Το καλοκαίρι έχει μπει για τα καλά και οι ολοένα αυξανόμενες ζέστες, παρά τις όποιες αναστολές λόγω κορονοϊού, φέρνουν στον νου δελεαστικές σκέψεις για αναζήτηση δροσιάς σε κάποια παραλία. Το μέχρι πρότινος αυτονόητο, έχει μετατραπεί σε “σοβαρή απόφαση” κατά την ιδιάζουσα χρονιά που διατρέχουμε…
Μην θεωρείτε όμως ότι είμαστε και στη δυσμενέστερη θέση -ever- (σε άπταιστα τηλεοπτικά νεοελληνικά η έκφραση), αγαπητοί φίλοι, γιατί έρχομαι αμέσως να καταδείξω ότι απ’ αρχής η υπόθεση “μπάνιο στη θάλασσα” ήταν στην Ελλάδα η “απαγορευμένη απόλαυση”…
Την αρχή του ξετυλίγματος αυτού του (περίπλοκου όπως εξελίχθηκε) “μίτου” στην Ελλάδα έκανε… η βασίλισσα Αμαλία!!! Πρώτη αυτή λοιπόν αποφάσισε το 1834 να διασχίσει έφιππη την πυκνόφυτη διαδρομή από το “Κλεινόν Άστυ” ως την παραλία των “Τζιτζιφιών”, η οποία μάλιστα κατά τις φήμες της εποχής ήταν επικίνδυνος φιδότοπος και άντρο ληστών, για να απολαύσει τις δροσιστικές και “ …άκρως ευεργετικές ιδιότητες της κολυμβήσεως εις τα ύδατα της θαλάσσης”, όπως διατείνονταν επίμονα οι περισπούδαστοι ανά την Ευρώπη γιατροί που την κουράριζαν.
Κοπέλες δροσίζονται κάτω από τη γέφυρα Καραχμέτ (Αρχείο Δημήτρη Στάντζου)
Δειλά στην αρχή, όλο και περισσότεροι στη συνέχεια (μετά το 1864), οι κύριοι και αι κυρίαι της αριστοκρατικής κοινωνίας άρχισαν να επισκέπτονται την παραλία, όπου μάλιστα ένα παλιό ερειπωμένο κτήριο επισκευάστηκε πρόχειρα και μετατράπηκε σε “καμπίνες αποδυτηρίων”. Η πρώτη οργανωμένη παραλία για θαλασσινό μπάνιο στην Ελλάδα ήταν γεγονός!!!
Με τον καιρό οι κολυμβητές όλο και πολλαπλασιάζονταν, οπότε άρχισαν να γίνονται επισκέψιμοι τόποι το Φάληρο, ο Πειραιάς, η Καστέλα και η Γλυφάδα. Τότε λοιπόν έκαναν την εμφάνισή τους και οι πρώτες συζυγικές στιχομυθίες αβρότητας του τύπου:
-Κλέων, την Κυριακή θέλω να με πας για μπάνιο στη θάλασσα!!!
-Μα, γλυκιά μου, δεν…
-Δεν έχει “μα και ξεμα”, Κλέων! Είπα, την Κυριακή θα με πας για μπάνιο στη θάλασσα!
