Αφορμή παίρνοντας από την πρόσφατη ημέρα μνήμης της εξόντωσης του ελληνικού πληθυσμού στον Πόντο από τον Κεμάλ Πασά και τους Νεότουρκους (με αποτέλεσμα 353.000 καταγεγραμμένων επίσημα νεκρών και άλλων τόσων ξεριζωμένων και διασκορπισμένων), θα ήθελα να υπενθυμίσω ότι η ταλαιπωρία τόσο των Ποντίων όσο και των λοιπών κατατρεγμένων προσφύγων από τη Μικρά Ασία και τη Θράκη (περίπου ενάμιση εκατομμύριο ψυχές) δεν τελείωσε με την αποβίβασή τους στα ελλαδικά εδάφη…
Εγκατάσταση σε ανταλλάξιμες κατοικίες «φύρδην μίγδην» (έκφραση Γιάννη Αλεξιάδη)
Η πρώτη επαφή της πλειοψηφίας των προσφύγων με τη μητέρα-πατρίδα ήταν ο στρατωνισμός τους κάτω από άθλιες συνθήκες στα λοιμοκαθαρτήρια. Σύμφωνα με στοιχεία της Κοινωνίας Των Εθνών (πρόδρομος του ΟΗΕ), το 20% πέθαναν μέσα σε έναν χρόνο από την άφιξή τους στην Ελλάδα!!!
Το λοιμοκαθαρτήριο Καραμπουρνού στην Καλαμαριά
Από εκεί, για όσους
βέβαια επιβίωσαν, άρχισε η απεγνωσμένη προσπάθεια εγκατάστασης και ανεύρεσης
στέγης (ενδεικτικά, ως το 1925 στην πόλη της Βέροιας των 7.200 περίπου γηγενών
Ελλήνων κατοίκων είχαν καταφθάσει για εγκατάσταση 4.934 πρόσφυγες):
«… στη δική μου οικογένεια, που ήταν δεκαμελής, καθώς και στης
θείας μου που ήταν εξαμελής έδωσαν έvα σπίτι με δύο δωμάτια. Έτσι μέναμε δέκα
άτομα σ’ έvα δωμάτιο, ώσπου n μάνα μου n μακαρίτισσα αναγκάστηκε να κάνει με τα
ίδια της τα χέρια ένα ακόμα δωμάτιο για να βολευτούμε…» (Αγιαννίτης Απόστολος,
Λεύκωμα Θρακικής Εστίας Βέροιας, 1991)
Δεν είναι όμως μόνο αυτά που μας άφησαν ως παρακαταθήκη μνήμης…
Επακολούθησε η εναγώνια, καθημερινή αναζήτηση εργασίας προς
βιοπορισμό… Άνθρωποι με υψηλότατο βιοτικό επίπεδο (ως πριν λίγες ημέρες) και
αξιοζήλευτη μόρφωση (στη συντριπτική πλειοψηφία τους), μπροστά στην ανάγκη
επιβίωσης της οικογένειας, ρίχτηκαν χωρίς τον παραμικρό ενδοιασμό ή γογγυσμό
στη βιοπάλη!!!
Κι ενώ για τους καταχωρημένους ως “αγρότες” πρόσφυγες το
αυξημένο ενδιαφέρον της ελληνικής Πολιτείας (κατά το μέτρο του τότε δυνατού)
έφερε αποτελέσματα σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα, για τους καταχωρημένους
ως “αστοί” πρόσφυγες η επαγγελματική δραστηριοποίηση εξελίχθηκε σε πραγματική
“Οδύσσεια”. Έπρεπε να αξιοποιήσουν κάθε ικμάδα σωματικής αλλά και πνευματικής
ικανότητας για να επιβιώσουν σε μια ήδη κορεσμένη αγορά εργασίας… Θα μπορούσαμε
να περιγράψουμε την επαγγελματική τους συμπεριφορά με τους πολυσυζητούμενους
σήμερα όρους: “Εργατικότητα, καινοτομία, δημιουργία ζήτησης, διεύρυνση της
αγοράς” !!!
