περίοδο του Μεσοπολέμου, στο πιο σημαντικό για τη Βέροια, εμπορικό-ψυχαγωγικό γεγονός που προσέλκυε κόσμο, όχι μόνο από την Ημαθία αλλά και από τις γύρω περιοχές. Από τη Σκύδρα, τα Γιαννιτσά και την Έδεσσα μέχρι την Καστοριά και την Κοζάνη και από τα Καϊλάρια (Πτολεμαΐδα) μέχρι τον Κολυνδρό και τη Γουμένισσα.
Το στήσιμο
Το «στήσιμο» του πανηγυριού ξεκινούσε το τελευταίο δεκαήμερο του Ιούλη, του Αλωνάρη όπως τον αποκαλούσαν παλιότερα στα χωριά. Όλα έπρεπε να είναι στη θέση τους το πρωινό της Παραμονής. Ο Δήμος φρόντιζε με το τεχνικό του προσωπικό, να γίνουν οι ξύλινες παράγκες-μαγαζιά και οι εμπορευόμενοι να τακτοποιήσουν το χώρο τους και να εκθέσουν την πραμάτεια τους.
Από το πρωί της παραμονής άρχιζαν να καταφθάνουν και οι προσκυνητές-επισκέπτες. Σε παλιότερες εποχές, από τα κοντινά χωριά κατέφθαναν με το κάρο, ενώ από τα μακρύτερα μέρη με λεωφορείο. Οι παλιότεροι θα θυμούνται εκείνα τα «πράσινα» λεωφορεία που οδηγός και βοηθός φόρτωναν τα απαραίτητα για τη «διανυκτέρευση» στην οροφή.
1η Αυγούστου ξημέρωμα και νάτο το πανηγύρι το πατροπαράδοτο!
Οι καμπάνες βροντολογούσαν το «άνοιγμα του ιερού κουβουκλίου» και στρατιές πιστών προσκυνητών στη γραμμή για να «περάσουν» από το Κουβούκλιο και να προσκυνήσουν. Ήταν τότε εποχές που το Κουβούκλιο άνοιγε μόνο δύο φορές το χρόνο (17 Ιανουαρίου και 1η Αυγούστου) γι’ αυτό υπήρχε μεγάλη κοσμοσυρροή. Ο ναός πλημμύριζε με θαμβωτική φωταψία και βυζαντινή μεγαλοπρέπεια.
Απαραίτητο ήταν και το «τριγύρισμα» γύρω από τη Μουριά.
Το πανηγύρι άρχιζε
Στον χώρο της πλατείας οι επισκέπτες-προσκυνητές έβρισκαν τα πάντα. Είδη ρουχισμού για όλες τις ηλικίες, είδη προικός (σεντόνια, κουβέρτες κ.ά.), παπούτσια (γυναικεία και αντρικά – σκαρπίνια και της δουλειάς), πήλινα (στάμνες, λαΐνια, νταβάδες), υαλικά, πολύχρωμα υφάσματα με το μέτρο, παιχνίδια, πλαστικά και αλουμίνια.
Μπορούσες ακόμη να βρεις ξύλινες χειροποίητες κατασκευές (σοφράδες, κουτάλες, ψωμιέρες, γκλίτσες), είδη εικονοστασίου και εικόνες. Κάθε Άγιος είχε την τιμή του!
Παράγκες νοίκιαζαν για το δεκαήμερο και πολλοί καταστηματάρχες της πόλης!
Το πανηγύρι αποτελούσε τη μεγάλη ευκαιρία για τους ανθρώπους της υπαίθρου να προμηθευτούν τα χρειώδη όλης της χρονιάς ενώ πάντα είχαν την ευκαιρία να ξεδώσουν διασκεδάζοντας και φυσικά εκπληρώνοντας και το τάμα τους στον Άγιο να ανάψουν το κερί και τη λαμπάδα στο μπόι τους!
Το πανηγύρι τα βράδια
Τις βραδινές ώρες η γενική εικόνα του πανηγυριού άλλαζε. Στους ξένους επισκέπτες-προσκυνητές προσθέτονταν και οι ντόπιοι. Ολόκληρες οικογένειες τριγυρνούσαν στους διαδρόμους του χώρου, θαυμάζοντας και σχολιάζοντας. Ρωτώντας και αγοράζοντας απαραίτητα και μη!