Δεν ήταν καθόλου απλή υπόθεση αυτό το “Κλέων, την Κυριακή θέλω να με πας για μπάνιο στη θάλασσα!!!”. Όπως μας πληροφορεί το περιοδικό-ημερολόγιο “Η Φιλόκαλος Πηνελόπη” του 1919, πέραν των ευνόητων δυσκολιών της μετάβασης στην παραλία, έπρεπε να ακολουθείται με “θρησκευτική ευλάβεια” ένα σχετικό αυστηρότατο πρωτόκολλο συμπεριφοράς:
Σε αναζήτηση δροσιάς στη θάλασσα, δεκαετία ‘60
Το “λουτρικόν ένδυμα…” (το μαγιό) με το οποίο έμπαιναν οι κυρίες και οι δεσποινίδες στη θάλασσα, όφειλε να είναι “…κομψόν και έγχρωμον…” (πορτοκαλί, κόκκινο ή μπλε κατά προτίμηση) “απαραιτήτως συμπληρούμενον από… μαύρες κάλτσες”, οι οποίες στερεώνονταν με άσπρες κορδέλες τυλιγμένες χιαστί στις γάμπες, μη τυχόν και αποκαλυφθεί στο ελάχιστο η γαλακτόλευκη σάρκα τους. Για τον λόγο αυτό, η διαδρομή για τη θάλασσα συνδυαζόταν με το σχετικό σχολαστικό περιτύλιγμα…
[ Δεν απαιτείται και ιδιαίτερη φαντασία, νομίζω, για να γίνουν αντιληπτές οι “μαύρες ώρες” που περνούσε ο (εκάστοτε) ταλαίπωρος “Κλέων”: «Πιο σφιχτά, Κλέων!», «Πιο χαλαρά, Κλέων!», «Πιο πάνω , Κλέων!», «Χίλιες φορές σου το έχω πει, με ενοχλεί έτσι, Κλέων!» κλπ. κλπ. κλπ. Κι ο δύστυχος Κλέων να περιλούζεται πρόωρα στον… ιδρώτα του!!!]
Αντίστοιχα και οι άνδρες φορούσαν υποχρεωτικά “… μακριά φανελένια μπανιερά, ομοιόμορφα, μαύρα με πορτοκαλιές ρίγες” [Σαν κρατούμενος φυλακών ο Κλέων ένα πράγμα δηλαδή…].
Βεροιωτόπουλα κολυμπούνστον Τριπόταμο,1945
(Αρχείο Γιάννη Χατζηιωάννου)
Η είσοδος των κολυμβητριών στη θάλασσα γινόταν “μετά φόβου Θεού” [όπως το κρυφτό που παίζουν τα παιδιά, φανταστείτε] και οπωσδήποτε πίσω από βράχους… [Ενώ, για όσο χρόνο διαρκούσε το μπάνιο της κυρίας, ο Κλέων ξεροψηνόταν κάτω από τον καυτό ήλιο για να διαφυλάττει σαν κέρβερος την τιμή και την υπόληψη του γάμου του από τους ασεβείς κορτάκηδες της εποχής…].
Επιπλέον η αστυνομία είχε άγρυπνη παρουσία κάνοντας πυκνές περιπολίες στην παραλία, απαγορεύοντας αυστηρά τα κοντά μαγιό και τις προσεγγίσεις ανδρών-γυναικών. Οι απείθαρχοι παραβάτες πλήρωναν μεγάλο χρηματικό πρόστιμο και επιπλέον έφεραν στη δημόσια ζωή το ανεξίτηλο στίγμα του “ανεντίμου κυρίου“ [Πού να τολμήσει επομένως ο Κλέων να αφεθεί σε λίγες έστω στιγμές χαλάρωσης ή της άδολης απόλαυσης οπτικών ερεθισμάτων… και πώς να μην αναθεματίζει από μέσα του ο δύσμοιρος την ώρα και τη στιγμή που η αυτής μεγαλειότης, η Αμαλία, καβάλησε εκείνο το άλογο για να την μεταφέρει στις Τζιτζιφιές…].