Θα απαιτούσε βέβαια τόμους βιβλίων η καταγραφή αναμνήσεων και ιδιαίτερων περιπτώσεων, γι’ αυτό στις περιορισμένες σε έκταση διαθέσιμες δυνατότητες θα κάνουμε λόγο για κάποια ξεχασμένα μεν, χαρακτηριστικά παραδείγματα δε, τοπικού ενδιαφέροντος, στα οποία οι παλαιότεροι θα αναγνωρίσουν αρκετά φυσικά πρόσωπα:
«Εκαθήμεθα στην Εληά συζητούντες διάφορα. Έξαφνα ο φυστικοπώλης με το πανεράκι του γεμάτο πασατέμπο, παρουσιάστηκε εμπρός μας, προσφέρων το εμπόρευμά του. “Ορίστε κύριοι, φρέσκο πασατέμπο. Όποιος παίρνει, ξαναπαίρνει!” …Μόλις έφυγεν ένας από την παρέα μας είπεν: Δεν ξέρετε, φίλοι μου, πόσο συμπαθώ αυτόν τον άνθρωπον. Είναι πρότυπον εργατικότητος. Άγνωστος μεταξύ αγνώστων, χωρίς να χάσει το θάρρος του ερρίφθη και πάλιν εις τον αγώνα της ζωής για να κερδίσει τον επιούσιον. Τον χειμώνα πωλούσε σαλέπι. Μόλις παρήλθε η εποχή, άλλαξεν επάγγελμα. Έγινε “μπουρεκοπώλης”. Με μια κάτασπρη ποδιά κι ένα ταψί γεμάτο αχνίζοντα “κιχιά” έτρεχεν παντού διαλαλών και διαφημίζων κατά στίχους το νέο είδος της εργασίας του: “Εδώ τα ζεστά! Μια δραχμούλα το κομμάτι και χορταίνουν δυο νομάτοι!!!”. Επειδή όμως τα μπουρεκάκια τρώγονται μόνον τας πρωινάς ώρας, τον υπόλοιπον χρόνο της ημέρας κατέφυγεν και εις τρίτον επάγγελμα. Έγινε φυστικοπώλης. Ακούτε τον πώς τα εξυμνεί!!! Επιχειρεί οιανδήποτε εργασίαν, αρκεί τιμίως να απολαμβάνει εξ αυτής τα προς το ζην! Ορισμένο επάγγελμα δεν έχει, γνωρίζει όμως καλά ότι “Αργία μήτηρ πάσης κακίας” και “Έργον ουδέν όνειδος* ” !!!» (Αστήρ Βερροίας Αρ.Φ. 11 / 5 Ιουλίου 1925)
[ (*) Ησιόδου «Έργα και Ημέραι»: η δουλειά δεν είναι ντροπή, ντροπή είναι η τεμπελιά.]
Επίσης, έχω αναφερθεί αρκετές φορές στην ακαταστασία που παρατηρούνταν στους δρόμους της Βέροιας ως και τα μισά της δεκαετίας του ’20, εξαιτίας της διέλευσης μεγάλου αριθμού ζώων από τους κεντρικούς δρόμους της: «Η κεντρικωτέρα αρτηρία της πόλεώς μας, η οδός της 26ης Οκτωβρίου (αναφέρεται στη σημερινή Κεντρική Οδό) εις την οποίαν γίνεται ο βραδυνός περίπατος των τε Βερροιέων και Βερροιωτισσών είναι σε κακά χάλια. Παντώς είδους ακαθαρσίαι, όγκοι λίθων και χωμάτων και ότι άλλο είδος θέλεις κοσμούν την αρτηρίαν ταύτην της πόλεώς μας… Ως επιστέγασμα της αξιοθρηνήτου αυτής καταστάσεως έρχεται η κατά τας εσπερινάς ώρας διέλευσις των ζώων αγελάδων και βοών εξαναγκάζοντα τας και τους περιπατητάς να τρέπονται εις φυγήν…» (Αστήρ Βερροίας Αρ.Φ. 26 / 2 Μαΐου 1926).