Τα πρώτα χρόνια ο χώρος και κυρίως οι παράγκες φωτίζονταν με «λουξ» και έντονη ήταν τα βράδια η μυρωδιά της ασετιλίνης που χτυπούσε τα ρουθούνια. Στα μεταγενέστερα χρόνια ο Δήμος φρόντιζε και για τον φωτισμό. Ανάλογα με το μέγεθος της παράγκας και οι λάμπες. Το κόστος συμπεριλαμβανόταν στο ενοίκιο της παράγκας και ήταν με το τετραγωνικό και τη θέση!
Τα βράδια το πανηγύρι είχε μία διαφορετική ομορφιά. Τα καφενεία που υπήρχαν ολόγυρα στην πλατεία μετατρέπονταν σε ταβερνάκια-ψησταριές όπου τα μαστόρια προσπαθούσαν με τη γαργαλιστική τσίκνα των ψημένων κρεάτων να μαγνητίσουν το πλήθος. Κοκορέτσι, σπλινάντερο, τηγανητά συκωτάκια, χοιρινά, ζυγούρι, ψητή γίδα ή προβατίνα για να ακονίζεται… η οδοντοστοιχία!
Κάποια από τα καφενεία όπως του Αλέκου και Μήτσου Σχοινιώτη διέθεταν και ορχήστρα με λαϊκά όργανα! Ζουρνάς και νταούλι αλλά και πίπιζα.
Οι μικροπωλητές
Ανάμεσα στις παράγκες και οι ντόπιοι μικροπωλητές: ο Μπατζανάκης με το καλύτερο παγωτό (χωνάκι ή τιπ-τοπ), ο Μπαρμπα-Νικολής και ο Κούρμπαν με τα γλειφιτζούρια και τα μελωμένα μηλαράκια, παλιότερα ο Φίλιος Φιλιππίδης (Αγκόπ) με το μαντζούνι και το σάμαλι και ο Σαΐνης που πουλούσε κοκοράκια και κάθε λογής καραμέλες που προμηθεύονταν από το εργαστήρι του Αντωνιάδη.
Τα μεσημέρια
Τα μεσημέρια, οι πάντα πολλοί παγκυροεπισκέπτες γευμάτιζαν στα εστιατόρια «Ασημάκειο» των αδερφών Δημόπουλου, στου Στέργιου Τσαλέρα, στου Τζίμη Βλαχόπουλου, της Αθηνάς Γκουντή, στο εστιατόριο-χάνι του Κάμινα, στα εστιατόρια της οδού Μ. Αλεξάνδρου του Τέλη Ζουράκα, των αφων Μπινιόλα, των αφων Σαραφόπουλου, του Θανάση Τσπαράζη.
Σύχναζαν ακόμη στις ταβέρνες του Κώστα Ματζίρη, Κώστα Μπισδρέμη και Κώστα Λύχνα όπου πάντα την παράσταση έκλεβε ο ανεπανάληπτος Δήμος.
Χρόνο με το χρόνο το πανηγύρι μεγάλωνε. Περισσότεροι επισκέπτες, περισσότεροι πραματευτάδες, περισσότερη ψυχαγωγία. Ο χώρος της πλατείας Αγίου Αντωνίου «μίκραινε». Συζήτηση στη συζήτηση και το Δημοτικό Συμβούλιο πήρε την απόφαση.
Οι εμποροπαράγκες στην πλατεία Αγ. Αντωνίου και η διασκέδαση – το λούνα-παρκ στην πλατεία Ωρολογίου που ήταν πιο μεγάλη αν και τη διέσχιζε ο δρόμος (Μητροπόλεως προς Κοζάνη). Προστέθηκαν κι άλλα θεάματα-ατραξιόν και παιχνίδια.