Για την ιστορία, ας αναφέρουμε ότι η πρώτη γυναίκα που τόλμησε να κολυμπήσει μαζί με άντρες στην Ελλάδα, ήταν η Γαλλίδα Ζωρζέτ Μερσιέ, η αποκαλούμενη “μαντάμ Φρου-Φρου” στο επιθεωρησιακό θεατρικό έργο που ενέπνευσε με την πράξη της αυτή, ανοίγοντας όμως ταυτόχρονα το δρόμο για τα ποικίλως σχολιαζόμενα “μπαιν μιξτ” (μεικτά θαλάσσια μπάνια)…
Στην πόλη μας αυτά τα “νέα ευρωπαϊκά ήθη” μεταφέρθηκαν από νεαρούς φοιτητές με σχετική καθυστέρηση, αλλά με ιδιαίτερη ευρηματικότητα. Καθώς δεν έχει την τύχη να βρίσκεται δίπλα από τη θάλασσα, σε πρώτη φάση (στα μέσα της δεκαετίας του 1920) οι νέοι και οι νέες της εποχής αναζήτησαν την “σκανδαλιστικά προκλητική απόλαυση της καλοκαιρινής υδάτινης δροσιάς” στα νερά του ποταμού που τη διασχίζει, του Τριπόταμου.
Θα θυμάστε από προηγούμενες αφιερωματικές αναφορές μας ότι το εξοχικό καφενείο “Φάληρο” δίπλα από τη γέφυρα Καραχμέτ, ιδιοκτησίας Ανδρέα Μαλακού είχε καθιερωθεί ως τόπος συνάντησης, γνωριμίας και συναναστροφής των νέων, προκαλώντας τις επικρίσεις της έντονα σεμνότυφης τότε κοινωνίας της Βέροιας. Το κλίμα της γενικευμένης δυσφορίας εξέφραζε συχνά πυκνά ο αρθρογράφος κ. ΠΑΡΑΞΕΝΟΣ της τοπικής εφημερίδας “Αστήρ Βερροίας” με αιχμηρότατες διατυπώσεις:
«Ουφφφ, αδελφέ… …κάηκα, ουφφφ αμάν φούρνος!!!
(…) Για τα εξοχικά καφενεία μπορεί να πη κανένας πως προβλέπονται “χρυσές” δουλειές. Κάποιος μάλιστα λέει πως η Διευθύντρια του “Φαλήρου” (Καραχμέτης) θα ζητήση αύξησι τιμών στα ποτά που σερβίρωνται μέσα στο… ποτάμι.
Και οι φωτογράφοι της “στιγμής” είνε ενθουσιασμένοι με τη ζέστη γιατί πολλοί είνε που ποζάρουν στο φακό και μάλιστα… ξυπόλητοι και ξεκάλτσωτες!!!»
«…ο κόσμος εξακολουθεί να κατακλύζη τη “Μπαρμπούτα” και… το “Φάληρο” όπου οι μεν αρσενικοί το μεσημέρη βάζουν τες καρέκλες μεσ’ στο ποτάμι οι δε θηλυκοί βγάζουν… τες κάλτσες!!! Οι αγροφύλακες, υδροφύλακες κινδυνεύουν να γίνουν και… φανοκόροι!!!»
Παρόλα αυτά, οι νεανικές ιδέες άντεξαν στις κοινωνικές πιέσεις και δεν άργησαν να επακολουθήσουν οι οικογενειακές εξορμήσεις στην πιο κοντινή προς τη Βέροια παραλία, στο Λευτεροχώρι (μετέπειτα Μεθώνη), όπως μας διασώζει ο Στέφανος Ζάχος στις Αναμνήσεις ενός Βεροιώτη:
«Πρωί πρωί το ξεκίνημα με τα φορτωμένα κάρρα για να διώχνει το άλογο. Έξω από την Σφηνίστα, στον Άγιο Θανάση ένας σταθμός για να ξανασάνει το άλογο και να γίνει το πρόγευμα και ξεκίνημα πάλι για να φτάσουν στην παραλία κατά τις 11 τσουρουφλισμένοι από τον ήλιο, γιατί τα κάρρα δεν είχαν στέγαστρο. Αργότερα οι αδελφοί Χαρούση διέθεταν το δεύτερο κλειστό παϊτόνι, αλλά μ’ αυτό πήγαιναν οι τσορμπατζήδες.
