Αν η αξία
υπάρχει και εμφανίζεται μόνο στην ανταλλαγή τότε είναι επιτακτικό να
κατανοήσουμε την έννοια της ανταλλαγής.
Πολύτιμος
βοηθός μας ο Αριστοτέλης, έλεγε: Ας πάρουμε για παράδειγμα την Ανταλλαγή πέντε
κρεβατιών με ένα σπίτι. Πρόκειται για δύο διαφορετικά προϊόντα.
Τα κρεβάτια
και τα σπίτια έχουν διαφορετικές ιδιότητες και διαφορετικές χρήσεις. Πως λοιπόν
μπορούμε να τα ανταλλάξουμε σαν να ήταν ίσα. Είναι όντας ίσα; Όχι. Αν και
ανταλλάσσοντάς τα φαίνεται να αποδεχόμαστε την ισότητά τους.
Κρεβάτια και
σπίτια δεν είναι πράγματι ίσα. Η φαινομενική ισότητα είναι πλαστή. Στην
πραγματικότητα οι άνθρωποι αποφασίζουν απλώς ΝΑ ΑΝΤΑΛΛΑΞΟΥΝ ΑΝΙΣΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ.
Εντούτοις ο ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι είναι ανέφικτη η πραγματική
ισότητα μεταξύ εμπορευμάτων. Είναι όμως στ’ αλήθεια αδύνατο τόσο διαφορετικά να
είναι σύμμετρα, δηλαδή να είναι ΠΟΙΟΤΙΚΑ ΙΣΑ. Η μεγαλοφυΐα του Αριστοτέλη
ακτινοβολεί ακριβώς εδώ, στο γεγονός ότι αυτός ανακαλύπτει μια ΣΧΕΣΗ ΙΣΟΤΗΤΑΣ
στην ΕΚΦΡΑΣΗ ΤΗΣ ΑΞΙΑΣ ΤΩΝ ΕΜΠΟΡΕΥΜΑΤΩΝ. Μόνο τα ιστορικά όρια της κοινωνίας
στην οποία ζούσε - δεν υπήρχε εργατική
τάξη – τον εμπόδιζαν να καταλάβει σε τι συνίσταται στην «πραγματικότητα» αυτή η
σχέση ισότητας.
Αυτό είναι
δυνατό για πρώτη φορά σε μια κοινωνία όπου η εμπορευματική μορφή είναι η γενική
μορφή του προϊόντος της εργασίας και άρα η κυρίαρχη κοινωνική σχέση.
Τι πράγμα
είναι αυτό το ίσο – δηλαδή η κοινή ουσία – που ισοσταθμίζει το σπίτι με τα
κρεβάτια; Το σπίτι αντιπροσωπεύει μπροστά τα κρεβάτια κάτι το ίσο, εφόσον
αντιπροσωπεύει εκείνο που είναι πραγματικά ίσο και στα δύο. Στα κρεβάτια και
στο σπίτι. Και όπως έλεγε ο Μαρξ στη νέα ιστορική περίοδο: ΥΠΟΣΤΗΡΙΖΩ ΟΤΙ ΑΥΤΟ
ΤΟ «ΚΑΤΙ» ΕΙΝΑΙ Η ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΕΡΓΑΣΙΑ.
Αν δεχτούμε
όπως ο Αριστοτέλης ότι δύο αντικείμενα δεν είναι ποτέ απόλυτα όμοια
αντιμετωπίζουμε μια δυσκολία. Πως γίνεται αντικείμενα από διαφορετικά υλικά, με
διαφορετικές ιδιότητες να ανταλλάσσονται συστηματικά μεταξύ τους σε σταθερές
αναλογίες;
Ας
φανταστούμε ότι ενδιαφερόμαστε για δύο αντικείμενα – ένα ελάφι και έναν κάστορα
– και δύο μόνο κατόχους (κυνηγοί και οι δύο). Ας υποθέσουμε ότι χρειάζεται μια
μέρα κυνήγι για να πιάσεις ελάφι, και εφτά μέρες κυνήγι για να πιάσεις έναν
κάστορα. Αν και οι δύο κυνηγοί είναι εξ ίσου επιδέξιοι στο κυνήγι και των δύο
θηραμάτων, φαίνεται παράλογο να δώσει κανείς έναν κάστορα για ένα ελάφι. Γιατί
να ανταλλάξει το προϊόν επτά ημερών εργασίας με το προϊόν μιας μέρας εργασίας;
Γιατί να κυνηγά εφτά μέρες για να αποκτήσει ένα ελάφι που για να το πιάσει
χρειάζεται μόνο μια μέρα κυνηγιού;
Είναι
πιθανόν να γίνει αυτή η ανταλλαγή – τι θα την εμπόδιζε; Κάθε παραγωγός μπορεί
να κάνει μια άνιση ανταλλαγή, είτε εκούσια είτε ακούσια. Τι πράγμα όμως αλλάζει
όταν μιλάμε για συστηματική ανταλλαγή ΕΜΠΟΡΕΥΜΑΤΩΝ δηλαδή για τον καπιταλισμό.
Εδώ ο νόμος
που ρυθμίζει την ανταλλαγή είναι ο ΧΡΟΝΟΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ. Τα εμπορεύματα μπορεί να
είναι εντελώς διαφορετικής φύσης, αλλά έχουν ένα πράγμα κοινό μεταξύ τους: όλα
τα εμπορεύματα για να παραχθούν ή για να αποκτηθούν απαιτείται να καταβληθεί
ανθρώπινη προσπάθεια.
Αυτό παρέχει
μια βάση για την ανταλλαγή. Μ’ αυτό το κριτήριο εφτά ελάφια ισοδυναμούν με έναν
κάστορα. Δηλαδή ενσωματώνουν την ίδια ποσότητα εργασίας. Τίθεται ένα πρόβλημα:
τι εννοούμε όταν λέμε ότι ένα εμπόρευμα «ενσωματώνει» εργασία; Απλώς ότι τόση
εργασία «μπαίνει μέσα» στο αντικείμενο.
Το
αντικείμενο που υπήρχε πριν γίνει η παραγωγή, αλλάζει στη διάρκεια της
παραγωγής. Πριν αρχίσει η εργασία, το αντικείμενο έχει ήδη μια χαρακτηριστική
μορφή από τη φύση του. Η εργασία προστίθεται σ’ αυτό, αλλάζοντας τη μορφή του
αντικειμένου.
Έτσι ο
σκοπός που καθοδηγεί την εργασία «αντικειμενοποιείται» - ενσωματώνεται –
μπαίνει μέσα στο αντικείμενο.