Μια πολύχρωμη από τα φώτα αλλά και πολύβουη «πολιτεία» στηνόταν μπροστά από το Δικαστήριο. Χαλασμός Κυρίου στις κούνιες (στυλ καρουζέλ), στις βάρκες που για κουπιά είχαν σχοινιά και «πέταγαν». Στο κέντρο της πλατείας η μεγάλη βαρέλα με τον «Γύρο του θανάτου» και την απογείωση των ντεσιμπέλ. Πιο πέρα σε μια μεγάλη σκηνή (σε παλιότερες εποχές) ο θίασος με πρωταγωνίστρια την «Γκόλφω».
Όλα αυτά συνέθεταν ένα παζλ ανεπανάληπτο που ήταν η χαρά μικρών και μεγάλων.
Κάποιες βραδιές στην πλατεία Ωρολογίου υπήρχε το αδιαχώρητο. Στα αναψυκτήρια «Ζάππειο» και «Αστόρια» και στο εστιατόριο Χαβάη δεν έπεφτε καρφίτσα. Στα ζαχαροπλαστεία «Βέρμιο» του Κώστα Τσιμογιάννη, «Νέο Βέρμιο» του Γιώργου Ζαφειρογιάννη, το «ΡΕΧ» του Γιάννη Ζώκου αλλά και το «ΛΟΥΞ» του Νίκου Παπαγιαννούλη οικογένειες ξαπόσταιναν για λίγο (παγωτό και γλυκό) για να συνεχίσουν το πέρα-δώθε.
Γύρω στα μεσάνυχτα η κίνηση αραίωνε. Σιγά-σιγά τα φώτα χαμήλωναν, έσβηναν. Οι άνθρωποι του μόχθου μετά τον απολογισμό της ημέρας που έφευγε έπεφταν να ξεκουραστούν. Συνήθως όλοι κοιμούνταν κάτω από τους πάγκους ή στην άκρη μιας σκηνής ή σ’ ένα ράντσο δίπλα από το χώρο εργασίας. Σκληρή ζωή και εποχιακή συνάμα!
Ζωοπανήγυρη στο «Μουαρίφ»
Στην είσοδο της πόλης, εκεί μπροστά από τα Κοιμητήρια όπου υπήρχε μεγάλη αλάνα γινόταν η Ζωοπανήγυρη. Αγοραπωλησίες κάθε είδους οικόσιτων ζώων. Από άλογα και γαϊδουράκια μέχρι αγελάδες και ταύρους και από χήνες, πάπιες, κότες μέχρι γουρουνάκια και κουνέλια.
Έτσι κάπως είχαν τα πράγματα το 8-10ήμερο του πανηγυριού! Ήταν μια όαση δροσιάς στην κάψα του καλοκαιριού και όπως έγραψε ο δικός μας Στέλιος Σβαρνόπουλος «Το πανηγύρι είναι το προζύμι της εθνικής συνείδησης, περίφημο για τις εμπορικές δραστηριότητες αλλά και για τις γιορταστικές και λαϊκίστικες εκδηλώσεις, ενώ η Ναουσαία δημοσιογράφος Λευκή Σαμαρά μεταξύ άλλων έγραψε: «Το πανηγύρι άρχιζε την 1η Αυγούστου, γιορτή της Αγίας Σολωμονής και τελείωνε της Παναγίας. Η συγκοινωνία ήταν τα κάρα, τα γαϊδουράκια… Οι Ναουσαίες στο πανηγύρι πήγαιναν αυτές καβάλα στην καλή τη βελέντζα και ο άντρας ακολουθούσε πεζός όλο το δρόμο. Στο πανηγύρι αυτό γινόταν πολύ μεγάλο αλισβερίσι. Όλοι είχαν πουλήσει τη σοδειά τους και πήγαιναν να αξιοποιήσουν τους παράδες τους… Εκτός από ψώνια, πήγαιναν και για να προσκυνήσουν στον Άγιο Αντώνη και στα κελιά του έβαζαν τους αρρώστους να τους κάνει καλά η χάρη του. Έλεγαν πως άμα πίστευαν πολύ, σε σαράντα μέρες γίνονταν καλά!».
Τώρα που ζω το πανηγύρι και τις αναμνήσεις του, νιώθω πόση, σκορπούσε, χαρά και γοητεία σε όλους μικρούς και μεγάλους, άντρες και γυναίκες.
Ήταν μια ΜΑΓΙΚΗ ΠΟΛΗ!!!