Όσο κι αν ακούγεται παράξενο, ακόμη κι αυτήν την
χαρακτηριζόμενη ως “αξιοθρήνητη” κατάσταση βρήκαν τον τρόπο οι πρόσφυγες να την
εκμεταλλευθούν δημιουργικά!!!
Όπως είναι γνωστό, η
καλλιέργεια λαχανόκηπων στην πεδινή έκταση κάτω από την “Εληά” συνιστούσε τότε
σημαντικό μέρος της Βεργιώτικης οικονομίας. Δεν περιορίστηκαν λοιπόν κάποιοι
πρόσφυγες απλώς στο να ζητήσουν εργασία από τους γηγενείς “μπαξεβάνηδες” ως
εργάτες γης, αλλά κάνοντας αιματηρές οικονομίες αγόρασαν τον απαραίτητο
εξοπλισμό (μουλάρια, κοφίνια, σκούπες, φτυάρια κλπ) κι ανέλαβαν εργολαβικά τον
καθαρισμό των δρόμων. Τα συλλεγόμενα υλικά (τότε ήταν μόνο οργανικά) τα
επεξεργάζονταν (αυτό που σήμερα ονομάζουμε χουμοποίηση) και τα πωλούσαν στους
κηπουρούς ως λίπασμα. Τρία τέτοια φορτία απέφεραν έσοδα τριάντα δραχμών, που
για την εποχή ήταν ένα αξιοπρεπές μεροκάματο!!!
[“Ήρωες της ζωής” τους αποκαλεί ο πολύ αγαπητός μας Γιάννης
Αλεξιάδης στις Βεροιώτικες αράδες…].
Δεν μπορούμε να μην μνημονεύσουμε και το γεγονός ότι ο ερχομός
των προσφύγων στη Βέροια επέφερε ριζοσπαστικές αλλαγές στα θέματα της
γυναικείας εργασίας. Για πρώτη φορά στην πόλη μας η γυναίκα διεκδίκησε σθεναρά
θέση στην αγορά εργασίας, έστω και με κακές εργασιακές συνθήκες:
«…Χωρίς κανένα δικαίωμα, χωρίς προστασία κοινωνική, και υγειονομική περίθαλψη και μεροκάματο είκοσι οχτώ δραχμές ανέβαιναν τα χαράματα οι ταλαίπωρες εργάτριες την ανηφοριά για τα νηματουργεία. Κι αυτά από το 1927 και ύστερα, γιατί προτού ήταν δέκα δραχμές κι αυτές παρακαλώντας.…». (Αλεξιάδης Γιάννης, Βεροιώτικες αράδες,1983)
«Ακραία τα παραδείγματα και μιας άλλης παρωχημένης εποχής…», θα
προβάλλει ίσως κάποιος ως αντίλογο.
«Ενδεικτικά της κατεύθυνσης και της ευρύτητας σκέψης, στην
οποία πρέπει να κατευθυνθούμε, αναλογιζόμενοι τις δυσοίωνες προβλέψεις για την
ελληνική (παγκόσμια το ορθότερο) οικονομία» θα ανταπαντήσω και θα επαναλάβω:
Γυναίκες και άνδρες με υψηλότατο βιοτικό επίπεδο στο
πρόσφατο παρελθόν τους και αξιοζήλευτη μόρφωση, για χάρη της έντιμης επιβίωσης
της οικογένειας, προέταξαν κατ’ επιλογή και με επίγνωση το: «Έργον ουδέν
όνειδος…» και τα κατάφεραν… Απόλυτος σεβασμός!!!