(…) Στην παραλία που γίνονταν τα μπάνια υπήρχαν μεγάλες καρβουναποθήκες γνωστές ως αμπάρια, τις οποίες οι ιδιοκτήτες τους θερινούς μήνες άφηναν ελεύθερες για τη διαμονή των λουομένων, από τα γύρω χωριά, αφού άλλες εκεί οικοδομές δεν υπήρχαν. Οι χωρικοί του κάμπου διέμεναν στο ύπαιθρο.
(…) Οι άνδρες έπαιρναν το μπάνιο τους εκεί μπροστά στις αποθήκες. Για μαγιώ, που ήταν άγνωστο τότε, χρησιμοποιούσαν το μακρύ ως τον αστράγαλο συντρόφι. Μετά συγκεντρώνονταν στο μοναδικό καφενείο ταβλίζοντες, χαρτοπαίζοντες και καλαμπουρίζοντες. Οι γυναίκες πρωί πρωί πριν ξεμυτήσει ο ήλιος πήγαιναν πιο πέρα σε μια ερημική ακτή, στις ψαροκαλύβες, για να αποφεύγουν τα’ αδηφάγα βλέμματα των ανδρών, αν και οι ποδήρεις πουκαμίσες καλά δεμένες απ’ το λαιμό δεν άφηναν τίποτε το ακάλυπτο.
Σε τρεις τέσσαρες μέρες ολοκλήρωναν τα 15-20 μπάνια που τους είχε συστήσει ο γιατρός και επέστρεφαν γιατί τους περίμεναν οι δουλειές, σκαψίματα, καλαμπόκι, τ’ αλώνια… ».
Κατασκήνωση στη Μεθώνη στα 1960 (Αρχείο Δημόσιας Βιβλιοθήκης Βέροιας)
Για τον παιδόκοσμο όμως της Βέροιας, ως τις μέρες της δικής μου γενιάς, καλοκαιρινό μπάνιο σήμαινε απόδραση στο “Λιανοβρόχι” !!!
« (…) Φτάσαμε στην άκρη της πόλης… Σε ένα είδος μικρού φαραγγιού ανάμεσα από δύο μικρές πλαγιές κυλούσαν ήρεμα τα νερά του συγκεκριμένου, μικρού ποταμού. Στις δύο πλαγιές, στη δεξιά και την αριστερή όχθη κάποιος (αργότερα έμαθα πως τον λέγανε μπάρμπα Γιάννη) είχε κτίσει δύο πέτρινους τοίχους στενεύοντας με αυτόν τον τρόπο την κοίτη του ποταμού. Μεταξύ των δύο τοίχων υπήρχε μια τσιμεντένια γέφυρα η οποία κατέληγε σε ένα μονοπάτι που οδηγούσε στην πρόχειρη καλύβα του ιδιοκτήτη.
Στο άνοιγμα που είχε δημιουργηθεί από τους δύο τοίχους και την γέφυρα είχε κάνει μια ιδιότυπη κινητή κατασκευή με χοντρές σανίδες που έφραζε τελείως την κοίτη του ποταμιού και έτσι δημιουργούσε μια στενόμακρη λιμνούλα που το βαθύτερο σημείο της περίπου δύο μέτρα. Το βάθος αυτό βρισκόταν, λίγο πριν από την γέφυρα, ενώ όσο απομακρυνόταν κάποιος από αυτή, το βάθος γινόταν όλο και πιο μικρό φθάνοντας σχεδόν τους είκοσι πόντους. Η λιμνούλα ήταν γεμάτη από παιδιά! …
Μερικοί, οι πιο μεγάλοι έπαιρναν φόρα από την αριστερή πλαγιά που ήταν λιγότερο απότομη και βουτούσαν κραυγάζοντας στα νερά. Οι μικρότεροι κολυμπούσαν ή τουλάχιστον προσπαθούσαν γι’ αυτό, στα ρηχά...» (Ανδρέας Μαρολαχάκης).
Έτσι έχει το θέμα, αγαπητοί φίλοι κι ελπίζοντας να δρόσισα λίγο τη σκέψη σας, εύχομαι σε όλους «καλό καλοκαίρι» !!!